Πρόκειται για έναν όρο που πλέον εμφανίζεται πολύ συχνά στην επικαιρότητα, καθώς ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα άσκησης πολιτιστικής διπλωματίας είναι ο αγώνας της χώρας μας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ωστόσο, η πρακτική της πολιτιστικής διπλωματίας αρδεύει τις ρίζες από την αρχαιότητα!
Η δρ Μαρία Σιεχατέ, λέκτορας επί συμβάσει στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και ανώτερη ερευνήτρια στο Κέντρο Αριστείας CYENS, με εξειδίκευση στον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων και τον ρόλο της πολιτιστικής διπλωματίας σε αυτό, αποδέχθηκε το κάλεσμα του «Ε.Τ.» της Κυριακής για μια συνέντευξη με θέμα το πολυσχιδές πεδίο της πολιτιστικής διπλωματίας σχολιάζοντας παράλληλα τις τελευταίες εξελίξεις για το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο κερδίζει όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη, που τάσσεται εμφατικά υπέρ της επιστροφής τους! Η κ. Σιεχατέ, επίσης, είναι συνεπιμελήτρια του τόμου «Ελληνική Πολιτιστική Διπλωματία» (εκδόσεις «Επίκεντρο»).
Η πολιτιστική διπλωματία θα μπορούσε να οριστεί ως η άσκηση εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας μέσω πολιτιστικών δραστηριοτήτων για τη βελτίωση και τη σύσφιγξη των διακρατικών σχέσεων. Ποια πολιτιστικά εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής;
Η πολιτιστική διπλωματία ουσιαστικά «χρησιμοποιεί» τον πολιτισμό ενός κράτους για την υποστήριξη των στόχων της εξωτερικής πολιτικής και ασκείται διαμέσου στοιχείων του πολιτισμού, όπως η γλώσσα, οι τέχνες, τα έθιμα, οι παραδόσεις, οι πολιτιστικές αξίες και τα αγαθά. Η πολιτιστική διπλωματία μάς προσφέρει μια πληθώρα εργαλείων, αναφέρω ενδεικτικά ως παραδείγματα τη λειτουργία εθνικών πολιτιστικών ινστιτούτων στο εξωτερικό, τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα με διεθνή αντίκτυπο, τις μεγάλες εκθέσεις στο εξωτερικό, τις πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ χωρών στο πλαίσιο ετήσιων θεσμών και την προώθηση της γλωσσομάθειας στο εξωτερικό. Απώτερος στόχος πάντα είναι να ενθαρρυνθεί η αμοιβαία κατανόηση, να σχηματιστούν θετικές εικόνες για μια χώρα σε άλλα κράτη και να αλλάξει προς το θετικό η στάση τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Πώς αντιλαμβάνονται οι εμπλεκόμενοι κυβερνητικοί φορείς τον ρόλο της πολιτιστικής διπλωματίας σήμερα;
Η πολιτιστική διπλωματία ως πεδίο δράσης είναι ιδιαιτέρως ευρύ και άπτεται πολλών διαφορετικών θεμάτων και, άρα, πολλών υπουργείων (Εξωτερικών, Πολιτισμού, Παιδείας, Τουρισμού) που τα χαρτοφυλάκιά τους σχετίζονται με πτυχές της πολιτιστικής διπλωματίας. Οπως είναι φυσικό, το καθένα προσεγγίζει την άσκηση ή την κατανόηση της πολιτιστικής διπλωματίας με διαφορετικό τρόπο και προτεραιότητες και γι’ αυτό είναι σημαντικό για μια χώρα να υπάρχει μια ενιαία στρατηγική που να βοηθά στη διαμόρφωση κοινών στόχων και ενός κοινού τρόπου κατανόησης του πεδίου και των δυνατοτήτων του. Νομίζω, πλέον, ότι η σημασία και τα οφέλη της πολιτιστικής διπλωματίας είναι εμπεδωμένα από τους σχετικούς κυβερνητικούς φορείς, με τις δυνατότητες, βέβαια, να περιορίζονται ανάλογα με τα σχετικά κονδύλια που είναι διαθέσιμα.
