Τις επόμενες 2-3 εβδομάδες οι Ελληνες επιστήμονες πιθανότατα να έχουν τα πρώτα αποτελέσματα από τα ερευνητικά προγράμματα που τρέχουν στη χώρα μας. Ηδη η χώρα μας διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην έρευνα για το αντιιικό που «προκρίνεται» μέχρι στιγμής, τη ρεμδεσιβίρη (remdesivir).
Προκαταρκτικά αποτελέσματα που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ και στα οποία συμμετέχουν και ελληνικά νοσοκομεία -περίπου 40 ασθενείς- δείχνουν ότι οι ασθενείς που έλαβαν τη ρεμδεσιβίρη είχαν 31% βραχύτερο χρόνο μέχρι την ανάκαμψη σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Τα αποτελέσματα έδειξαν, επίσης, κάποιο όφελος στην επιβίωση, με ποσοστό θνησιμότητας 8% για την ομάδα που έλαβε ρεμδεσιβίρη έναντι 11,6% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Εκτός από τη μελέτη για τη ρεμδεσιβίρη, η Ελλάδα είτε έχει σχεδιάσει είτε συμμετέχει σε πολλαπλές κλινικές μελέτες που αποτελούν την «αιχμή του δόρατος» όσον αφορά στη διερεύνηση των πλέον ελπιδοφόρων τρόπων για την αντιμετώπιση του ιού. Ανάμεσα σε αυτές και η χορήγηση πλάσματος από ασθενείς που ανάρρωσαν σε βαριά πάσχοντες, που, επίσης, μελετάται στη χώρα μας.
Οσο οι θεραπευτικές εξελίξεις προχωράνε, μέγιστος στόχος παραμένει, όπως αναφέρει ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, το αποτελεσματικό εμβόλιο. «Μέχρι τότε δεν πιστεύω ότι θα σβήσει ο ιός», αναφέρει, δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι και απαιτούν σημαντική επαγρύπνηση και ατομική ευθύνη.
«Δυσάρεστη έκπληξη»
Σε σχέση με τα μέτρα που από αύριο «ξεκλειδώνουν» πολλά από αυτά και την πορεία που θα ακολουθήσει η επιδημιολογική καμπύλη στο εξής, ο κ. Δημόπουλος αναφέρει πως θα είναι «μια δυσάρεστη έκπληξη» να παρατηρηθεί γενικευμένη αύξηση των κρουσμάτων. «Θα δούμε πώς θα πορευτούμε. Υπάρχουν κάποια ανησυχητικά στοιχεία από τη Γερμανία. Η Ελλάδα όμως πληροί πλήρως τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε σε άρση των περιορισμών», επισημαίνει.
Οι προϋποθέσεις αυτές, όπως τις απαριθμεί ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, είναι οι εξής: «Κατ’ αρχάς, να έχουμε έναν χαμηλό αριθμό κρουσμάτων για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Σαφώς, το R0 είναι πολύ κάτω του ενός, για πολλούς είμαστε στο 0,6», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής και προσθέτει: «Δεύτερον, προϋπόθεση για να βγούμε είναι να έχουμε έναν μηχανισμό που να αναλάβει μια πολύ σημαντική ενεργό επιτήρηση αυτών που λέμε ευάλωτων πληθυσμών. Πού είναι οι ευάλωτοι; Οπου έχουμε έναν αναγκαστικό συγχρωτισμό ανθρώπων, δηλαδή σωφρονιστικά καταστήματα, οίκους ευγηρίας, ανοιχτές ή κλειστές δομές προσφύγων και μεταναστών, καταυλισμούς, ενδεχομένως νοσοκομεία. Υπάρχει η δυνατότητα να αυξηθεί και ο αριθμός των τεστ και το προσωπικό του ΕΟΔΥ. Κάνεις δηλαδή μια ενεργό επιτήρηση αυξάνοντας τον αριθμό των τεστ σε περιοχές από τις οποίες μπορεί να σου προκύψει μια έξαρση και μετά απομονώνεις τα περιστατικά και προχωράς στην ιχνηλάτηση».
Ο κ. Δημόπουλος επισημαίνει ως τρίτη προϋπόθεση του «unlock» τη δυνατότητα μιας χώρας να φροντίσει είτε εξωνοσοκομειακά είτε μέσα στο νοσοκομείο τα άτομα που θα νοσήσουν. «Εμείς πληρούμε όλες τις προϋποθέσεις. Και να σημειώσω ότι παράγοντας είναι και η προσήλωση στα μέτρα υγιεινής και προστασίας. Κρατάμε αποστάσεις, φοράμε μάσκα εάν βρισκόμαστε σε κλειστό χώρο κοντά με άλλους, πλένουμε χέρια, δεν ακουμπάμε μύτη, στόμα, μάτια και με την εμφάνιση του παραμικρού συμπτώματος δεν πάμε στη δουλειά, δεν κυκλοφορούμε, μένουμε σπίτι», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Καθώς εκφράζονται αρκετοί φόβοι για την «επόμενη ημέρα» και πιθανή αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων, ο κ. Δημόπουλος εξηγεί πως είναι διαφορετική συνθήκη να υπάρξουν εστίες σε δομές κλειστού τύπου, με έντονο συγχρωτισμό (όπως οι παραπάνω που αναφέρθηκαν), «οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια περιχαράκωση και τοπικό περιορισμό», όπως λέει, και διαφορετική μια ευρεία μετάδοση στην κοινότητα. «Δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας. Αλλά η πορεία μας μέχρι σήμερα είναι πολύ καλή, θα αποτελέσει έκπληξη να δούμε να ξεφεύγει», υπογραμμίζει.
«Απαγορευτική για εμάς “η ανοσία της αγέλης”»
Ερωτηθείς για την «ανοσία της αγέλης», ο πρύτανης του ΕΚΠΑ ισχυρίζεται ότι είναι «πολύ μη ρεαλιστική για εμάς με τόσο χαμηλό αριθμό κρουσμάτων μέχρι στιγμής». Εξηγώντας το αυτό αναφέρει πως το ποσοστό των ασθενών που θα έχουν αντισώματα είναι πολύ μικρό. «Ξέρουμε ότι για την “ανοσία της αγέλης”, πρέπει να μολυνθεί το 60% – 70% του πληθυσμού. Είναι απαγορευτικό νούμερο για την Ελλάδα, γιατί θα οδηγήσει στατιστικά σε μεγάλο αριθμό νοσηλευόμενων ασθενών αλλά και σε σημαντικό αριθμό άσχημων εκβάσεων, δηλαδή θανάτων».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής