Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Σήμερα η εξωτερική πολιτική της χώρας, με τις προκλήσεις της Τουρκίας και το ονοματολογικό των Σκοπίων, μοιάζει με ενεργό ναρκοπέδιο. Μια άστοχη κίνηση και το ατύχημα έγινε. Ευτυχώς που πυροτεχνουργός δεν είναι ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Αλλά για σκεφτείτε πως κάποτε κρατούσε αυτές τις νάρκες στα χέρια του.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ… διπλωματική συνέντευξη ήταν τόσο διπλωματική όσο το νερό στο καυτό λάδι. «Ο μόνος καλός Τούρκος είναι ένας νεκρός Τούρκος. Εγώ το πιστεύω γιατί δεν έχω βρει καλό Τούρκο», είπε μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, ο άνθρωπος που κάποτε διαπραγματευόταν με τους Τούρκους. Μοιάζει έτοιμος να πάρει τ’ άρματα, αλλά την ίδια στιγμή τ’ αφήνει την άκρη (τα άρματα) όταν μιλάει για τα Σκόπια. Ας ονομαστούν και Σπάρτη, λέει με πολιτική γενναιοδωρία, αφού «είναι τιμή μας να μας αντιγράφουν». Αν και ο Θεόδωρος Πάγκαλος έχει αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με την πολιτική. Αρθρογραφεί, δίνει συνεντεύξεις, παρεμβαίνει, κριτικάρει, βρίζει (δεν υπάρχουν χυδαίες εκφράσεις, μόνο χυδαίοι άνθρωποι, λέει ο ίδιος), ειρωνεύεται.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
ΤΟ 1990, όταν ήταν αντιπρόσωπος του Ελληνικού Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης κάνει τη δήλωση που έμεινε στην ιστορία, όχι για καλό όμως: «Η Γερμανία είναι οικονομικός γίγαντας αλλά πολιτικός νάνος». Εκτοτε, η ανθολογία δηλώσεων Πάγκαλου εμπλουτίζεται όλο και περισσότερο, περιλαμβάνει φαρμακερές ατάκες για τους πάντες και κορυφώνεται με το περίφημο «μαζί τα φάγαμε», για το οποίο έχει δηλώσει ότι ουδέποτε μετάνιωσε. Πρόσφατα εξάλλου, εκτός από τους Τούρκους, τα έβαλε και με τους Ελληνες: «600.000 ψήφισαν τον Σώρρα, μην μου λέτε για λαό. Ενας λαός ηλιθίων δεν μπορεί να κάνει δημοψηφίσματα». Ενα ερώτημα λοιπόν που προκύπτει απ’ όλα αυτά, είναι πότε ένας υπουργός ή ένας πρωθυπουργός παύει να είναι αυτό που ήταν και άρα μπορεί να μιλά χωρίς καμία αίσθηση του μέτρου.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ, ο Γιώργος Παπανδρέου ή ο Κώστας Σημίτης θα είναι πάντα πρώην πρωθυπουργοί της Ελλάδας και η γνώμη τους θα έχει βαρύνουσα σημασία, είτε συμφωνεί κάποιος είτε όχι. Η άποψή τους μπορεί να μην καθορίζει την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, αλλά συνδιαμορφώνει την άποψη ενός λαού για ένα εθνικό θέμα και ταυτόχρονα αναπαράγεται στο εξωτερικό από καλο/κακοθελητές. Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, για τους πρώην υπουργούς Εξωτερικών, όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος.
Ο οποίος μάλιστα δεν υπηρέτησε σε μια αδιάφορη πολιτικά περίοδο, αλλά ήταν επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας τη νύχτα των Υμίων, όταν Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής από πολεμική σύρραξη. Οι χειρισμοί του ιδίου και της κυβέρνησης Σημίτη, εκείνο το βράδυ και τις ημέρες που ακολούθησαν, οι «γκρίζες ζώνες» αλλά και αυτά που μέχρι σήμερα ανακαλύπτουμε, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τότε μέχρι σήμερα. Ετσι ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα: Πότε ένας πρωθυπουργός φέρει την ευθύνη και πιστώνεται ή χρεώνεται για τους πολιτικούς που επιλέγει να καθορίζουν τις τύχες της χώρας του; Πάντοτε και χωρίς καμία εξαίρεση. Ο Καραμανλής για τον Μολυβιάτη και την Μπακογιάννη στο υπουργείο Εξωτερικών, ο Σημίτης για τον Πάγκαλο, ο Τσίπρας για τον Κοτζιά.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ σχέσεις δεν ήταν ποτέ εύκολες ούτε και έγιναν μετά την επίσκεψη-φιάσκο του Ερντογάν. Αντιθέτως εκτραχύνθηκαν και σήμερα είναι πιο δύσκολες από ποτέ, με την προκλητικότητα των Τούρκων να ξεφεύγει από τα όρια. Η αξιωματική αντιπολίτευση, εθνικά ενεργώντας, ρίχνει τους τόνους και «παγώνει» την κοινοβουλευτική διαμάχη με τον Π. Καμμένο για την υπόθεση της Σαουδικής Αραβίας. Ταυτόχρονα όλοι, από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο μέχρι τον Αμερικανό πρέσβη, φοβούνται για ένα «ατύχημα» στο Αιγαίο. Ολοι, εκτός από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, που επιδεικνύει διαχρονικά άγνοια κινδύνου.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]