Η στρατηγική που ακολουθούν, σε συνεργασία, οι κυβερνήσεις των δύο συγκεκριμένων γειτονικών χωρών έχει ως σημαντικό παράγοντα την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επιπλέον, η Βουλγαρία επιδιώκει να αξιοποιήσει υπέρ της τη συγκυρία. Το τρέχον εξάμηνο κατέχει την προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η κυβέρνηση της Ελλάδας πιέζεται από τις ΗΠΑ να αποδεχθεί έναν «έντιμο συμβιβασμό».
Απόδειξη της ταύτισης κράτους και Εκκλησίας της Βουλγαρίας με τους ομόλογους θεσμούς των Σκοπίων είναι το ότι η βουλγαρική Εκκλησία, στις 23 Νοεμβρίου 2017, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Το βουλγαρικό κράτος και η Ορθόδοξη Βουλγαρική Εκκλησία συνδέονται στη φιλοδοξία της ανάπτυξης και εμβάθυνσης των σχέσεων μεταξύ της Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτή είναι η κοινή θέση του προέδρου, Ρούμεν Ράντεφ, και του πατριάρχη Βουλγαρίας, Νεόφυτου, οι οποίοι συναντήθηκαν με πρωτοβουλία του προέδρου. Κατά τη συνάντησή τους υπογράμμισαν τη σημασία των διμερών συμφωνιών που ενισχύουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη και αποτελούν ένα θετικό βήμα στη διαδικασία ευρωπαϊκής ένταξης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας… Στη συνάντηση αναφέρθηκε η πνευματική συγγένεια της Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Η Βουλγαρική Σύνοδος συνεδρίασε στις 27 Νοεμβρίου 2017 και εξέτασε την από 14 Νοεμβρίου 2017 επιστολή του (σχισματικού) «αρχιεπισκόπου Μακεδονίας» Στεφάνου, προέδρου της (σχισματικής) Συνόδου της «Εκκλησίας της Μακεδονίας». Στο σχετικό ανακοινωθέν αναφέρεται ότι το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η «Ορθόδοξη Εκκλησία της Μακεδονίας» αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Βουλγαρική Εκκλησία ως «Εκκλησία Μητέρα» θεωρεί «ως ιερή υποχρέωσή της να αναλάβει τη δέσμευση να συνεργασθεί πλήρως μαζί της προκειμένου να μεσολαβήσει στις άλλες αυτοκέφαλες τοπικές Εκκλησίες, ώστε να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποκατάσταση του κανονικού της στάτους». Προς το σκοπό αυτό η Βουλγαρική Ιερά Σύνοδος συγκρότησε επιτροπή από μητροπολίτες που θα ασχοληθούν με το θέμα.
Η Βουλγαρική Εκκλησία προχώρησε ένα ακόμη βήμα. Στις 11 Δεκεμβρίου -και μετά από πρόσκληση του σχισματικού μητροπολίτη Στρωμνίτσης (σ.σ.: Βρίσκεται στο έδαφος των Σκοπίων) και με την ευλογία του Βούλγαρου πατριάρχη Νεόφυτου, ο Βούλγαρος μητροπολίτης Σιών συμμετείχε στους εορτασμούς για τους 15 Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, που μαρτύρησαν επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Στους εορτασμούς παρών ήταν και ο πρόεδρος της γειτονικής χώρας Ζόραν Ζάεφ. Στο μήνυμα του πατριάρχη Βουλγαρίας, που διάβασε ο μητροπολίτης Σιών, αναφέρεται η ευχή του να αποκατασταθεί σύντομα η πλήρης μεταξύ τους ενότητα και μέσα από την ευχαριστιακή κοινωνία…
Στις 7 Ιανουαρίου 2018, στην Κωνσταντινούπολη τελέστηκαν τα εγκαίνια του επισκευασμένου βουλγάρικου μεταλλικού ναού του Αγίου Στεφάνου. Κατασκευάσθηκε το 1898, βρίσκεται στην παραλία του Κερατίου κόλπου, κοντά στο πατριαρχείο, και αποτελεί εκκλησιαστικό και εθνικό σύμβολο της Βουλγαρίας και του εθνικιστικού αγώνα των Βουλγάρων σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ελλήνων. Για την επισκευή του ναού υπολογίζεται ότι δαπανήθηκαν τέσσερα εκατομμύρια ευρώ, τα οποία προσέφερε η κυβέρνηση της Τουρκίας. Στην τελετή των εγκαινίων παρέστησαν και απηύθυναν χαιρετισμό ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν, ο πρωθυπουργός της Γιλντιρίμ και ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Μπορίσοφ, συνοδευόμενος από πλειάδα υπουργών της κυβέρνησής του. Τον αγιασμό τέλεσαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μετά από πρόσκληση (;) της εκκλησιαστικής επιτροπής της ολιγάριθμης βουλγαρικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη, και ο πατριάρχης Βουλγαρίας, Νεόφυτος.
