Δεν είναι μόνο η «άτσαλη» διατροφή ή η καθιστική ζωή, η παχυσαρκία ή ακόμη και η κληρονομική προδιάθεση που ευθύνονται για την εκδήλωση διαβήτη. Στα «προφανή» αυτά αίτια θα πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένα που δεν τα πιάνει ο νους μας, γι’ αυτό και μας αιφνιδιάζουν… Στην κατηγορία, λοιπόν, των ειδικών τύπων σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον διαβήτη ο οποίος μπορεί να προκληθεί από φάρμακα ή χημικές ουσίες. Είναι ο λεγόμενος φαρμακογενής διαβήτης.
Όταν κάποια φάρμακα προκαλούν υπεργλυκαιμία
Διάφορα φάρμακα, πράγματι, μπορούν να προκαλέσουν υπεργλυκαιμία μέσω διαφόρων παθοφυσιολογικών μηχανισμών, κυρίως μέσω άμεσων κυτταροτοξικών επιδράσεων στα παγκρεατικά κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη.
Βεβαίως, προτού αποδοθεί η αιφνίδια εμφάνιση του Σακχαρώδους Διαβήτη στη διαβητογόνο επίδραση κάποιας φαρμακευτικής αγωγής, θα πρέπει να αποκλεισθούν άλλες διαγνώσεις διαβήτη (π.χ. οι γνωστές μορφές διαβήτη, τύπος 1, τύπος 2, κ.λπ.).
Ασθενείς μεταβολικά επιβαρυμένοι, όπως οι παχύσαρκοι, οι ασθενείς με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, οι ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο ή προδιαβήτη έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβήτη μετά από τη χορήγηση κάποιων «διαβητογόνων» φαρμάκων.
Φάρμακα που μπορεί να κάνουν «ζημιά» στο σάκχαρο
Αναφέρουμε, ακολούθως, τις κυριότερες φαρμακευτικές αγωγές που έχουν ενοχοποιηθεί για διαβητογόνο δράση.
Αντιϋπερτασικά: Οι αναστολείς του συστήματος ρενίνης- αγγειοτασίνης και οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου, που είναι οι πλέον συνήθεις αντιϋπερτασικές αγωγές ΔΕΝ ενοχοποιούνται για διαβητογόνο δράση.
Τα διουρητικά, ωστόσο, και περισσότερο τα θειαζιδικά διουρητικά, σχετίζονται με αυξημένο (αλλά όχι ιδιαίτερα) κίνδυνο εμφάνισης Σακχαρώδους Διαβήτη, κυρίως λόγω της μειωμένης έκκρισης ινσουλίνης, ως αποτέλεσμα της μείωσης του καλίου που προκαλούν.
ΕΟΔΥ - κορονοϊός: 531 νέες εισαγωγές, 7 διασωληνώσεις και 27 θάνατοι την τελευταία εβδομάδα
Τέλος, οι μη καρδιοεκλεκτικοί β-αποκλειστές μπορούν να προκαλέσουν διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης και υπεργλυκαιμία, μέσω της μείωσης της έκκρισης ινσουλίνης.
Αντιψυχωσικά: Η ολανζαπίνη, η ρισπεριδόνη και οι φαινοθειαζίνες έχουν διαβητογόνο επίδραση, λόγω της αύξησης του σωματικού βάρους που προκαλούν.
Αναστολείς πρωτεασών (φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της HIV λοίμωξης): Προκαλούν υπεργλυκαιμία, γιατί αυξάνουν την ινσουλινοαντίσταση των ιστών, ενώ φαίνεται ότι επηρεάζουν την έκκριση ινσουλίνης.
Στατίνες: Είναι πολύ μεγάλη η επιστημονική συζήτηση και πολλά τα επιστημονικά δεδομένα τα τελευταία 10-15 χρόνια για τη συσχέτιση της χρήσης στατινών με τη διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη. Δύο μεγάλες μετα-αναλύσεις έδειξαν θετική συσχέτιση της χρήσης στατινών με την εμφάνιση διαβήτη, με αύξηση του κινδύνου κατά 9% -12%.
