«Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι ραγδαίες, αλλάζουν πολλές πτυχές που αφορούν στην αγορά εργασίας. Αλλάζουν δεξιότητες που χρειάζονται οι εργαζόμενοι. Αλλάζουν τα επαγγέλματα. Αλλάζει ο τρόπος λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως και οι εργασιακές σχέσεις», ανέφερε η κ. Κεραμέως, σημειώνοντας ότι στόχος του υπουργείου είναι να χαράξει μία στρατηγική η οποία θα ενσωματώσει και θα αξιοποιήσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
ισε, η στρατηγική του υπουργείου αναπτύσσεται σε τρεις πτυχές, με την πρώτη να περιλαμβάνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ίδιου του υπουργείου, φιλοδοξώντας να απλοποιήσει τις διαδικασίες και να μειώσει τη γραφειοκρατία.
«Ήδη, ο ΕΦΚΑ έγινε e-ΕΦΚΑ, για να βγαίνουν πιο γρήγορα οι συντάξεις» είπε η υπουργός, εξηγώντας ότι η έκδοση των επικουρικών συντάξεων καθυστερούσε γιατί έπρεπε να συλλεχθούν δεδομένα από χειρόγραφες καρτέλες ενσήμων.
Στάθηκε, επίσης, στην Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας, την οποία χαρακτήρισε σημαντικό εργαλείο, βάσει του οποίου καταγράφεται και προκύπτει ο πραγματικός χρόνος εργασίας σε σχέση με τις αμοιβές. Παράλληλα, επεσήμανε ότι η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας ευνοεί στη λειτουργία του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.
Η δεύτερη πτυχή αφορά την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, με κατάρτιση των εργαζομένων και ενίσχυση των ψηφιακών και πράσινων δεξιοτήτων τους. Σύμφωνα με την κ. Κεραμέως, ήδη, πάνω από 300.000 άνθρωποι έχουν καταρτιστεί μέσα από τα προγράμματα της ΔΥΠΑ, ενώ στόχος είναι αυτός ο αριθμός να φτάσει σε 500.000 τον επόμενο χρόνο. Η υπουργός παρέθεσε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το 55% του πληθυσμού έχει βασικές ψηφιακές δυνατότητες και ο στόχος είναι να πάμε στο 80% το 2030. Σημείωσε ότι ένας στους τέσσερις καταρτιζόμενους είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, συμπληρώνοντας πως η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση είναι η απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις για την εξεύρεση εξειδικευμένου προσωπικού.
Ο τρίτος πυλώνας σχετίζεται με την ενίσχυση του διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους και τις επιχειρήσεις, δημιουργώντας έναν μηχανισμό διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, που προσπαθεί να διαγνώσει τις ανάγκες βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. «Οι δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι πολλά, όπως και οι προκλήσεις. Χρειάζεται να προσαρμοζόμαστε στις εξελίξεις και να υπάρχει ευελιξία του θεσμικού πλαισίου, με επίκεντρο την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων», αποσαφήνισε η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Μετά την παρέμβαση της κ. Κεραμέως ακολούθησε συζήτηση για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, με συντονιστή τον διευθυντή της «Ημερησίας» και προϊστάμενο Οικονομικού στο OPEN TV, Γιάννη Φώσκολο.
Όπως υπογράμμισε ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κωνσταντίνος Κυρανάκης, οι ελληνικές επιχειρήσεις προσπαθούν, αλλά δεν έχουν κάνει ακόμα το άλμα προς την ψηφιακή εποχή, διακατεχόμενες από μία φοβία στο να αλλάξουν τον τρόπο που δουλεύουν. «Για να είμαστε πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές μας, θέλει τόλμη, αλλιώς απλά δεν θα είμαστε», είπε ο κ. Κυρανάκης. Επίσης, ανέφερε ότι πολλές εταιρίες, ειδικά μεγάλες, εμφανίζονται αρνητικές στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη, εκτιμώντας πως είναι θέμα νοοτροπίας, η οποία διακατέχει τους ανθρώπους των εταιριών που διαχειρίζονται αυτά τα έργα. «Οι επιχειρήσεις πρέπει να κάνουν μία μαζική επένδυση στην κυβερνοασφάλειά τους», πρόσθεσε ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Τις χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας στο θέμα των δεξιοτήτων των εργαζομένων ανέδειξε ο διοικητής της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης, Σπύρος Πρωτοψάλτης. «Αν δεν επενδύσουμε, η ψηφιακή εποχή θα αφήσει πολύ κόσμο πίσω», σημείωσε, τονίζοντας ότι, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, 200.000 άνθρωποι έλαβαν πιστοποίηση ψηφιακών δεξιοτήτων. Εξήγησε ότι η Ευρώπη έχει θέσει τον πολύ φιλόδοξο στόχο το 60% του πληθυσμού να συμμετέχει σε ψηφιακές δράσεις, μέχρι το 2030, κάτι που, για να το πετύχουμε, χρειάζεται βούληση και χρηματοδότηση. «Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία στην κατάρτιση και την ενδοεταιρική κατάρτιση, ειδικά στη δεύτερη είμαστε ουραγοί. Πρέπει να καταλάβουν ότι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό δεν είναι έξοδο, αλλά επένδυση», επεσήμανε ο κ. Πρωτοψάλτης, εκφράζοντας την αισιοδοξία ότι, με τα εργαλεία που έχουμε, θα σημειωθεί μεγάλη πρόοδος σε σύντομο χρονικό διάστημα.
