Η μελέτη εστίασε σε παιδιά που είχαν γεννηθεί κατά την 23η έως 25η εβδομάδα της κύησης, αντί για την 37η έως 40ή που θεωρείται το φυσιολογικό.
Τα πρόωρα μωρά συχνά δυσκολεύονται να αναπνεύσουν και να φάνε μετά τη γέννα, κινδυνεύουν όμως επίσης αργότερα στη ζωή τους με μακρόχρονα προβλήματα, όπως μειωμένη όραση και ακοή, ανεπαρκή νοητική ανάπτυξη και προβλήματα συμπεριφοράς.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της πόλης Ουμέα, με επικεφαλής τον δρα Φρέντρικ Σερένιους, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Pediatrics” της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, μελέτησαν 123 παιδιά και εφήβους δέκα έως 15 ετών που είχαν γεννηθεί υπερβολικά πρόωρα, καθώς και -για λόγους σύγκρισης- 103 παιδιά που είχαν γεννηθεί κανονικά.
Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά του πρόωρου τοκετού είχαν κατά μέσο όρο 15 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίζουν σοβαρά σωματικά ή ψυχολογικά προβλήματα και πενταπλάσια πιθανότητα να χρειάζονται πρόσθετη ιατρική βοήθεια (π.χ. για άσθμα ή συχνές λοιμώξεις) ή εκπαιδευτική στήριξη (επειδή συχνά έχουν χειρότερες επιδόσεις στο σχολείο).
Συνολικά, σχεδόν δύο στα τρία πρόωρα γεννημένα παιδιά (το 64%) είχαν διαφόρων ειδών λειτουργικά προβλήματα, έναντι μόνο 6% των παιδιών που είχαν γεννηθεί μετά από πλήρη τοκετό. Τα πρώτα συχνά είχαν συναισθηματικές δυσκολίες, ανικανότητα να κοινωνικοποιηθούν και να παίξουν με άλλα παιδιά κ.α.
Τα προβλήματα αυτά πηγάζουν κυρίως από την ανεπαρκή ανάπτυξη του εγκεφάλου και του κεντρικού νευρικού συστήματος λόγω του πολύ πρόωρου τοκετού.