-Ο Βενιζέλος έρχεται να σας επισκεφθεί, του λέω.
-Πες του ότι δεν είμαι εδώ!
-Μα του είπα ότι είσθε.
-Ε, τότε πες του ότι δεν δέχομαι.
Τα έχασα. Στη σκάλα ακουγόντουσαν τα βήματα του Βενιζέλου που ανέβαινε. Μαζί μ’ αυτόν είχε εισορμήσει και κόσμος αρκετός. Ενόμισα στην αρχή ότι δεν άκουσε για ποιον επρόκειτο και του ξαναείπα επιμένων:
-Δεν ξέρω αν ακούσατε καλά, κύριε διευθυντά. Ο Βενιζέλος είνε.
-Ε, και σαν είνε;
-Μα πώς να του πω ότι δεν τον δέχεσθε… Επειτα, για σκεφθείτε, είνε και μια τιμή για την Ακρόπολιν…
-Η Ακρόπολις έχει την δική της την τιμήν και δεν την περιμένει από άλλους!…».
Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Το παραπάνω περιστατικό έχει καταγραφεί από τον αυτόπτη μάρτυρα και συντάκτη της «Ακροπόλεως», Σταμ Σταμ, μετά από ξαφνική επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου στα γραφεία της εφημερίδας, για να συναντηθεί με το διευθυντή της Βλάση Γαβριηλίδη. Το απόσπασμα είχε συμπεριληφθεί στην επετειακή έκδοση της ΕΣΗΕΑ για τα 100 χρόνια της Ενωσης που συμπληρώθηκαν το 2014. Εναν αιώνα και δύο χρόνια αργότερα από την περήφανη απάντηση του Γαβριηλίδη, τα πράγματα στην ελληνική δημοσιογραφία δείχνουν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Δεν είναι μόνο η τρέχουσα συγκυρία με τον πρωτοφανή διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες και την εξίσου πρωτοφανή διάθεση της κυβέρνησης για έλεγχο της ενημέρωσης. Είναι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που κλείνουν ή επιβιώνουν δύσκολα λόγω οικονομικής κρίσης, είναι η απαξίωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, η δημοσιογραφία των πολιτών χωρίς όρια και ενίοτε χωρίς κανένα αυτοέλεγχο στο Ιντερνετ. Oλα αυτά και πολλά άλλα μαζί αποτελούν το φόντο πίσω από ανθρώπους που βλέπουν να καταρρέουν όσα θεωρούσαν δεδομένα: Eνα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, μια δουλειά, ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους.
Μένει ώσπου να φύγει…
Σε αυτό το ημιπαράλυτο τοπίο ο Γαβριηλίδης στέκει βουβή, ασπρόμαυρη φιγούρα, σε αντίθεση με τους δύο ανταποκριτές που «συνελήφθησαν» με περούκες και χρωματιστά καπέλα να παρακολουθούν τις κινήσεις υπουργού. Πέρα από την ουσία των καταγγελιών, για τις οποίες έχουν όλη την ευκαιρία και τα μέσα να απαντήσουν οι ίδιοι, σημασία έχει πως ποτέ σε όλα αυτά τα χρόνια ο (δημοσιογραφικός) σκοπός δεν άγιαζε τα μέσα. Ούτε τις κρυφές κάμερες ούτε τα μασκαρέματα ούτε τη δημιουργία γεγονότων για να καταγραφούν αργότερα ως ρεπορτάζ.
Ο ορισμός της ερευνητικής δημοσιογραφίας, η οποία πολλές φορές απαιτεί αμφιλεγόμενες πρακτικές, τα όρια της δεοντολογίας και η δύναμη της ατομικής ηθικής είναι ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί ξεκάθαρα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην παγκόσμια οικογένεια του Τύπου. Αλλωστε, όλοι οι θεωρητικοί κανόνες δεν είναι τίποτα άλλο παρά νόρμες, τις οποίες βελτιώνουν ή μαγαρίζουν οι δημοσιογράφοι, ανάλογα με το ανάστημά τους. Για αυτό πριν σπεύσουμε να δαιμονοποιήσουμε τη σημερινή εποχή και να αθωώσουμε τα χρόνια του Γαβριηλίδη, ας θυμηθούμε πως η συστηματική ισοπέδωση των πολιτικών και οι ομαδικοί αφορισμοί επαγγελμάτων είναι μια καλή αρχή στο δρόμο για το φασισμό.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι Αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου