Στις Βρυξέλλες θεωρείται θετική η έξοδος της προηγούμενης εβδομάδας στις αγορές, ενώ οι Ευρωπαίοι τη στήριξαν εξαρχής με τη λογική ότι το πρόγραμμα ολοκληρώνεται σε 12 μήνες και θα πρέπει η Ελλάδα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Αυτό χρειάζεται χρόνο, καλή προετοιμασία και αρκετές δοκιμαστικές εκδόσεις ομολόγων, όπως έκαναν όλες οι πρώην μνημονιακές χώρες, δηλαδή η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος.
Λαμβανομένου υπόψη ότι η χώρα βρίσκεται εκτός αγορών από το 2009, με εξαίρεση την πετυχημένη έξοδο της κυβέρνησης Σαμαρά το 2014 που για τους γνωστούς λόγους δεν είχε συνέχεια, το επιτόκιο της τελευταίας εξόδου χαρακτηρίζεται αναμενόμενο και λογικό, παρότι την παρούσα περίοδο φαίνεται υψηλό. Σε λογικά επίπεδα κινήθηκε και η ανταπόκριση των επενδυτών, δηλαδή η προσφορά που καταγράφηκε.
Το ότι βγήκαμε με σχετική επιτυχία στις αγορές οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες, διεθνείς και εσωτερικούς.
Κατ’ αρχάς, βρισκόμαστε σε περίοδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων παγκοσμίως, με αποτέλεσμα οι θεσμικοί επενδυτές, ακόμη και οι συντηρητικοί, να κυνηγούν τις αποδόσεις και ένα επιτόκιο στη ζώνη του 4,5% σε μια χώρα με σκληρό νόμισμα θεωρείται μεγάλο κίνητρο για τους επενδυτές, ακόμη και τους συντηρητικούς.
Επιπλέον, η κυβέρνηση, έστω και με τεράστια καθυστέρηση και σημαντικές υποχωρήσεις έναντι των δανειστών, έκλεισε τη δεύτερη αξιολόγηση, με αποτέλεσμα να εκλείψουν οι ανησυχίες των επενδυτών για το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος στη διαπραγμάτευση, που δεν θα επέτρεπε στην Ελλάδα να πάρει τη δόση των 7,5 δισ. ευρώ.
Αλλος πολύ σημαντικός λόγος είναι η διάρκεια του ομολόγου, δεδομένου ότι μέχρι το 2022, που λήγει, η χώρα δεν έχει μεγάλες δανειακές ανάγκες. Με άλλα λόγια, ο επενδυτής που αγόρασε την περασμένη εβδομάδα γνωρίζει ότι εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα πάρει τα χρήματά του πίσω σε πέντε χρόνια, φυσικά με υψηλό επιτόκιο.
Συνεπώς, η κυβέρνηση δεν έχει κανένα λόγο να θριαμβολογεί, γιατί χωρίς την περιπέτεια του 2015, που έφτασε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, σήμερα η έξοδος στις αγορές με επιτόκιο της τάξης του 3% θα ήταν ρουτίνα, και μάλιστα χωρίς να έχουν μεσολαβήσει 2,5 χρόνια πρόσθετης λιτότητας με σκληρά μέτρα.
ΕΚΤ και γερμανικές εκλογές κρίνουν τις επόμενες ομολογιακές εκδόσεις της Ελλάδας
Η έξοδος της περασμένης εβδομάδας δεν εγγυάται την επιτυχία των επόμενων ούτε τη μόνιμη επιστροφή της χώρας στις αγορές μετά το καλοκαίρι του 2018. Αυτό θα κριθεί από πολλούς παράγοντες, που αφορούν περισσότερο στο διεθνές περιβάλλον και τους Ευρωπαίους δανειστές και λιγότερο τη στάση της κυβέρνησης, η οποία εδώ όπου έχει φτάσει αναμένεται να ολοκληρώσει το πρόγραμμα.
«Σπίτι μου ΙΙ» & «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου»: Αναρτήθηκαν οι προκηρύξεις για τα νέα προγράμματα
Αναφορικά με το διεθνές περιβάλλον, τον Οκτώβριο η ΕΚΤ θα καθορίσει τη νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη για το 2018, δεδομένου ότι το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης λήγει στο τέλος του τρέχοντος έτους. Ολα δείχνουν ότι το πρόγραμμα θα συνεχιστεί και το 2018, γιατί ο πληθωρισμός δεν είναι προς το παρόν ο ενδεδειγμένος, ενώ η οικονομία έχει ανακάμψει, αλλά όχι όσο θα έπρεπε σε ορισμένες σημαντικές από πλευράς μεγέθους χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Αυτό που είναι αρκετά πιθανό είναι να περιοριστεί το ύψος των αγορών κρατικών και εταιρικών ομολόγων από την ΕΚΤ, που σήμερα ανέρχεται σε 60 δισ. ευρώ/μήνα.
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ στο νομισματικό τομέα θα διαμορφώσουν και το ύψος των επιτοκίων στην Ευρώπη, αλλά και τη διάθεση των επενδυτών. Συνεπώς, πρόκειται για μια κρίσιμη παράμετρο για τη χώρα μας, η οποία λογικά θα πρέπει να βγει ακόμη 2-3 φορές στις αγορές πριν από τη λήξη της ολοκλήρωσης του Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018. Γιατί το θέμα δεν είναι απλώς να βγούμε στις αγορές, αλλά να μειώνεται σταδιακά και το επιτόκιο, όπως συνέβη με την Πορτογαλία και την Κύπρο. Και οι δύο χώρες στη δεύτερη έξοδο δανείστηκαν με επιτόκιο μία μονάδα χαμηλότερο από εκείνο της πρώτης εξόδου.
Εάν συνεχιστεί το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης και το 2018, τότε υπάρχουν περιθώρια ένταξης και της Ελλάδας στο πρόγραμμα, εξέλιξη που θα είναι θετική για τα επιτόκια δανεισμού.
Επίσης, οι εκλογές στη Γερμανία στις 24 Σεπτεμβρίου είναι πολύ σημαντικές για τη χώρα μας. Ολα δείχνουν ότι η Ανγκελα Μέρκελ θα είναι η επόμενη καγκελάριος, ωστόσο το ζητούμενο είναι με ποιον, τους σοσιαλδημοκράτες ή τους φιλελεύθερους.
Για την Ελλάδα η καλύτερη εξέλιξη για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους θα είναι να υπάρξει ανανέωση της συνεργασίας των Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Το κακό σενάριο, το οποίο, δυστυχώς, συγκεντρώνει και τις περισσότερες πιθανότητες, θα είναι να αντικαταστήσουν οι Φιλελεύθεροι τους Σοσιαλδημοκράτες στην επόμενη κυβέρνηση. Η Μέρκελ το επιδιώκει διακαώς, γιατί ιδεολογικά είναι πολύ πιο κοντά της οι φιλελεύθεροι και πολιτικά πιο ελεγχόμενοι. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν άσχημη για τη χώρα μας, γιατί διαχρονικά οι φιλελεύθεροι είναι εχθρικοί στις διασώσεις χωρών της ευρωζώνης και ακόμη πιο εχθρικοί στη διάσωση της Ελλάδας και το είχαν αποδείξει με τη στάση τους το 2010.
Από τα παραπάνω θα κριθούν οι επόμενες ομολογιακές εκδόσεις της Ελλάδας, ενώ χωρίς ελάφρυνση του χρέους είναι απολύτως βέβαιο πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση βιώσιμης εξόδου στις αγορές.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής