Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Μια περίπτωση δηλαδή «νόμου Παρασκευόπουλου αλά Αμερική», που στοίχισε στον αντίπαλό του, τον ελληνικής καταγωγής κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Μάικ Δουκάκη, την εκλογή στην προεδρία. Πάντως, ο 41ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και πατέρας του 43ου που αποβίωσε την περασμένη εβδομάδα σε ηλικία 94 ετών, κατάφερε να εκλεγεί μόνο μία 5ετία. Παρόλο που είχε βάλει τέλος στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, είχε απομακρύνει τον κίνδυνο μιας πυρηνικής σύρραξης και τα χρόνια του συνέπεσαν με την πτώση του ανατολικού μπλοκ, δεν επανεξελέγη επειδή έχασε τη μάχη της καθημερινότητας. Οι Αμερικανοί δεν συγχώρεσαν στον ήρωα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το ότι, ενώ τους είχε υποσχεθεί πως δεν θα επιβάλει νέους φόρους, τελικά επέβαλε.
ΑΥΤΑ ΚΑΙ άλλα πολλά, λοιπόν, φέρνει στην επιφάνεια ένας απολογισμός με αφορμή το θάνατο του γηραιού Τζορτζ Μπους, ο οποίος όσο ήταν ενεργός δεν ήταν από τους πλέον συμπαθείς πλανητάρχες. Αντιθέτως, δεν μπόρεσε ποτέ να φθάσει τη δημοφιλία ενός Κένεντι ούτε καν του Κλίντον, πόσω μάλλον του Ομπάμα. Ομως, όταν κάποιος βλέπει τη σημερινή Αμερική, δεν μπορεί παρά να αναπολήσει την κανονικότητα της εποχής Μπους. Δεν είναι μόνο ότι άλλαξε ο αιώνας, μοιάζει σαν να πέρασε ένας ολόκληρος αιώνας που χωρίζει τον κόσμο Μπους από τον κόσμο Τραμπ. Αν ο πρώτος είχε κατηγορηθεί για παραποίηση γεγονότων, ο δεύτερος έδωσε στα fake news άλλο νόημα. Στο σημερινό πρόεδρο καταλογίζουν ότι κέρδισε τις εκλογές χειραγωγώντας την κοινή γνώμη μέσω Διαδικτύου με εκατομμύρια trolls και τη βοήθεια του ρωσικού παράγοντα. Ηταν εξαιρετικά εύκολο.
Ο ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ προεδρεύει σε μια εποχή που οι Αμερικανοί δεν διαβάζουν εφημερίδες. Σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Pew Research Center, μόλις το 7% των Αμερικανών επιλέγει να ενημερώνεται από τις εφημερίδες, αφού προτιμά την τηλεόραση, τις εφαρμογές κινητών και τους ενημερωτικούς ιστοτόπους, το ραδιόφωνο και τα social media. Πριν από μία πενταετία, στην εποχή Ομπάμα δηλαδή, το 27% δήλωνε ότι διαβάζει συχνά εφημερίδα. Σήμερα το ποσοστό αυτό έπεσε στο 16% και ακόμα πέφτει. Αλλά υπάρχουν και άλλες διαφορές, που έχουν να κάνουν με την πολιτική προσωπικότητα του κάθε προέδρου και οι οποίες φαντάζουν ακόμα πιο μεγάλες, αν αναλογιστεί κανείς ότι ανήκουν στο ίδιο κόμμα.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
«Ο ΜΠΟΥΣ δεν ήταν προκλητικός. Δεν ήθελε να προσβάλει κανέναν με τον οποίο διαφωνούσε. Πίστευε βαθιά πως οι καλοί άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν μεταξύ τους. Εβλεπε το συμβιβασμό και τη συναίνεση ως μια λογική και δίκαιη διακυβέρνηση», γράφει ο Chris Cillizza στο CNN. «Για τους σημερινούς Ρεπουμπλικανούς η ευγένεια του Μπους μεταφράζεται ως πολιτική ανεπάρκεια. Θα τον είχαν σταμπάρει ως RINO (Republican In Name Only/Ρεπουμπλικανός μόνο κατ’ όνομα) για τις σχέσεις που είχε με τους Δημοκρατικούς».
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΕΙ δηλαδή ο Αμερικανός αρθρογράφος είναι ότι το Grand Old Party άλλαξε δραματικά στην οκταετία Ομπάμα. Οι Ρεπουμπλικανοί δεν θέλουν πια κάποιον που βλέπει την πολιτική ως ένα υψηλό καθήκον και λειτούργημα. Θέλουν κάποιον που να το βλέπει σαν επάγγελμα επ’ αμοιβή. «Ετσι, κόντρα σε όλα, ο Τραμπ έγινε πρόεδρος, μια ζωντανή απόδειξη του πόσο πολύ άλλαξε όχι μόνο το κόμμα αλλά ολόκληρη η χώρα από την εποχή που ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος καθόταν στο οβάλ γραφείο».
ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, κάποιοι τουλάχιστον, δεν ξεχνούν το σημείωμα που άφησε ο 41ος πρόεδρος, το 1993, στο διάδοχό του Μπιλ Κλίντον: «Θα είστε ο πρόεδρός μας όταν θα διαβάζετε αυτό το σημείωμα. Σας εύχομαι κάθε επιτυχία. Εύχομαι στην οικογένειά σας υγεία. Η επιτυχία σας θα είναι επιτυχία της χώρας. Θα σας υποστηρίζω θερμά». Το απέδειξε μερικά χρόνια αργότερα. «Δεν μου αρέσει (ο Τραμπ). Δεν ξέρω πολλά πράγματα γι’ αυτόν, αλλά ξέρω ότι είναι φαφλατάς. Και δεν είμαι και πολύ ενθουσιασμένος με την ιδέα να τον έχουμε ηγέτη». Και αποκάλυψε ότι ψήφισε Χίλαρι Κλίντον.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]