«Στην τελευταία μεγάλη περιοδεία που κάναμε ως Pink Floyd με τον Ντέιβιντ Γκίλμορ, το 1994, για το “Division Bell”, ο Ντέιβιντ είχε μπουχτίσει πια. Τον κατανοούσα, αλλά δεν συμφωνούσα ακριβώς. Ηταν, βέβαια, διαφορετικά για εκείνον, γιατί όλο το σόου έπεφτε πάνω στους ώμους του. Η περιοδεία είχε σκληρή δουλειά κι εκείνος είχε μικρά παιδιά και μια οικογένεια στο σπίτι», λέει ο ντράμερ των Pink Floyd, Νικ Μέισον, που τα τελευταία χρόνια είχε μείνει ανενεργός και το μόνο που έκανε ήταν κάποιες γκεστ εμφανίσεις με τον Ρότζερ Γουότερς στην περιοδεία του για το «Dark side of the moon» ή την επιμέλεια κάποιων συλλογών και επανακυκλοφοριών του σπουδαίου συγκροτήματος.
«Βασικά, έμεινα σπίτι. Εβγαλα άδεια για να πιλοτάρω ελικόπτερο, ασχολήθηκα λίγο και με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, γιατί μου είχε λείψει η αδρεναλίνη», λέει στις συνεντεύξεις. Οταν όμως τον προσέγγισαν δύο φίλοι μουσικοί, ο Λι Χάρις των Blockheads και ο Γκάι Πρατ, που αντικατέστησε το 1987 τον Ρότζερ Γουότερς στους Pink Floyd, η ιδέα που του παρουσίασαν ήταν αρκετά δελεαστική. Αυτό που είχαν σκεφτεί ήταν να φτιάξουν μια νέα μπάντα που να παίζει ζωντανά το παλιό υλικό των Pink Floyd, εκείνο που είχαν κυκλοφορήσει πριν γίνουν ένα από τα μεγαθήρια της ροκ μουσικής με το «Dark side of the moon». Οταν έκαναν μια πρόβα στο Λονδίνο, διαπίστωσαν γρήγορα ότι είχαν χημεία μεταξύ τους. «Το ενδιαφέρον σε αυτήν την απόπειρα ήταν ότι από την αρχή ακουγόταν πολύ καλό αυτό που κάναμε. Υπήρχε ενθουσιασμός», λέει ο Νικ Μέισον. Ετσι, άρχισαν να κλείνουν εμφανίσεις σε μικρούς χώρους των 500 ατόμων, κάτι που ο Μέισον είχε να κάνει εδώ και 50 χρόνια.
«Ενιωσα σαν 25χρονος. Μπορούσα να βλέπω στα μάτια τους άλλους μουσικούς που ήταν στη σκηνή μαζί μου. Μπορούσα να δω την τελευταία σειρά στο κοινό και να διαπιστώσω ότι όντως άκουγαν αυτά που παίζαμε. Τα μεγάλα στάδια είναι σπουδαία με όλα αυτά τα πυροτεχνήματα και τις γιγαντοοθόνες, αλλά δεν υπάρχει καμία σύνδεση με το κοινό», διαπιστώνει ο Μέισον, που είχε συνηθίσει να κάνει περιοδείες με τους Pink Floyd σε ιδιωτικά τζετ και λιμουζίνες. Με τους Saucerful of Secrets, όπως λέγεται το συγκρότημά του, μοιράζεται ένα λεωφορείο με τα υπόλοιπα μέλη. «Δεν μου λείπουν τα ιδιωτικά τζετ και οι λιμουζίνες. Περνάω πολύ καλά, διασκεδάζω», διαβεβαιώνει.
Λιγότερο γνωστά
Στις εμφανίσεις τους παίζουν τραγούδια λιγότερο γνωστά, όπως το «The Nile Song» από το σάουντρακ της ταινίας «More» (1969), το «ατελείωτο» «Atom Heart Mother» από το ομώνυμο άλμπουμ του 1970 ή το ψυχεδελικό «Set the controls for the heart of the sun» του 1968, τραγούδι στο οποίο ο Ρότζερ Γουότερς συνόδευσε τον φίλο του, Νικ Μέισον, κάποιες φορές όταν το συγκρότημά του περιόδευσε στις ΗΠΑ πριν από τρία χρόνια.
Κανείς δεν βρέθηκε στο κοινό να ζητήσει τις επιτυχίες των Pink Floyd. «Αν κάποιος θέλει να ακούσει το “Money” ή το “Comfortably Numb”, μπορεί να πάει σε μια συναυλία του Ντέιβιντ ή του Ρότζερ Γουότερς ή ακόμα και στην tribute band του Australian Pink Floyd Show», λέει ο Νικ Μέισον, που για πρώτη φορά έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ζωντανή εμφάνιση και οι προβολείς πέφτουν πάνω του. Κανείς δεν στέκεται μπροστά του στη σκηνή και η οπτική επαφή με το κοινό είναι άμεση. «Θέλαμε ο κόσμος να επικεντρωθεί στον Νικ. Είναι η δική του κληρονομιά αυτή που τιμάμε, άλλωστε. Ο Νικ ήταν αναντικατάστατος στους Pink Floyd, είχε το δικό του ξεχωριστό στιλ και νομίζω ότι δικαιούται το χειροκρότημα. Τώρα το έχει», λένε οι μουσικοί που τον πλαισιώνουν στις συναυλίες των Saucerful of Secrets.
Δημήτρης Καταλειφός στον ΕΤ: «Μεγάλο φορτίο και να παίζεις και να σκηνοθετείς»
Nick Mason’s Saucerful of Secrets
Παρασκευή 3 Ιουνίου (21.30)
Θεσσαλονίκη, Μονή Λαζαριστών
Γενική είσοδος: 52,80 ευρώ
Προπώληση: www.ticketmaster.gr
Σάββατο 4 Ιουνίου (21.00)
Αθήνα, «Τεχνόπολη»
Γενική είσοδος: 48 ευρώ
Προπώληση: viva.gr