Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας το έναυσμα που σας ώθησε στη δημιουργία του νέου σας βιβλίου «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι», εκδόσεις Μεταίχμιο, και να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτό;
Με οδήγησε σε αυτό το προηγούμενο βιβλίο μου, το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» (Μεταίχμιο, 2019). Ο φόνος του Νίκου Μαγκλίνη το 1944, παππού μου από την πλευρά του πατέρα μου, άφησε ένα στίγμα που ίσως πέρασε από πατέρα σε γιο και αυτό προσπαθώ να διερευνήσω. Ομως, ο άγνωστος αυτός παππούς είχε μια ενδιαφέρουσα ιστορία πολύ πριν τον πρόωρο, βίαιο θάνατό του: τη θητεία του ως απλού κληρωτού στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στην οικογένεια γνώριζαν απειροελάχιστα. Το πώς βρήκα το φάκελό του σε στρατιωτικά αρχεία, σε ποια μονάδα υπηρέτησε, σε ποιες μάχες πήρε μέρος και το πώς ακολούθησα τα ίχνη του, τρόπον τινά, ταξιδεύοντας εγώ ο ίδιος στην Τουρκία σχεδόν εκατό χρόνια μετά, είναι στο επίκεντρο της αφήγησης του «Ταξιδιού».
Τι σημαίνει για σας ο τίτλος του;
Ο Νίκος Μαγκλίνης δεν ταξίδεψε ποτέ παρά μόνο στην Τουρκία για να σκοτώσει και να σκοτωθεί. Οι Ελληνες δεν ταξίδευαν τότε όπως εμείς σήμερα. Για τις χιλιάδες των ανδρών που πολέμησαν στη Μικρά Ασία, αυτό ήταν το μοναδικό ταξίδι της ζωής τους – για πολλούς και το τελευταίο τους. Η συνειδητοποίηση αυτή με οδήγησε, φυσικά, στο περίφημο διήγημα του Βιζυηνού «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».
Κατά πόσο ήταν διαφορετική σε τεχνικό αλλά και υπαρξιακό επίπεδο η διαδικασία στην προκειμένη περίπτωση δεδομένου του θέματος;
Τεχνικά, είχε πολλή έρευνα η οποία απλώθηκε, με παύσεις και διακοπές, σε βάθος χρόνου. Είχε ρεπορτάζ, είχε και ένα ταξίδι στην Τουρκία. Υπαρξιακά μιλώντας, το ταξίδι ήταν εσωτερικό και εν πολλοίς στην καρδιά του μύθου, της φαντασίας, αφού στο πραγματολογικό υλικό τα κενά ήταν μεγάλα.
Ποια είναι η κραυγή που πηγάζει από μέσα μας ιστορικά ως λαός η οποία εντάσσεται βολικά στα μόνιμα διχαστικά, οξύθυμα κουτάκια της αμνησίας μας;
Δεν ξέρω αν είναι «κραυγή» ακριβώς. Περισσότερο είναι, μάλλον, μια γκρίνια: ότι είμαστε μονίμως τα θύματα. Αυτό βολεύει διότι σε απαλλάσσει από τις δικές σου ευθύνες. Το διχαστικό κομμάτι ενδεχομένως να σχετίζεται με αυτή μας τη ροπή να καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας και τους άλλους μόνο μέσα από τη ρήξη, τη σύγκρουση. Οσο για την αμνησία, πιθανώς να σχετίζεται με το πώς μας βολεύει να κοιτάζουμε την Ιστορία: μέσα από το δίπολο ήρωας/δαίμονας. Οι πρόγονοί μας όλοι ήρωες, οι εχθροί μας δαίμονες. Είναι σαν να μιλάμε μόνο για θεούς, όχι για ανθρώπους με σάρκα και οστά, με αντιφάσεις, μεγαλείο, μα και αθλιότητα. Αυτό δεν είναι μνήμη, είναι αυνανιστική φαντασίωση.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Το παιχνίδι με τη μνήμη και τη λήθη είναι μια ενσυνείδητα αποδεκτή κάθαρση για την εσωτερική καταλλαγή και την αναβίωση άλλων εποχών;
Δεν ξέρω. Με τον καιρό έγινε ενσυνείδητη διεργασία, μα δεν άρχισε έτσι. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οδηγεί σε «εσωτερική καταλλαγή», όχι σε μένα πάντως. Η δε «αναβίωση άλλων εποχών» είναι αυταπάτη: η ματιά μας πάνω σε άλλες εποχές είναι η ματιά της δικής μας εποχής πάνω τους. Νοθευμένη δηλαδή.