Οι διαβητογόνες, πάντως, δράσεις των στατινών ποικίλλουν. Κάποιες από αυτές, όπως η πραβαστατίνη και η πιταβαστατίνη δεν φαίνεται να συνοδεύονται με αυξημένη επίπτωση Σακχαρώδους Διαβήτη. Άλλες, ωστόσο, συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη, ιδίως εάν συνυπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες, λ.χ. παχυσαρκία, μεταβολικό σύνδρομο κ.α..
Κορτικοστεροειδή (γλυκοκορτικοειδή): Είναι φάρμακα που χορηγούνται συχνά από πολλές ιατρικές ειδικότητες για πολλά νοσήματα (κυρίως φλεγμονώδη και αυτοάνοσα νοσήματα). Η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει υπεργλυκαιμία ή Σακχαρώδη Διαβήτη σε ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών (έως και 60%) που τα λαμβάνουν.
Ο κυριότερος μηχανισμός της διαβητογόνου δράσης τους είναι η αύξηση της αντίστασης στην ινσουλίνη, με συνέπεια την αυξημένη ηπατική παραγωγή γλυκόζης και τη μειωμένη πρόσληψη γλυκόζης στους μύες και το λιπώδη ιστό. Αποτέλεσμα όλων αυτών των επιδράσεων είναι η εμφάνιση υπεργλυκαιμίας και κυρίως μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας.
Τι προφυλάξεις μπορείτε να πάρετε
Για όλα τα παραπάνω, είναι πολύ σημαντικό πριν από την έναρξη αγωγής με γλυκοκορτικοειδή, να γίνεται έλεγχος για Σακχαρώδη Διαβήτη και κατά τη διάρκεια της αγωγής, να γίνεται τακτική παρακολούθηση του σακχάρου με έμφαση στον έλεγχο του μεταγευματικού σακχάρου (2 ώρες μετά το φαγητό).
Η επιλογή αγωγής για την αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας λόγω λήψης κορτικοειδών εξατομικεύεται. Μπορούν να χορηγηθούν υπογλυκαιμικά δισκία, ωστόσο πιο αποτελεσματικές είναι οι αγωγές με αγωνιστές GLP-1 ή με ινσουλίνη.
Συνήθως, η υπεργλυκαιμία και ο Σακχαρώδης Διαβήτης υποχωρούν μετά τη διακοπή των γλυκοκορτικοειδών.
Συνοψίζοντας…
- Αρκετά από τα συνήθη συνταγογραφούμενα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν υπεργλυκαιμία ή Σακχαρώδη Διαβήτη. Ο διαβήτης που προκύπτει από τα φάρμακα είναι συνήθως διαβήτης τύπου 2 και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εξαφανίζεται μετά τη διακοπή της αγωγής.
- Η βαρύτητα της υπεργλυκαιμίας από φάρμακα ποικίλλει από ήπια, έως σοβαρή (κυρίως με τα γλυκοκορτικοειδή).
- Όταν χορηγείται από το θεράποντα ιατρό φαρμακευτική αγωγή με πιθανή διαβητογόνο δράση θα πρέπει πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια της αγωγής να γίνεται τακτική παρακολούθηση της γλυκόζης.
- Σε περίπτωση εμφάνισης Σακχαρώδους Διαβήτη θα πρέπει να γίνεται επανεκτίμηση οφέλους και κίνδυνου από τη συνέχιση της αγωγής.
- Αν το όφελος του φαρμάκου υπερισχύει του κίνδυνου εμφάνισης διαβήτη, η αγωγή συνεχίζεται κανονικά και ο προκύπτων διαβήτης αντιμετωπίζεται με τη θεραπεία που εφαρμόζεται κλασικά στο διαβήτη τύπου 2.