Γράφει ο Θεόδωρος Τρύφων*
Το clawback, ένα έκτακτο μέτρο που χρησιμοποιήθηκε κατά τα μνημονιακά χρόνια για τη δημοσιονομική προσαρμογή της φαρμακευτικής δαπάνης, κατέληξε να έχει μόνιμο χαρακτήρα και να αποτελεί δομικό στοιχείο της φαρμακευτικής πολιτικής ακόμα και μέχρι σήμερα.
Συγκεκριμένα, το κράτος από το 2012 θέτει ένα ετήσιο όριο στον προϋπολογισμό για τα φάρμακα που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ (και από το 2016 και τα νοσοκομεία), ανεξάρτητα από το ύψος στο οποίο διαμορφώνεται η δαπάνη βάσει των πραγματικών αναγκών του πληθυσμού. Η διαφορά μεταξύ του προϋπολογισμού και της πραγματικής δαπάνης επιστρέφεται από τη βιομηχανία στο κράτος με το μηχανισμό του clawback.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο για το 2018, με το όριο του φαρμακευτικού προϋπολογισμού στα 1.945 εκατ., η υπέρβαση στην εξωνοσοκομειακή αγορά αναμένεται να ξεπεράσει τα 600 εκατ. €! Η εικόνα για τη φαρμακοβιομηχανία γίνεται ακόμη πιο ζοφερή, εάν στο ποσό αυτό προστεθούν και οι υποχρεωτικές εκπτώσεις της φαρμακοβιομηχανίας που φθάνουν τα 450 εκατ. € !!!
Ομως, ο παραλογισμός του clawback δεν σταματά εδώ: Ενώ οι υπερβάσεις προκαλούνται από τα νεότερα ακριβά φάρμακα, το clawback επιμερίζεται σε όλα τα φάρμακα, ακόμη και στα γενόσημα και τα παλαιά οικονομικά φάρμακα, τα οποία όχι μόνο δεν προκαλούν αύξηση της δαπάνης, αλλά, αντίθετα, δημιουργούν εξοικονομήσεις, αφού είναι θεραπευτικά ισοδύναμα με τα πρωτότυπα.
Αυτό συνιστά τεράστια αδικία εις βάρος των γενοσήμων και των παλαιών φαρμάκων, την κύρια παραγωγική ύλη της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, που μετά τις δραματικές μονομερείς συνεχείς μειώσεις των τιμών τους δέχονται μια πρόσθετη de facto μείωση λόγω του clawback που το 2018 θα ξεπεράσει το 30%! Η επιπλέον αυτή επιβάρυνση καθιστά αδύνατη την κυκλοφορία των παλαιών οικονομικών φαρμάκων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, που αποδεκατίζονται από εξάμηνο σε εξάμηνο.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Το κράτος διαχρονικά επιδεικνύει τεράστια καθυστέρηση στην πλήρη ανάπτυξη των μηχανισμών εκείνων που θα επιτρέψουν τη λελογισμένη χρήση και κατανάλωση των ακριβών νέων φαρμάκων και την αποζημίωσή τους έπειτα από διαπραγμάτευση των τιμών τους όπως συμβαίνει σε όλο το σύγχρονο κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα, παρ’ όλες τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις στο φάρμακο, εξακολουθεί να είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη στη χρήση νέων ακριβών φαρμάκων και η τελευταία στη χρήση οικονομικών γενοσήμων φαρμάκων.
Το χειρότερο είναι ότι το clawback λειτουργεί ως άλλοθι για την Πολιτεία διαχρονικά, ώστε να μην τολμήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής αγοράς, όπως είναι ο έλεγχος της συνταγογράφησης, της αποζημίωσης και της κατανάλωσης.
Είναι ξεκάθαρο ότι το clawback αποτελεί την επιτομή των στρεβλών μέτρων που επέβαλαν τα Μνημόνια, ένα μέτρο που στρέφεται, κυρίως, κατά της εγχώριας παραγωγικής φαρμακοβιομηχανίας, η οποία αποτελεί σημαντικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας μέσω της ενίσχυσης της απασχόλησης, των επενδύσεων, της έρευνας, της κατοχύρωσης τεχνογνωσίας, των εξαγωγών, της ανταγωνιστικότητας.
Εν κατακλείδι, το clawback αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο της αναπτυξιακής προοπτικής του κλάδου της φαρμακοβιομηχανίας και κατ’ επέκταση της ανασυγκρότησης της οικονομίας στη μεταμνημονιακή εποχή.
Ο Θεόδωρος Τρύφων είναι Πρόεδρος της ΠΕΦ (Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας)
Από το ειδικό ένθετο Οικονομία που κυκλοφορεί με τον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]