Το ιστορικό πλαίσιο και η όψιμη αναθέρμανση των σχέσεων
Οι Σκοπιανοί, πριν από δύο μήνες, προσέγγισαν εκκλησιαστικά και εθνικά τη Βουλγαρία και αυτή άδραξε την ευκαιρία και τους αγκάλιασε. Η σχέση τους, που αναθερμαίνεται τώρα, ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά τις Συνθήκες Αγίου Στεφάνου και Βερολίνου συγκροτήθηκαν -το 1893- τα «Βουλγαρικά Μακεδονο- Αδριανουπολιτικά Επαναστατικά Κομιτάτα». Αυτά, με τη συμπαράσταση της εκκλησιαστικής Βουλγαρικής Εξαρχίας, που είχε χαρακτηριστεί το 1872 σχισματική από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επιχειρούν να εκβουλγαρίσουν τη Μακεδονία, αλλά αποτυγχάνουν. Οι Ελληνες, με πρωτοστατούντες την Εκκλησία και τους Μακεδονομάχους, τους αντιμετωπίζουν με επιτυχία.
Με τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο η Βουλγαρία χάνει τα περισσότερα εδάφη τής γεωγραφικής Μακεδονίας, αλλά συνεχίζει να τα διεκδικεί. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη σκυτάλη της «μακεδονικής ιδέας» παραλαμβάνουν οι Βούλγαροι κομμουνιστές. Με τον ηγέτη τους Κολάροφ, στη Γ’ Διάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Μόσχα, 1921), έθεσαν θέμα αυτονομίας κράτους της Μακεδονίας, στο οποίο θα προσαρτώνταν τα εδάφη που τότε ανήκαν στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Η απόφαση ήταν θετική και κατέστη υποχρεωτική για όλα τα κομμουνιστικά κόμματα μετά την επικύρωσή της από το Ε’ Συνέδριο της Κομιντέρν, το 1924.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βουλγαρία πήγε με το μέρος της ναζιστικής Γερμανίας και ως κατοχική δύναμη ενήργησε πάλι προς εκβουλγαρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας. Οι κομμουνιστές της Σερβίας, υπό τον Τίτο, αντέδρασαν και παίρνοντας την εξουσία, το 1945, μετέτρεψαν το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που ιδρύθηκε το 1918, σε Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, που συγκροτήθηκε από τις Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες Σερβίας, Κροατίας, Σλοβενίας, Βοσνίας, Μαυροβουνίου και Μακεδονίας. Η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία έκτοτε -και έχοντας δημιουργήσει στους κόλπους της μακεδονικό ομόσπονδο κράτος- πέρασε στην αντεπίθεση και επιδίωξε να γίνει ο πυρήνας ενός κατασκευασμένου «μακεδονικού έθνους», άγνωστου έως τότε στην Ιστορία.
Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί ιθύνοντες των Σκοπίων ενέτειναν την αλυτρωτική προπαγάνδα τους, χαλάρωσαν τους δεσμούς τους με τη Σερβία και προσβλέπουν πλέον στην υποστήριξη της Βουλγαρίας, πολιτείας και Εκκλησίας. Η Βουλγαρία είναι στην Ε.Ε. και το πατριαρχείο της ευχαρίστως δέχεται η Εκκλησία των Σκοπίων να περάσει υπό τη δικαιοδοσία του, από αυτήν της Σερβικής Εκκλησίας, με την οποία οι Σκοπιανοί είναι σε «εμπόλεμη» κατάσταση. Αυτό, προς το παρόν, δεν είναι καθόλου εύκολο. Σημειώνεται ότι επί κομμουνιστικού καθεστώτος η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», το 1966, ντε φάκτο κήρυξε το αυτοκέφαλό του (ανεξαρτησία) από τη Σερβική Εκκλησία. Αυτή, το 1967, αποφάσισε να την κηρύξει σχισματική και να προχωρήσει στην ίδρυση κανονικής Εκκλησίας, με την ιστορική ονομασία «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος», που ικανοποίησε την Εκκλησία της Ελλάδας, ο Αρχιεπίσκοπος της οποίας, Ιωάννης, και όλοι οι κληρικοί της υποφέρουν και υπομένουν απάνθρωπο ζυγό υπό το σκοπιανό καθεστώς.
