Χθες στο Υπουργικό Συμβούλιο, που συνεδρίασε χωρίς τη συμμετοχή του υπουργού Άμυνας κ. Καμμένου, ο οποίος ήταν απασχολημένος σε άλλη αίθουσα του Κοινοβουλίου, ο κ. Τσίπρας έφθασε στο σημείο να πει ότι η Νέα Δημοκρατία στο ζήτημα των Σκοπίων θέλει να νομιμοποιήσει έναν ακροδεξιό ακτιβισμό και έναν εθνικιστικό πολιτικό λόγο που πολλές φορές φλερτάρει ανοιχτά με τον φασισμό.
Από το εμφυλιοπολεμικό «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» του Σεπτεμβρίου του 2015, ο κ. Τσίπρας έχει προσχωρήσει τώρα στο εξίσου επικίνδυνο δόγμα «πας μη ΣΥΡΙΖΑίος φασίστας».
Βεβαίως, ο πρωθυπουργός δεν είναι σε θέση να εξηγήσει αν χαρακτηρίζει φασίστες και το ΚΚΕ, τους μισούς ψηφοφόρους του ή τον Μίκη Θεοδωράκη και τους πολίτες της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι αντιτίθενται στη συμφωνία των Πρεσπών που συνήψε με τον Σκοπιανό ομόλογό του.
Ο κ. Τσίπρας και το επιτελείο του θα πρέπει να καταλάβουν ότι κανείς δεν είναι μόνιμος στην εξουσία. Οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Αυτό είναι και το χάρισμα της Δημοκρατίας.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Το πολίτευμα τραυματίζεται όμως όταν ο πρωθυπουργός χρησιμοποιεί τέτοια διχαστική γλώσσα. Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν η υποτιθέμενη κατάλυση του πολιτεύματος, τώρα είναι ο φασισμός, την επομένη θα φθάσει και στα λαϊκά δικαστήρια.
Η καλύτερη συμβουλή που θα είχαν να δώσουν στον κ. Τσίπρα αυτοί που τον περιτριγυρίζουν θα είναι να χάσει με αξιοπρέπεια. Γιατί ούτε ο διχαστικός του λόγος περνάει σήμερα σε κανέναν ούτε βεβαίως μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι φασιστικό.
Ας τα έλεγε όλα αυτά ο κ. Τσίπρας το καλοκαίρι του 2015, όταν τα κόμματα της αντιπολίτευσης κράτησαν τη χώρα στην Ευρώπη και διέσωσαν και τον ίδιο πολλαπλώς. Γιατί αλλιώς η Ελλάδα θα είχε βρεθεί εκτός ευρώ και ο κ. Τσίπρας θα είχε σοβαρά προβλήματα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]