Η πολιτιστική διπλωματία ήταν μια κρατική πρακτική, ωστόσο τα τελευταία χρόνια σημαντικός παίκτης του κλάδου είναι και η κοινωνία των πολιτών. Πώς εμπλέκεται το κοινό και ποια τα εργαλεία του;
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί έντονα η δύναμη της κοινωνίας των πολιτών, που μέσα από δράσεις και ενέργειες ακτιβισμού έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαμορφώσει τάσεις και να αλλάξει κρατικές προτεραιότητες και στόχους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναθέρμανση από την κοινή γνώμη των συζητήσεων σχετικά με την αποαποικιοποίηση μουσειακών συλλογών και η αλλαγή στη στάση χωρών όπως η Γαλλία και η Γερμανία για σχετικά αιτήματα επαναπατρισμών. Και αυτό έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων, που διευκολύνουν την πρόσβαση στην πληροφορία και τις επαφές μεταξύ των πολιτών, με πολλές ευκαιρίες διασύνδεσης με άλλες χώρες.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα άσκησης πολιτιστικής διπλωματίας είναι ο αγώνας της χώρας μας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ως επιστήμονας, ποια είναι η άποψή σας σχετικά με την εξέλιξη του εθνικού μας αιτήματος;
Οι συζητήσεις για την επιστροφή αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους έχουν αλλάξει αρκετά από τη δεκαετία του 1980 και πλέον παρατηρείται μια παγκόσμια αλλαγή νοοτροπιών σε σχέση με την απόκτηση αρχαιοτήτων από μουσεία, η οποία δημιούργησε ευνοϊκότερες συνθήκες για αιτήματα επαναπατρισμού. Τα τελευταία χρόνια είχαμε σημαντικές εξελίξεις στο θέμα, όπως το ψήφισμα της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO το 2021, και διαφαίνεται μια σοβαρή μεταστροφή του κλίματος υπέρ των ελληνικών θέσεων, με τη διεθνή κοινή γνώμη να συστρατεύεται πλέον με την Ελλάδα. Επίσης, για πρώτη φορά βλέπουμε το Βρετανικό Μουσείο να επιθυμεί τον διάλογο και να είναι πρόθυμο να συζητήσει, σε αντίθεση με την πλήρη άρνηση που βλέπαμε παλαιότερα -υπενθυμίζω ότι είχαν αρνηθεί πρόσκληση της UNESCO για διαμεσολάβηση προ δεκαετίας-, το οποίο αποτελεί ένα ενθαρρυντικό βήμα, που δείχνει ότι υπάρχουν πλέον κάποιες θετικές αλλαγές και ευνοϊκές συγκυρίες. Επομένως, θεωρώ ότι είμαστε σε έναν καλό δρόμο, με αρκετές θετικές εξελίξεις, αλλά σίγουρα ο δρόμος είναι ακόμα πολύ μακρύς.
Ποια είναι τα τρία πιο καθοριστικά «βέλη» της χώρας μας που πέτυχαν τον στόχο τους στην υπόθεση της επανένωσης κατά τη διάρκεια των 40 χρόνων προσπαθειών, από τότε που η Μελίνα Μερκούρη έθεσε το θέμα στην UNESCO;
Θεωρώ ότι η Ελλάδα κατάφερε αρκετά σημαντικά βήματα, που δημιουργούν πρόσφορο έδαφος. Εχει, για παράδειγμα, καταφέρει να ψηφιστεί από τη Γενική Διάσκεψη της UNESCO ότι το ζήτημα των Μαρμάρων δεν θα βγει από την ατζέντα της σχετικής Επιτροπής μέχρι να λυθεί, που αποτελεί πηγή συνεχούς πίεσης για τη Βρετανία. Τον Σεπτέμβριο του 2021 είχαμε το θετικό ψήφισμα της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO, που αναγνωρίζει επισήμως το ζήτημα ως διακυβερνητικό και όχι ως διαφορά μεταξύ μουσείων, όπως διατεινόταν η Βρετανία. Πέτυχε, επίσης, μια σημαντική μεταστροφή της κοινής γνώμης, με την πλειονότητα του βρετανικού λαού, ακόμα και εφημερίδων όπως οι «Times» του Λονδίνου, που παραδοσιακά στήριζαν τις βρετανικές θέσεις, να παίρνουν πλέον σαφή θέση υπέρ της Ελλάδας. Να μην ξεχνάμε, βέβαια, και τις σημαντικές επιστροφές θραυσμάτων από τον Παρθενώνα που επιστράφηκαν από τη Χαϊδελβέργη το 2006, το Παλέρμο το 2022 και το Βατικανό το 2023, δίνοντας ένα πολύ ισχυρό μήνυμα για τη σημασία της επανένωσης των Μαρμάρων όπου και αν βρίσκονται.