Χρυσοχοΐδης για Παγκράτι: Τα όπλα ήταν καλά διατηρημένα, άρα η αποθήκη όπου βρέθηκαν ήταν επισκέψιμη
Εξελίξεις-ενδεχόμενα: Ο άξονας Σόφιας-Σκοπίων και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα
Στο πολιτικό και εκκλησιαστικό αγκάλιασμα Σκοπίων και Σόφιας προκλήθηκαν αντιδράσεις. Ο πατριάρχης Ρωσίας, Κύριλλος, διακήρυξε την αλληλεγγύη του προς το Πατριαρχείο της Σερβίας και τόνισε ότι χωρίς την έγκρισή του ουδέποτε θα αναγνωρίσει τη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων.
Ο μητροπολίτης Μπάτσκας, Ειρηναίος, σε συνέντευξή του στη γαλλόφωνη ιστοσελίδα «Orthodoxie», που δημοσιεύθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2017, κατηγόρησε το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας ότι η επέμβασή του στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Σερβίας θα μπορούσε να δυναμιτίσει την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης τόνισε ότι η τυχόν εκ μέρους του αναγνώριση της σχισματικής Σκοπιανής Εκκλησίας θα το οδηγούσε στον κίνδυνο ενός νέου σχίσματος με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με άλλες Εκκλησίες.
Και πρόσθεσε: «Οι επίσκοποι της γειτονικής ορθόδοξης χώρας της Βουλγαρίας βρίσκονται μεταξύ Σκύλλας και της Χάρυβδης. «Σκύλλα» είναι η πίεση των πολιτικών αρχών και της κοινής γνώμης για τις οποίες επικροτείται η παράλογη πρωτοβουλία των Σκοπίων, διότι δι’ αυτής γίνεται έμμεσα αποδεκτή η επίσημη πολιτικο-εκκλησιαστική βουλγαρική άποψη, σύμφωνα με την οποία οι Μακεδόνες είναι αναπόσπαστο μέρος του βουλγαρικού έθνους (σ.σ.: Οπως τόνισε ο Βούλγαρος πατριάρχης Νεόφυτος, αποκαλώντας τους Σκοπιανούς «ο λαός μας»). «Χάρυβδη» είναι ότι το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας διακινδυνεύει να βρεθεί σε νέο εσωτερικό σχίσμα, όπως εκείνο του 1996».
Η Εκκλησία της Ελλάδας εξέφρασε την ανησυχία της για το γεγονός της επεμβάσεως της Εκκλησίας της Βουλγαρίας στα εσωτερικά του Πατριαρχείου της Σερβίας με την ενέργειά της να αποδεχθεί στις 29 Νοεμβρίου 2017 το αίτημα της σχισματικής Εκκλησίας της «Μακεδονίας» και να αναλάβει ρόλο «Μητρός Εκκλησίας». Οπως εγράφη στο σχετικό ανακοινωθέν, η πράξη της «αντίκειται στους ιερούς κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας, παραθεωρεί το κανονικό δικαίωμα και τον υπερέχοντα ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ενδέχεται να αποτελέσει απαρχή δυσάρεστων εξελίξεων». Με νεότερο Δελτίου Τύπου, της 10ης Ιανουαρίου 2018, η ΔΙΣ τονίζει ότι δεν αποδέχεται την απονομή του όρου «Μακεδονία» ή παραγώγου του ως συστατικού ονόματος άλλου κράτους, το οποίο θα έχει επιπτώσεις και στην ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης «Εκκλησίας της Μακεδονίας».
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έως την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές, δεν είχε αντιδράσει. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος εδέχθη τον Βούλγαρο πατριάρχη κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη για τα εγκαίνια του βουλγαρικού ναού του Αγίου Στεφάνου, τέλεσε μαζί του τον αγιασμό και τον δέχθηκε στο Πατριαρχείο. Δεν έγινε γνωστό αν συζήτησαν το θέμα, πάντως ο κ. Βαρθολομαίος δεν προέβη σε δήλωση για το Μακεδονικό, όπως έκαμε προ ημερών για τους πλειστηριασμούς.
Οι -ενόψει των εξελίξεων στη γειτονική χώρα- κινήσεις και ενέργειες της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας της Βουλγαρίας μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια στην περιοχή της Βαλκανικής. Δεν είναι προφανή και τα σχέδια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για την περιοχή, μετά την επιβολή του ονόματος στη γειτονική χώρα. Γι’ αυτό θα έπρεπε στην Ελλάδα να αναλυθούν όλα τα μελλοντικά γεωπολιτικά ενδεχόμενα, πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση, που θα σφραγίσει την ύπαρξή της.
