Γράφει ο Παύλος Μαρινάκης*
Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα δύο τελευταία χρόνια, έρχεται επιτέλους να ανασχέσει αυτή την τάση: Ξεκάθαρες θέσεις, αιχμηρές ιδέες, κοστολογημένες προτάσεις και ειλικρινείς στόχοι βελτίωσης κάθε πτυχής της καθημερινότητας του πολίτη, ακόμα και αν αυτό φαινομενικά δεν συμφέρει τον ίδιο τον ομιλητή ή/και το κόμμα του. Έτσι έγινε και φέτος. Και, παρόλο που ο επόμενος Πρωθυπουργός είπε πολλά και πιο σημαντικά για το αύριο της χώρας, ας μου επιτραπεί να σταθώ σε όσα είπε για τη ΔΑΠ–ΝΔΦΚ.
Δεν έχω κρύψει ποτέ την πολιτική μου διαδρομή: Ξεκίνησα από τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Έθεσα τον εαυτό μου και τις ιδέες μου στην κρίση των συμφοιτητών μου, κόλλησα αμέτρητες αφίσες, αφιέρωσα πολλές ώρες προσπαθώντας να πείσω ότι οι προτάσεις μας θα ήταν αυτές που θα εξασφάλιζαν σχολές με κύρος και πτυχία με αξία, πάλεψα για να κρατήσω ανοιχτό το πανεπιστήμιό μου και για να σωθούν εξεταστικές. Φυσικά, όλα αυτά ως μέλος ενός συνόλου. Και, βέβαια, δε θα ισχυριζόμουν ποτέ ότι τα κάναμε όλα σωστά. Παρ’ όλα αυτά, αν για κάτι είμαι περήφανος, είναι ότι προσπάθησα με τις δικές μου δυνάμεις για έναν κοινό στόχο και, μέσα από αυτή την προσπάθεια και από τα λάθη μου, θέλω να πιστεύω ότι βελτιώθηκα.
Η ενασχόλησή μου με το φοιτητικό συνδικαλισμό με έπεισε ότι, αν ένα κομμάτι της ακαδημαϊκής καθημερινότηταςαποτελεί πραγματικά μικρογραφία της κοινωνίας, είναι οι φοιτητικές παρατάξεις και τα μέλη τους, αντιπαραβαλλόμενα με τα κόμματα και τους πολιτικούς: Εκεί συναντούμε, εκτός από τη θεμελιώδη διάκριση δημοκράτη – ακραίου, όλες εκείνες τις παθογένειες που διέπουν οριζόντια το πολιτικό σύστημα:
Από τη μια τους λεγόμενους «φοιτητοπατέρες», οι οποίοι, έχοντας προ πολλού περάσει την ηλικία των ενεργών φοιτητικών χρόνων, εκμεταλλεύονται φοιτητές και οργανώσεις για να ζουν, παρασιτώντας εις βάρος τους. Από την άλλη, τους εκ του ασφαλούς κριτές, που, από τη βολή του καναπέ τους πιστεύουν ότι όλα μπορούν να λυθούν με κάποιον μαγικό τρόπο, αλλά ο κόσμος δεν εκτιμά τη διάνοιά τους.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Αυτές οι δυο κατηγορίες είναι δυο αντίθετες μεν, εξίσου βλαπτικές, δε, εκφάνσεις του φοιτητικού συνδικαλισμού. Είναι, όμως, αθροιστικά έστω, πλειοψηφικές; Εδώ έρχεται η κρίσιμη απάντηση και αυτή είναι αρνητική: Τα περισσότερα μέλη των φοιτητικών παρατάξεων που ασχολούνται με τα ακαδημαϊκά θέματα και όχι με την (όποια) επανάσταση είναι παιδιά που παλεύουν για να σπουδάσουν και που διεκδικούν, ο καθένας από τη δική του σκοπιά, ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς παράνομες ή ανήθικες δοσοληψίες. Αυτοί είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των ΔΑΠιτών. Αυτοί που πήραν το σύνθημα της πρωτοπορίας και το έκαναν μόνοι τους πράξη. Αυτοί που δαπάνησαν χρόνο και κέρδισαν εφόδια. Αυτοί που αξιώνουν από τους επόμενους όχι να ακολουθήσουν την πεπατημένη που τους αφήνουν, αλλά να φέρουν την παράταξη στα μέτρα της εποχής και των αναγκών της.