Ποια είναι τα «εφόδια» από την πολιτιστική διπλωματία που πρέπει η ελληνική πλευρά να αναδείξει για την επίτευξη της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα;
Σίγουρα η υποστήριξη του αιτήματος απαιτεί κινητοποίηση σε πολλαπλά επίπεδα, έτσι ώστε να ασκηθεί στη βρετανική πλευρά πίεση διαμέσου πολλών καναλιών. Η συνέχιση της δράσης της Ελλάδας σε διεθνή fora και οργανισμούς όπως η UNESCO αποτελεί σημαντικό όπλο, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη συνεργειών με άλλα κράτη, τα οποία θα λειτουργούν ως σύμμαχοι και υποστηρικτές στο ελληνικό αίτημα. Φυσικά, η πολιτιστική διπλωματία έχει κυρίαρχο ρόλο στο να κερδηθεί η κοινή γνώμη και να διατηρηθεί το ενδιαφέρον της, αλλά και η μεγάλη πίεση που ασκεί στη βρετανική πλευρά, αλλά και στο να πειστούν πολιτικοί και διπλωμάτες, που μπορούν, επίσης, να ασκήσουν πίεση υπέρ των ελληνικών θέσεων.
Ποιο είναι το μέλλον της πολιτιστικής διπλωματίας στην Ελλάδα;
Νομίζω ότι χρειάζεται μια ολιστική επανεξέταση του ρόλου της πολιτιστικής διπλωματίας και των διαύλων άσκησής της και μια σοβαρή επένδυση σε αυτήν, ώστε να έχουμε οφέλη όχι μόνο στην εξωτερική πολιτική αλλά και στον τουρισμό ακόμα και στην οικονομία. Επομένως, καλό θα ήταν να στρέψουμε τις προσπάθειές μας στη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου στρατηγικής και χρηματοδοτικού πλάνου για την πολιτιστική διπλωματία, στην ανάπτυξη νέων συνεργειών ανάμεσα στα εμπλεκόμενα υπουργεία και στη διεύρυνση του ρόλου του σύγχρονου πολιτισμού στον εμπλουτισμό του πολιτιστικού προϊόντος της χώρας για την περαιτέρω ενίσχυση της ήπιας δύναμής της με άμεση επίδραση στην εικόνα της χώρας στο εξωτερικό.
Η ακύρωση της συνάντησης του Βρετανού πρωθυπουργού, Ρίσι Σούνακ, με τον Ελληνα ομόλογό του, Κυριάκο Μητσοτάκη, πιστεύετε ότι είχε θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στην ελληνική διεκδίκηση;
Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε, κατά τη γνώμη μου, ένα ανέλπιστο δώρο για την Ελλάδα, γιατί μέσα από την αψυχολόγητη κίνηση του Βρετανού πρωθυπουργού αναδείχθηκε το θέμα των Μαρμάρων και αποτέλεσε για μέρες πρώτο θέμα σε βρετανικά αλλά και διεθνή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, δίνοντας άλλη μία ευκαιρία ανακίνησης του δημόσιου διαλόγου για το ζήτημα αυτό, κάτι που σίγουρα λειτουργεί προς όφελος της Ελλάδας. Θεωρώ ότι το περιστατικό αυτό ήταν μεμονωμένο, μια προσωπική επιλογή του Σούνακ, η οποία επικρίθηκε σφόδρα και από τον αντίπαλό του, Κιρ Στάρμερ, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, και σίγουρα δεν μπορεί να βλάψει την ελληνική διεκδίκηση, αλλά μάλλον αποδυναμώνει τα βρετανικά επιχειρήματα.