Η «μεγάλη νότια ήπειρος», όπως ονομάζεται η χαμένη ήπειρος, ήταν γνωστή στην ανθρωπότητα ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους και μάλιστα ανακαλύφθηκε εν μέρει το 1600.
Η αρχική ανακάλυψη έγινε το 1642 ό,ταν ο Ολλανδός επιχειρηματίας και ναυτικός Άμπελ Τάσμαν ξεκίνησε να βρει την θρυλική «όγδοη ήπειρο – γνωστή και ως Terra Australis στα λατινικά.
Ξεκινώντας από την Τζακάρτα της Ινδονησίας, ο Τάσμαν τελικά έφτασε στο νότιο νησί της Νέας Ζηλανδίας και άρχισε να εξερευνά.
Ωστόσο, πριν προλάβει να πατήσει το πόδι του στην ξηρά, συνάντησε τους ντόπιους Μαορί, οι οποίοι δεν καλοδέχτηκαν τον ξένο ναυτικό. Αντιθέτως, επιτέθηκαν στα κανό του που προσπαθούσαν να πλησιάσουν την ενδοχώρα και εκείνα που μετέφεραν μηνύματα στο κύριο πλοίο.
Λάζαρος Καραούλης στον ΕΤ: «Φέρνουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη στον Δήμο Αθηναίων»
Αφού απέτυχε να βρει τη νέα γη, ο Τάσμαν έπλευσε πίσω στην Τζακάρτα και δεν επέστρεψε ποτέ. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος κατέγραφε πληροφορίες για τη μυστηριώδη όγδοη ήπειρο.
Σχεδόν 400 χρόνια αργότερα, οι γεωλόγοι του GNS ανακοίνωσαν την ανακάλυψη μιας νέας ηπείρου που ονομάζεται Zealandia (Ζηλανδία) ή Te Riu-a-Māui, στη διάλεκτο Μαορί. Αποδεικνύεται ότι η ήπειρος, που εκτείνεται σε περίπου 1,89 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια (4,9 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα) – είναι κυρίως υποβρύχια.
Η αχανής ήπειρος ήταν επίσης μέρος της αρχαίας υπερηπείρου της Gondwana, η οποία περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ανταρκτικής και της Ανατολικής Αυστραλίας, πάνω από 500 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Ωστόσο, πριν από περίπου 105 εκατομμύρια χρόνια, η Ζηλανδία άρχισε να «απομακρύνεται» από την υπερήπειρο για λόγους που οι γεωλόγοι εξακολουθούν να μην κατανοούν πλήρως.
[Είναι μια διαδικασία που δεν καταλαβαίνουμε ακόμη πλήρως – Ζηλανδία άρχισε να απομακρύνεται», εξήγησε ο Andy Tulloch, ένας από τους γεωλόγους στο Zealand Crown Research Institute GNS Science που έκανε την ανακάλυψη το 2017. Καθώς η Ζηλανδία το έκανε αυτό, άρχισε να βυθίζεται κάτω από τα κύματα με πάνω από το 94 τοις εκατό να παραμένει κάτω από το νερό για χιλιετίες. «Αυτό είναι ένα παράδειγμα του πώς κάτι πολύ προφανές μπορεί να πάρει λίγο χρόνο για να αποκαλυφθεί», πρόσθεσε ο Tulloch.