Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Η Ελληνική Βουλή το 2008, ψήφισε προϋπολογισμό με έλλειμμα στο 3%. Αναθεωρήθηκε περίπου, 6 μήνες μετά, στο 6%. Τελικά, το έλλειμμα το 2010 εμφανίσθηκε στο 15%. Φυσικά, κανείς από την πολιτική ηγεσία –Πρωθυπουργός ή Υπουργός Οικονομικών- της περιόδου δεν υπέστη κανενός είδους συνέπεια. Αντιθέτως! …
Τελικά, αυτός που την πλήρωσε, ήταν εκείνος στα χέρια του οποίου «έσκασε» η βόμβα και είχε την αφέλεια να πραγματοποιήσει τις πλέον ακατάλληλες επιλογές προσώπων και πράξεων.
Παρ’ όλα αυτά, η ευθύνη για την υπαγωγή στο Μνημόνιο δεν ανήκε στην Κυβέρνηση Παπανδρέου. Το τεράστιο έλλειμμα, με συνέπεια τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, δημιουργήθηκε την περίοδο 2004-2009 και η στοιχειώδης συστολή δεν θα έπρεπε να εκλείπει από τους, τότε, υπευθύνους, οι οποίοι θα έπρεπε να σιγούν και επί σκηνής και στο παρασκήνιο.
Μένει ώσπου να φύγει…
Έκτοτε, η Ελληνική κοινωνία, επιδεικνύει απόλυτη συνέπεια προς την αγαπημένη σε αυτήν και συνήθη πρακτική στρουθοκαμήλου. Ακόμη και σήμερα, μετά από μια 6ετία σκληρής λιτότητας, περικοπών και ό,τι άλλο επήλθε, αναζητά μανιωδώς το ποιος φταίει. Επιρρίπτει τα βάρη σε όποιον βρίσκει βολικό και ξορκίζει το κακό, καταριέται τους κακούς δανειστές, τους ξένους που «μας μισούν» και απαξιώνει συλλήβδην την περίοδο της Μεταπολίτευσης!
Κανείς λόγος για το ΤΙ φταίει και για το ΠώΣ θα λύσουμε τα προβλήματά μας, αφήνοντας στην άκρη προσωρινά την μανία αποδόσεως ευθυνών. Πολύ πιθανόν γιατί έτσι, κλαυθμυρίζοντας ως παραπλανηθείσα νεανίς, αυτό-απαλλάσσεται καθένας από την δική του ευθύνη.
Για όσους διαθέτουν την στοιχειώδη ψυχραιμία και λογική –ομολογουμένως, πολύ δύσκολο για την σημερινή συνθήκη-, να υπενθυμίσουμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέδωσε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη χρέος περίπου στο 90% του ΑΕΠ. Ακολούθως, από το 1993, οι κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη διατήρησαν το έλλειμμα στο 95%-97%.
Η Κυβέρνηση Σημίτη, παρέδωσε στους Καραμανλή – Αλογοσκούφη χρέος 168 δις. και -για πρώτη φορά- πρωτογενές πλεόνασμα. Ταυτοχρόνως, οι δείκτες κατέγραφαν 4% ανάπτυξη.
Η διάδοχος κυβέρνηση Καραμανλή, εκτόξευσε το πρωτογενές έλλειμμα και το χρέος στα 320 δις. Απέκρυψε τεχνηέντως και «δολίως» την δυναμική του ελλείμματος το οποίο τελικά προσδιορίσθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος λίγους μήνες μετά τις εκλογές του 2010 στο 12% για να καταλήξει, τελικώς, στο 15%, σύμφωνα με τις αδιαμφισβήτητες μετρήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της Eurostat. Ας σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι παρά τις πομφόλυγες ορισμένων κυβερνητικών και την καταφανούς σκοπιμότητος, εκ νέου δίωξη του κ. Γεωργίου, η εγκυρότητα των στοιχείων είναι κοινώς αποδεκτή· γεγονός που προσφάτως στην Βουλή επιβεβαίωσε κατά απόλυτο τρόπο και ο κ. Χουλιαράκης.
Είναι προφανές, επομένως, ποιος ευθύνεται για την έκρηξη του ελλείμματος και την ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ και τον μηχανισμό στήριξης. Μηχανισμός, ο οποίος σε Ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υφίστατο καθώς δεν είχε ληφθεί καμία πρόνοια από πλευράς Ευρωπαϊκής Ενώσεως για παρόμοια περίπτωση, παρά το γεγονός ότι ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες η κρίση είχε ξεκινήσει από το 2007 και δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κάποιος ότι σε περιβάλλον παγκοσμιοποιημένων αγορών, θα υπερπηδούσε τον Ατλαντικό και θα έφθανε στις ακτές και την ενδοχώρα της Ευρωπαϊκής Ηπείρου.
Επομένως, προξενεί ερωτηματικά η στάση της πολιτικής ηγεσίας των κυβερνώντων, η οποία αρνείται κάθε συζήτηση για την περίοδο 2004-2009 και επιπροσθέτως, τοποθετεί σε κυβερνητικούς θώκους και θέσεις διοίκησης πρόσωπα, τα οποία βρίσκονταν είτε άμεσα είτε έμμεσα στον κύκλο της εξουσίας, εκείνης της περιόδου.
Σήμερα, η χώρα κινείται στα όρια της πλήρους κατάρρευσης. Οι 6ετείς θυσίες των πολιτών, προβάλουν μάταιες και η κυβέρνηση προσπαθεί με επικοινωνιακές ακροβασίες να κερδίσει χρόνο εξουσίας. Το χειρότερο, όμως, που έχει συμβεί είναι η ζημιά που έχει υποστεί η νοημοσύνη των πολιτών. Ζημιά, που είναι το αποτέλεσμα της ελεεινής τακτικής που ακολούθησε το σημερινό κυβερνών κόμμα και οι συνοδοιπόροι του, σε όλη την διάρκεια που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση.
Δεν έχει νόημα η συζήτηση για το ποιος και τι ψέματα είπε. Αυτά, αξιολογούνται, κρίνονται και απαντούνται από τους πολίτες. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι η απόφαση όλων, να προχωρήσουν σε ουσιαστικό διάλογο για το ποια χώρα θέλουμε. Να αξιοποιήσουμε την ιστορική γνώση, χωρίς αυτό να οδηγεί σε εμμονές, αλλά να τροφοδοτεί την σκέψη δημιουργικά. Να αποφασίσουμε και να πράξουμε.