Από αυτά που φαίνονται, η πολιτική ηγεσία και η ιντελιγκέντσια της χώρας μας συμφωνούν σε μια «σύνθετη ονομασία έναντι όλων» του γειτονικού κράτους, δηλαδή να περιέχεται ο όρος «Μακεδονία» με έναν επιθετικό προσδιορισμό, μάλλον γεωγραφικό. Αν συμφωνηθεί αυτό οι Ελληνες Μακεδόνες θα λέγονται πλέον όχι απλά «Μακεδόνες», αλλά «Νότιοι Μακεδόνες» ή «Παλαιοί Μακεδόνες», προς διάκριση από τους «Βόρειους Μακεδόνες» ή «Νέους Μακεδόνες» της γειτονικής χώρας. Αν οι Βούλγαροι ταυτισθούν εθνικά με τους «Βόρειους ή Νέους Μακεδόνες» θα αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα στην περιοχή, από αυτά που έχουν σήμερα, και θα ενισχύσουν τη στρατηγική τους θέση.
Θα έπρεπε στην Ελλάδα να εξετασθεί και το ενδεχόμενο, μετά τη συμφωνία για το όνομα, να αναζωπυρωθεί και περαιτέρω να ενταθεί η αλυτρωτική προπαγάνδα σε βάρος της Ελλάδας, είτε υπογείως, στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας, είτε φανερά, στο εξωτερικό. Επίσης να αντιμετωπισθεί το ενδεχόμενο οι γείτονες, παρά τη συμφωνία, μετά την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ να διατηρήσουν σκέτο το «Μακεδονία», όπως τους έχουν αναγνωρίσει δεκάδες κράτη. Τότε ποιος και πώς θα μπορούσε να τους εμποδίσει… Η Ελλάδα πλέον θα είναι μονίμως σε αμυντική θέση και θα καταγγέλλει. Δεν θα μπορεί να πιέσει…
Δεν μπορεί κανείς επίσης να προβλέψει την αντίδραση των Αλβανών του γειτονικού κράτους στο ενδεχόμενο της ανάπτυξης άξονα Σόφιας – Σκοπίων. Ούτε και την αντίδραση του Βελιγραδίου, το οποίο δεν θα μείνει αμέτοχο στις διεργασίες. Ενα μπορεί να θεωρείται βέβαιο, ότι όλοι οι αναφερθέντες δεν θα μείνουν απαθείς στις εξελίξεις.
Πολλά τα γραφόμενα και λεγόμενα επιχειρήματα υπέρ του «έντιμου συμβιβασμού». Φαίνονται λογικά. Ουδείς, όμως, από τους υποστηρικτές του δεν αναφέρεται στην επόμενη ημέρα. Πράγματι, πολλές είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα Σκόπια και τη Βουλγαρία και δίνουν θέσεις εργασίας στις γειτονικές χώρες. Πράγματι, πολλοί Βούλγαροι και Σκοπιανοί περνούν για τα ψώνια τους ή για τις διακοπές τους στη Μακεδονία και τη Θράκη και ενισχύουν την οικονομία της Ελλάδας. Όμως, στο βάθος όλων αυτών υπάρχει η ψυχή του Ελληνα, του Βούλγαρου, του Σκοπιανού. Αν ξεχάσαμε την Ιστορία μας, αν ξεχάσαμε τους αγώνες του Πατριαρχείου και των Μακεδονομάχων, αν ξεχάσαμε το λόγο του Ιωνα Δραγούμη, πως σώζοντας τη Μακεδονία σώζουμε την Ελλάδα, τότε έχουμε χάσει την ταυτότητά μας, μπήκαμε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης, γίναμε κοσμοπολίτες και μας είναι αδιάφορο το μέλλον της Μακεδονίας και της Ελλάδας. Βέβαια, μια δυσάρεστη μελλοντική εξέλιξη θα καταγραφεί στην Ιστορία μας –όχι σε αυτή τύπου νεοαριστερών ή κομμουνιστών ιστορικών- ως κατάμαυρη σελίδα, όπως αυτή του 1897 ή του 1922.
Η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας αποδεικνύεται ότι ήρθε για να «λύσει» τα οικονομικά, ηθικά, κοινωνικά και εθνικά θέματα της χώρας όπως ευχαριστούν τον ξένο ισχυρό παράγοντα, με την ετικέτα του αριστερισμού και του προοδευτισμού. Κάποτε είχα κάνει την ευχή να μην εγκαταλείψει την εξουσία με μια εθνική τραγωδία ανάλογη εκείνης της Κύπρου. Την επαναλαμβάνω θερμότερη…
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]