«Είμαστε ουραγοί στον ψηφιακό μετασχηματισμό, πρέπει να τρέξουμε πιο πολύ από τους υπόλοιπους», υποστήριξε, από την πλευρά του, ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου PeopleCert, Βύρων Νικολαϊδης. Όπως υπογράμμισε, αυτά που ξέρουμε σήμερα δεν θα είναι χρήσιμα σε 10 χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι όποιος δεν προσαρμοστεί θα τεθεί εκτός αγοράς.
Αναφερόμενος στη δράση του ομίλου, ο κ. Νικολαΐδης είπε πως καταρτά και επανακαταρτά εργαζόμενους σε πάνω από 200 χώρες, έχοντας αναπτύξει συνεργασία με 800 οργανισμούς σε 45 χώρες, με την Ελλάδα, δυστυχώς, να μη συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών.
ΣΥΡΙΖΑ: Συνεδρίασε η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή - Αυτές είναι οι οδηγίες για τις εκλογές
«Αυτό που κάνουμε είναι να ενδυναμώνουμε ανθρώπους και οργανισμούς, για να μπορούν να πετύχουν το μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους», σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της PeopleCert, συμπληρώνοντας πως δύο εκ των δέκα κορυφαίων πιστοποιήσεων παγκοσμίως είναι του ομίλου του.
Εξέφρασε, επίσης, την πρόθεση της εταιρείας να βοηθήσει την Ελλάδα στον τομέα των πιστοποιήσεων, λέγοντας πως, αυτήν τη στιγμή, το πλαίσιο είναι ασφυκτικό και δεν δίνει ελευθερία στην αγορά, καθώς το ποια πιστοποίηση θα πάρει κάποιος ορίζεται κεντρικά και όχι από την αγορά. «Αν θέλουμε να φέρουμε αποτέλεσμα, πρέπει να σπάσουμε αυγά», σχολίασε ο κ. Νικολαΐδης.
Στη δική του τοποθέτηση, ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), Γιάννης Παναγόπουλος, υποστήριξε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν κάνουν αυτό που πρέπει, με συνέπεια πολλοί εργαζόμενοι να επωμίζονται το κόστος της αναβάθμισης των ψηφιακών δεξιοτήτων τους. «Τα χαμηλά εισοδήματα και τα ευάλωτα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο ψηφιακής φτώχειας», είπε ο κ. Παναγόπουλος. Επιπλέον, επικαλέστηκε μία πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ, που δείχνει ότι στον επιχειρηματικό κλάδο δεν υπάρχει μεγάλη ανησυχία για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης, λέγοντας πως το παραγωγικό μοντέλο της χώρας επιμένει στην ένταση της εργασίας και, μάλιστα, στη φθηνή εργασία. «Στο παρωχημένο αυτό μοντέλο, αξίζουν να συζητηθούν οι προτάσεις της ΕΕΝΕ για τις ψηφιακές δεξιότητες», πρόσθεσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ.
Ο συνιδρυτής της Intellectica, Γιώργος Ζερίτης, μίλησε για τη σημασία αναβάθμισης των ψηφιακών υποδομών και των ψηφιακών δεξιοτήτων, εκτιμώντας ότι υπάρχουν πολλά ακόμα βήματα να γίνουν, για να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο. «Η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο ψηφιακής ωριμότητας, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αντιστρέψει την τάση και προοδεύει», τόνισε ο κ. Ζερίτης, υποστηρίζοντας ότι έχει γίνει σημαντική δουλειά στο κομμάτι των υποδομών και στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, είμαστε όμως ακόμα πολύ πίσω στις οπτικές ίνες και την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Συμπλήρωσε, δε, ότι οι θέσεις της Ε.ΕΝ.Ε. αντανακλούν πολλές από αυτές τις προκλήσεις.