Έχει έρθει, λοιπόν, το πλήρωμα του χρόνου για μια ακόμη αλλαγή, πιο μεγάλη, πιο ριζική αυτή τη φορά, καθώς πλέον ο στόχος δεν είναι η διαχείριση ενός νόμου–πλαίσιο, αλλά η καθιέρωση ενός μοντέλου ανοιχτού, σύγχρονου, φιλελεύθερου. Διότι δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιήσουμε το όραμά μας μένοντας στάσιμοι, ούτε να πείσουμε τους φοιτητές να μας ακολουθήσουν στην αλλαγή που θέλουμε να φέρουμε, αν δεν δείξουμε έμπρακτα ότι μπορούμε πρώτα να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι.Η ΔΑΠ κυριάρχησε και κυριαρχεί επειδή μπορεί να επικαιροποιεί τις ιδέες και τις θέσεις της χωρίς χαμαιλεοντισμούς. Να εξελίσσεται χωρίς να αλλοιώνεται.
Αυτό θα γίνει και τώρα. Κανείς δεν μίλησε για κατάργηση, αλλά για ένα υπεύθυνο πλαίσιο λειτουργίας, το οποίο θα οδηγεί σε αποτέλεσμα που θα εκφράζει και θα είναι προς όφελος των πολλών και όχι των λίγων. Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας μίλησε για ένα Πανεπιστήμιο χωρίς αφίσες, κάτι που χαίρει ήδη συντριπτικής αποδοχής και θα έπρεπε να είναι αυτονόητο στην εποχή του internet και των social media. Τόνισε πως οι φοιτητές δεν θα ψηφίζουν για Πρυτάνεις, πρακτική που έχει πληγώσει την ακαδημαϊκη και φοιτητική κοινότητα δίνοντας πάτημα ώστε να δημιουργηθούν πελατειακές σχέσεις. Και κυρίως, μίλησε για τη σύσταση ενός Εθνικού Συμβουλίου Φοιτητών, ενός Πανελλήνιου οργάνου εκπροσώπησης των φοιτητών, ώστε να έχουν επιτέλους αντίκρυσμα οι μεγάλες εκλογικές επιτυχίες της ΔΑΠ–ΝΔΦΚ, πράγμα που αποτελεί πρότασή της από το 2011.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέδειξε και με την επανίδρυση της ΟΝΝΕΔ πως έχει το σθένος να παίρνει τολμηρές αποφάσεις για ριζικές αλλαγές, υπερασπιζόμενος τη σιωπηρή πλειοψηφία και «ξεβολεύοντας» του λίγους. Είμαι βέβαιος ότι η μεγάλη πλειονότητα των ΔΑΠιτών όχι απλά θα συνταχθεί, αλλά θα συμβάλει κομβικά και σε αυτή την αλλαγή. Και αυτό γιατί οι μόνοι που έχουν κάτι να χάσουν είναι αυτοί που είχαν κάτι να «κερδίσουν» μέχρι τώρα, αυτοί που έβαζαν το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από τις ιδέες μας, δηλώνοντας, ακόμα και μετά τα 30 έτη, επαγγελματίες Δαπίτες. Η ΔΑΠ δεν φοβήθηκε ποτέ τις αλλαγές, το αντίθετο, τις επιδίωξε και δικαιώθηκε για αυτό.
Σήμερα ανοίγουμε μια νέα σελίδα, ένα παράδειγμα σοβαρότητας, μέτρου και ανανέωσης για όλη την πολιτική ζωή της χώρας. Γιατί η πρωτοπορία είναι ένα στοίχημα που κερδίζεται κάθε μέρα στα δύσκολα.
* Ο Παύλος Μαρινάκης είναι δικηγόρος, αντιπρόεδρος της ΟΝΝΕΔ