Πλήθος κόσμου βρέθηκε το πρωί του Σαββάτου στο λιμάνι του Πειραιά για να δει κάτι μοναδικό. Η Ολυμπιακή Φλόγα “αποχαιρέτησε” την Ελλάδα και ξεκίνησε το ταξίδι της για την Γαλλία και τους… Ολυμπιακούς Αγώνες 2024, με το ιστορικό τρικάταρτο “Belem.”
Η Φλόγα διανυκτέρευσε στη γαλλική πρεσβεία και σήμερα (27.04) “επιβιβάσθηκε” στο τρικάταρτο “Belem”. Μετά από 12 ημέρες ταξίδι, θα φτάσει στις 8 Μαΐου στο λιμάνι της Μασσαλίας για να την παραλάβει ο Γάλλος κολυμβητής και πρώτος Λαμπαδηδρόμος επί γαλλικού εδάφους, Φλοράν Μανοντού.
Ο Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων “PARIS 2024”, Τόνι Εστανγκέ, ανέβασε την Ολυμπιακή Φλόγα στο θρυλικό ιστιοφόρο και ακολούθως ξεκίνησε το ιστορικό ταξίδι.
Την Ολυμπιακή Φλόγα “ξεπροβόδισε” ένα άλλο ιστορικό πλοίο, η τριήρης “Ολυμπιάς” του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Έξω από το λιμάνι περίμεναν περίπου 25 ιστιοπλοϊκά (για να συνοδεύσουν το “Belem” μέχρι το Μικρολίμανο).
Θυμίζουμε ότι το “Belem” είναι το τελευταίο τρικάταρτο ιστιοφόρο του γαλλικού εμπορικού ναυτικού, με τετράγωνα πανιά και χαλύβδινη γάστρα, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα και παραμένει λειτουργικό μέχρι σήμερα.
Για την άφιξή του στη Μασσαλία στις 8 Μαΐου, το Belem θα απολαύσει μια εντυπωσιακή συνοδεία: μια γιγαντιαία παρέλαση σκαφών με έως και χίλια πλοία θα συνοδεύσει το πλοίο στο λιμάνι. Στην τελετή στο Παλιό Λιμάνι της πόλης αναμένεται να παρευρεθούν περίπου 150.000 άνθρωποι.
Αφού ολοκληρώσει την Ολυμπιακή αποστολή του στη Μασσαλία, το Belem θα φτάσει σε πέντε λιμάνια στη Γαλλία στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Η λαμπαδηδρομία στην γαλλική επικράτεια θα διαρκέσει 68 ημέρες και θα ολοκληρωθεί στο Παρίσι με το άναμμα κατά την τελετή έναρξης στις 26 Ιουλίου.
Κατά τη διαδρομή της, η φλόγα θα μεταφερθεί από περίπου 10.000 λαμπαδηδρόμους, κάνοντας στάσεις σε εμβληματικές τοποθεσίες όπως τα σπήλαια Lascaux, το Mont Saint-Michel και τα κάστρα του Λίγηρα, καθώς και μέρη μνήμης όπως το Verdun Memorial και οι παραλίες της Απόβασης στη Νορμανδίας για τον εορτασμό της 80ης επετείου από την Απελευθέρωση.
Τον Ιούνιο, η δάδα θα πετάξει στις Δυτικές Ινδίες, τη Γαλλική Γουιάνα και το διαστημικό κέντρο Kourou, τη Ρεϋνιόν, την Πολυνησία και τη Νέα Καληδονία.
Η Ολυμπιακή φλόγα θα επιστρέψει στη μητροπολιτική Γαλλία για να περάσει την 14η Ιουλίου στο Δημαρχείο του Παρισιού. Μετά την τελετή έναρξης κατά μήκος του Σηκουάνα κοντά στο Λούβρο, η Ολυμπιακή φλόγα θα τοποθετηθεί στους γειτονικούς κήπους Tuileries.
Ποιο είναι το εμβληματικό ιστιοφόρο Belem
Το Belem, ή αλλιώς Βηθλέεμ, ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο σκάφος με ατσάλινο κύτος και τετράγωνα πανιά είναι το τελευταίο από τα μεγάλα γαλλικά εμπορικά ιστιοφόρα του 19ου αιώνα που εξακολουθούν να ταξιδεύουν.
Αυτές τις μέρες, φιλοξενούσε τα μέλη της Γαλλικής Ολυμπιακής Επιτροπής και της Οργανωτικής Επιτροπής στο Κατάκολο για την Τελετή Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας στην Αρχαία Ολυμπία. Από το Κατάκολο ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής για τη Γαλλία, με πρώτο σταθμό τον Πειραιά για να παραλάβει την Ολυμπιακή Φλόγα και έπειτα θα ταξιδέψει για την Μασσαλία, το αρχαιοελληνικό λιμάνι της Γαλλίας.
Συμμετείχε και σε άλλους Ολυμπιακούς αγώνες
Ναυπηγήθηκε το 1896 στη γαλλική Νάντη, μετά από 6 μήνες κατασκευής στο ναυπηγείο Dubigeon στο Chantenay sur Loire. Ονομάστηκε Belem, από το εμπορικό της σταθμό στη Βραζιλία. Θα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά εμπορευμάτων, όπως καφές και κακάο. Οι μηχανικοί της Dubigeon σχεδίασαν ένα σχετικά μικρό, κομψό, γρήγορο αλλά στιβαρό πλοίο που θα μπορούσε να μεταφέρει έως και 675 τόνους φορτίου.
Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, και για την ακρίβεια το 1902, το Belem γλίτωσε ως εκ θαύματος από την έκρηξη του όρους Pelée, η οποία κατέστρεψε το λιμάνι του Saint-Pierre στη Μαρτινίκα. Στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η εμπορική σταδιοδρομία του Belem σταμάτησε, καθώς αντιμετώπισε τον ανταγωνισμό από ταχύτερα “ατμόπλοια”. Την παραμονή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το πλοίο ακινητοποιήθηκε στο Isle of Wight, όπου παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης. Το 1951, ο Vittorio Cini, ένας ισχυρός Ιταλός βιομήχανος, αγόρασε το κομψό σκάφος, πλέον, για να το μετατρέψει σε «εκπαιδευτικό». Στα τέλη του 1978, αρκετοί ξένοι υποψήφιοι διεκδικούσαν την αγορά του, μεταξύ των οποίων και κάποιοι Γάλλοι. Η καταγωγή της σκούνας από τη Νάντη παρακίνησε έναν παλιό λάτρη, τον Dr Luc-Olivier Gosse, ο οποίος, όταν έμαθε ότι η σκούνα βρισκόταν προς πώληση, κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή των συμπατριωτών του. Παρά την ισχυρή παρουσία της στη Βενετία, το σκάφος πωλήθηκε στη γαλλική Caisses d’Epargne.