Πώς θα αναβαθμιστεί το ανθρώπινο δυναμικό
Στη συνέχεια, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν. Σύμφωνα με τον υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνο Τσακλόγλου, η δημογραφική γήρανση αλλάζει τα δεδομένα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας, δημιουργώντας συγκεκριμένες ανάγκες. «Σίγουρα, χρειάζεται κατάρτιση και επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Χρειάζεται επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο», επεσήμανε ο κ. Τσακλόγλου.
Ερωτηθείς για την εισαγωγή εργαζομένων, απάντησε ότι οι μετανάστες που έρχονται για εργασία θα πρέπει να έχουν προσόντα συμπληρωματικά προς την εγχώρια αγορά και να ακολουθούνται πολιτικές ενσωμάτωσης. Εκτίμησε, δε, ότι με τους κανόνες που λειτουργεί αυτήν τη στιγμή το ασφαλιστικό σύστημα, είναι βιώσιμο και εξέφρασε την αισιοδοξία του για την απόδοση της ακολουθούμενης πολιτικής, λέγοντας πως τα αποτελέσματα θα φανούν σε μερικά χρόνια.
Από την πλευρά του, ο γγ Εργασιακών Σχέσεων του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Νίκος Μηλαπίδης, υπογράμμισε ότι ο μέσος μισθός θα ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ στο τέλος της κυβερνητικής θητείας. Υπάρχουν, όμως, πολλά ακόμα να γίνουν στην αγορά εργασίας, όπως να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. «Στόχος είναι η διεύρυνση του εργατικού δυναμικού και η αύξηση της παραγωγικότητας, μέσω των επενδύσεων», ανέφερε ο κ. Μηλαπίδης, κάνοντας λόγο για αναντιστοιχία δεξιοτήτων και αγοράς εργασίας, με πολλές επιχειρήσεις να μη μπορούν να βρουν εργαζόμενους. «Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι αυτός της κατάρτισης και επανακατάρτισης, τόσο από το κράτος όσο και από τις εταιρείες εσωτερικά», είπε ο κ. Μηλαπίδης, προσθέτοντας πως όσο αυξάνονται η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις τόσο θα αναπτύσσεται η οικονομία και θα αυξάνονται οι μισθοί.
Η διευθύνουσα σύμβουλος του People for Business, Αντιγόνη Ξιώνη, χαρακτήρισε ως μεγάλες προκλήσεις για την επιχειρηματικότητα την ανεύρεση ταλέντων και τη διαχείρισή τους. «Δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Η Ελλάδα βρίσκεται πίσω σε πολλούς δείκτες ψηφιακής κατάρτισης και έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας», σχολίασε η κ. Ξιώνη. Η ίδια σημείωσε ότι οι εταιρείες πρέπει να υιοθετήσουν κάποιες στρατηγικές για την ευθυγράμμιση της εταιρικής κουλτούρας με τις ψηφιακές δεξιότητες. Όπως είπε, η αγορά αλλάζει κάθε μέρα και το 40% των εργαζομένων αναμένεται να αναβαθμίσει τις δεξιότητές του τα επόμενα πέντε χρόνια. Κάλεσε τις εταιρίες-ηγέτες να δείξουν τον δρόμο προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό, επενδύοντας στην κατάρτιση και επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. «Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στην τεχνολογική επανάσταση. Αν χάσουμε το τρένο, δεν θα μπορέσουμε να παίξουμε ρόλο στον παγκόσμιο χάρτη», συμπλήρωσε.
Τέλος, ο συνιδρυτής και πρόεδρος του ΔΣ του Kariera.gr, Θεόφιλος Βασιλειάδης, τόνισε ότι δεν μπορούμε ως χώρα να τα λύσουμε όλα μαζί, γι’ αυτό και θα πρέπει να εστιάσουμε σε τρεις τομείς, στους οποίους παρατηρείται το μεγαλύτερο κενό. «Πρόκειται για τη βιομηχανία, τις κατασκευές και τον τουρισμό. Είναι δουλειές που πλέον χρειάζονται γνώσεις και μας λείπουν οι δεξιότητες σε αυτούς τους κλάδους», διαπίστωσε ο κ. Βασιλειάδης. Μάλιστα, πρόσθεσε ότι τις εταιρείες που προχωρούν με δικούς τους πόρους στην εκπαίδευση και την κατάρτιση των εργαζομένων τους, οδηγώντας σε αύξηση των μισθών τους, το κράτος θα πρέπει με κάποιο τρόπο να τις ανταμείψει όχι με επιδοτήσεις, αλλά με απαλλαγή π.χ. από τις επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές, ώστε η αύξηση των μισθών να μην κοστίσει διπλά (στις εταιρείες).