Εχει κάτι το εθιστικό όλο αυτό;
Εθιστική είναι η γραφή. Και η ανάγνωση. Για τη δεύτερη νιώθω πολύ καλά. Για την πρώτη όχι πάντα.
Με το ταξιδιωτικό σας βλέμμα, σε ποια ερωτήματα στον καθρέφτη της αυτογνωσίας θέλατε να απαντήσετε;
Σε κανένα. Δεν το σκέφτηκα έτσι το ταξίδι στην Τουρκία, αλλά σαν έρευνα, σαν υλικό για το γράψιμο ενός βιβλίου το οποίο τότε δεν ήξερα αν θα γραφτεί ποτέ. Δεν πιστεύω στην αυτογνωσία. Πιστεύω στην αναζήτησή της γνωρίζοντας όμως πως δεν θα τη βρω ποτέ επί της ουσίας. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ταξίδι απ’ όλα, διότι τελειώνει με το θάνατό μας.
Στο χρονικό διάστημα που διήρκεσαν η έρευνα και η συγγραφή, ποιες ξεχωρίζετε ως τις πιο κομβικής σημασίας στιγμές, οι οποίες ανασυνθέτουν μια πορεία θανάτου, νοσταλγίας και προσωπικής καταβύθισης ταξιδεύοντας στη Σµύρνη, στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Εσκί Σεχίρ, στην Προύσα, στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 2012 με ιδιωτικά τουρκικά ΚΤΕΛ;
Δύο ήταν οι κομβικές στιγμές: το τηλεφώνημα από το στρατολογικό γραφείο όπου είχα απευθύνει αίτημα και η κουβέντα ενός λοχαγού «έχω μπροστά μου το φάκελο του παππού σας». Επειτα, η ημέρα που παρέλαβα με το ταχυδρομείο αντίγραφο του φακέλου. Το ταξίδι ήρθε μετά και ήρθε χάρη σε αυτές τις δύο στιγμές.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης πώς φαντάζεται μια ζωή δίχως ρωγμές και τσακίσματα; Μια ζωή χωρίς κενά, χωρίς ελλείψεις; Χωρίς χάσματα;
Αυτό θα ήταν κάτι αβίωτο. Κάτι τέτοιο θα ήταν η ζωή ενός θεού ή ενός νεκρού. Η ζωή όμως ενέχει κίνηση, άρα και φθορά.
Ο έξω κόσμος συμβολίζει την παράνοια, τη σκληρότητα, την εσχατιά και την απέραντη μοναξιά. Οι ψυχές των ανθρώπων τελικά πιστεύετε ότι κρέμονται επικίνδυνα στα συρματοπλέγματα;
Δεν βλέπω έτσι τον έξω κόσμο, ότι συμβολίζει μονάχα την παράνοια και τη σκληρότητα. Οι ψυχές των ανθρώπων, όσο κι αν διαφέρουμε για χίλιους δύο λόγους, κρέμονται από μιαν ανάγκη: για πληρότητα και γαλήνη, ισορροπία και ευδαιμονία. Οταν και όποτε προκύπτουν διαρκούν λίγο, ίσως μόνο μία στιγμή. Ομως, μας σημαδεύει διά βίου και, όποτε μας συμβαίνει ξανά, αισθανόμαστε τη ζωή μας δικαιωμένη παρά τα χτυπήματα που έχουμε δεχθεί.
Ειδήσεις σήμερα