Δεν είναι κάτι σπάνιο. Πολλοί άνθρωποι βιώνουν θλίψη, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τις ημέρες των γιορτών, αναφέρει η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια Αννα Καλυμνιού. Κάποιες φορές, αυτά τα συναισθήματα μοιάζουν με εκείνα της κατάθλιψης: πεσμένη διάθεση, αρνητικές σκέψης, ευερεθιστότητα, τάση απομόνωσης, δυσκολίες στον ύπνο και αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες είναι κάποια από τα «συμπτώματα».
Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που συμβάλλουν στη μελαγχολία των Χριστουγέννων; Το χάσμα που βιώνει κάποιος μεταξύ της ατμόσφαιρας που μας «επιβάλλεται», κοινωνικά και μέσα από τα ΜΜΕ – στην οποία όλοι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι και αγαπημένοι, με πολύ κόσμο, να ξεφαντώνουμε, να αγοράζουμε δώρα, να διασκεδάζουμε στα οικογενειακά τραπέζια – και στην πραγματική μας κατάσταση, η οποία μπορεί να είναι πολύ διαφορετική, απαντά η κ. Καλυμνιού, μιλώντας στο ΑΠΕ.
«Έχουμε την πεποίθηση ότι όλοι περνούν καλά, είναι χαρούμενοι, αγαπιούνται και διασκεδάζουν, άρα αφού εμείς δε νιώθουμε αντίστοιχα συναισθήματα, ίσως να μην αξίζουμε, ίσως έχουμε κάποιο έλλειμμα. Αντίστοιχα μπορεί να αισθανόμαστε και λόγω οικονομικών δυσκολιών που ενδεχομένως να έχουμε, ενώ το γενικότερο κλίμα των εορτών υπαγορεύει την υπερκατανάλωση», εξηγεί.
Ενας άλλος παράγοντας είναι οι οικογενειακές συγκρούσεις, τις οποίες μπορεί να μην σκεφτόμαστε επειδή η καθημερινότητα μας κρατά σε εγρήγορση, αλλά ερχόμαστε αντιμέτωπες με αυτές στις γιορτές, που κινούμαστε σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. «Συχνή είναι και η δυσφορία που μπορεί να προκαλούν τα μεγάλα χριστουγεννιάτικα οικογενειακά τραπέζια, όταν έχουν έναν χαρακτήρα καταναγκαστικό, όταν δηλαδή “πρέπει” κανείς να συμμετέχει σε αυτά, όπου σε συνδυασμό με ανεπίλυτα ζητήματα στις σχέσεις των μελών της οικογένειας μπορεί να αναζωπυρώσουν εντάσεις», συμπληρώνει η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια.
Σημαντικό ρόλο για το πώς βιώνουμε αυτές τις ημέρες παίζουν και οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία. «Αν οι γιορτές ήταν φορτισμένες αρνητικά (π.χ. λόγω τραυματικών γεγονότων, απώλειας γονέα, κακοποίησης κλπ), πιθανόν να τις αναβιώνουμε κάπως έτσι. Από την άλλη πλευρά, κατά την πορεία της ζωής μας, βιώνουμε ολοένα και περισσότερες απώλειες: ο θάνατος αγαπημένων ανθρώπων με τους οποίους θυμόμαστε γιορτές που περνούσαμε μαζί, ένας χωρισμός (ειδικά όταν είναι πρόσφατος), η συνειδητοποίηση του χρόνου που περνάει και η αίσθηση της απώλειας που προκύπτει από τις μεταβάσεις στον κύκλο της ζωής μας, πυροδοτούν συναισθήματα θλίψης», επισημαίνει η κ. Καλυμνιού.
Ενας ακόμη παράγοντας που συνδέεται με τη μελαγχολία των εορτών, συμπληρώνει, είναι αυτό που ονομάζουμε Εποχιακή Συναισθηματική Διαταραχή, ή αλλιώς «Εποχιακή Κατάθλιψη., η οποία παρατηρείται την περίοδο του χειμώνα, όπου εκτιθέμεθα λιγότερο στο ηλιακό φως, λόγω καιρικών συνθηκών, ενώ ταυτόχρονα οι νύχτες (σκοτάδι) έχουν μεγαλύτερη διάρκεια .
Πέρα από όλα αυτά, ιδιαίτερα επιρρεπείς στη θλίψη των γιορτών είναι και άνθρωποι ηλικιωμένοι, ασθενείς και φροντιστές ασθενών, άνεργοι, καθώς και άνθρωποι που ζουν μόνοι.
Πώς αντιμετωπίζεται η μελαγχολία
Η αποδοχή του συναισθήματος της θλίψης ως φυσιολογικό και ανθρώπινο είναι ένα βήμα για την αντιμετώπιση αυτής της μελαγχολίας.
«Ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να το βιώσει ώσπου να κάνει τον κύκλο του, όπως τα υπόλοιπα συναισθήματα. Να θυμόμαστε ότι κάτι έχει να μας πει, να μας μάθει. Πολλές φορές, για να βιώσω τη χαρά, χρειάζεται να βιώσω τη θλίψη, ώστε να συγκεντρωθώ στον εαυτό μου και στις ανάγκες μου, να σκεφτώ τι πήγε καλά και τι όχι, να «παράγω» νέες λύσεις, να θέσω νέους στόχους. Ας επιλέξουμε εμείς, όσο μπορούμε, τον τρόπο που επιθυμούμε να περάσουμε τις ημέρες αυτές. Ας φροντίσουμε τον εαυτό μας και ας του δώσουμε το χρόνο να χαλαρώσει. Ας μοιραστούμε τους προβληματισμούς μας με ανθρώπους που νιώθουμε πιο κοντά», συμβουλεύει η ειδικός.
Αν αυτά τα αρνητικά συναισθήματα επιμείνουν ή ενταθούν μετά τις γιορτές, είναι σημαντικό να αναζητήσουμε βοήθεια από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας.
«Ας μην ξεχνάμε ότι τις μέρες των γιορτών δεν “αλλάζουμε εαυτό”, αλλά είμαστε εμείς οι ίδιοι άνθρωποι που υπήρξαμε και όλη την προηγούμενη χρονιά. Επομένως η χαρά, η ζεστασιά και η αγάπη, δεν μπορούν να μας επιβληθούν, όταν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν αισθανόμαστε έτσι. Προκύπτουν σταδιακά μέσα από την επαφή με τους άλλους και με τον εαυτό μας. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι έχουμε δικαίωμα να αισθανόμαστε και αρνητικά συναισθήματα και ότι πολλοί άλλοι νιώθουν αντίστοιχα με εμάς αυτή την περίοδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αξίζουν ή ότι υστερούν σε σχέση με τους υπόλοιπους», εξηγεί η κ. Καλυμνιού.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]