Είναι η νέα αγγλόφωνη ροκ σκηνή της χώρας μας που τα τελευταία χρόνια διανύει μια περίοδο εύφορη και δημιουργική, με ακροατήριο που σπεύδει στα live και τα δισκοπωλεία όταν κυκλοφορεί νέα δουλειά. Ο Χρήστος Δανιηλίδης και ο Μιχάλης Μαλανδράκης υπογράφουν το ντοκιμαντέρ «Η εποχή της άρνησης του θανάτου» ως μια απόπειρα καταγραφής αυτής της σκηνής ή πιο απλά ως έναν «φόρο τιμής στα συγκροτήματα με τα οποία μεγάλωσα», όπως λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο Χρήστος Δανιηλίδης.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία;
Αρχικά ήταν ιδέα για πτυχιακή εργασία. Ημουν Erasmus στην Ισπανία και μια μεθυσμένη βραδιά, μου ήρθε η ιδέα γιατί αυτή τη σκηνή – την παρακολουθώ από πιτσιρίκι. Στην αρχή ήταν πιο εστιασμένη στο Schoolwave Festival, αλλά αυτό δεν προχώρησε. Αργότερα προσέγγισα τον Μιχάλη Μαλανδράκη, που σπούδαζε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου, του άρεσε η ιδέα και αρχίσαμε να το στήνουμε. Ας πούμε ότι ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής σε αυτή τη σκηνή που όταν την άκουγα στον Βόλο, μικρός, ένιωθα παράταιρος.
Και τι θα δούμε σε αυτήν;
Στην ταινία γίνεται μια κοινωνικοοικονομική προσέγγιση ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’90 και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι μπάντες τότε. Δεν υπήρχαν πολλά κλαμπ να παίξεις μουσική, ήσουν κάπως δαχτυλοδεικτούμενος όταν έλεγες ότι έπαιζες σε μπάντα και θέλεις να πληρωθείς από αυτό, δεν υπήρχε το knowhow, δεν υπήρχε καλός εξοπλισμός, δεν υπήρχε το Ιντερνετ, δεν ήταν έτοιμα όλα, δυστυχώς. Οπως τα περισσότερα πράγματα στην Ελλάδα. Προχωράμε μετά στη δεκαετία του 2000, όπου υπήρχε ξηρασία. Οι δισκογραφικές εταιρίες έψαχναν τότε να βρουν τις επόμενες Τρύπες και τα επόμενα Ξύλινα Σπαθιά, χωρίς αποτελέσματα. Μετά περνάμε στο Schoolwave, όπου εκεί σημειώθηκαν οι πρώτοι κραδασμοί. Μαζί και σε μια συλλογικότητα, τη Spinalonga records, που κυκλοφορούσε συλλογές με τις μπάντες που ξέρουμε τώρα. Μετά πάμε στην οικονομική κρίση και στο πώς η καμένη γη έδωσε εύφορο έδαφος για να ανθήσει όλο αυτό. Τα μαγαζιά που φιλοξενούσαν live δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να φέρουν ακριβά ονόματα από το εξωτερικό και αναγκαστικά στράφηκαν στις εγχώριες μπάντες.
Και μετά περνάμε στις αρχές της δεκαετίας του 2010, το 2011 συγκεκριμένα, όταν κυκλοφόρησαν δυο δίσκοι-ορόσημα, το «Macho Libre» των Planet of Zeus και το «Super Van Vacation» των 1000mods και έγινε αυτή η σκηνή πιο μεγάλη. Στη συνέχεια έχει άλλα δύο κεφάλαια με την πορεία της σκηνής έως τώρα, τα soldout που κάνουν στις συναυλίες τους τα συγκροτήματα, τις εμφανίσεις τους στα μεγάλα κλαμπ της Αθήνας που είναι δεδομένες γιατί τα γεμίζουν με 1.500-2.000 άτομα. Στο τέλος υπάρχει μια ενότητα που τη λέω «ενδοσκόπηση» και την κάνουν οι μουσικοί ως άνθρωποι. Προσπαθούμε να δούμε αν όντως αρνούνται τον θάνατο. Αν όντως η μουσική είναι η ζωή τους και γιατί συνεχίζουν να το κάνουν αυτό. Είναι άνθρωποι που κοντεύουν τα 40, δεν έχουν οικογένειες, δουλεύουν δυο δουλειές για να συντηρήσουν αυτό που αγαπούν κι αυτό εμένα προσωπικά με συγκινεί. Επρεπε λοιπόν να δοθεί έμφαση στον άνθρωπο πίσω από τον μουσικό, που αυτό για μένα είναι το πιο βασικό.
Για ποιους λόγους άνθησε η ροκ σκηνή;
Πολλοί παράγοντες έπαιξαν ρόλο. Πρώτα απ’ όλα έχουμε την έκρηξη του Διαδικτύου. Το πόσο γρήγορα μπορεί να διαδοθεί η μουσική σου από τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη. Εχει σταματήσει πλέον η φήμη από στόμα σε στόμα και έχει γίνει πλέον από post σε post, με άλλη δυναμική. Συνέπεια όλων αυτών είναι να ανοίγουν και αγορές στο εξωτερικό. Γίνεσαι γνωστός χωρίς να έχεις φυσική παρουσία. Επίσης, η οικονομική κρίση συντέλεσε πάρα πολύ στην άνθηση της σκηνής. Τα κλαμπ στην Αθήνα, που είχαν το knowhow, αναγκάστηκαν να στραφούν σε νεότερες μπάντες, που όμως έπαιζαν καλά, αφού τα μεγάλα ονόματα ήταν ασύμφορο οικονομικά να τα φέρεις να παίξουν εδώ. Επίσης, πρέπει να συνυπολογίσουμε και το μομέντουμ. Φαίνεται τυχαία η έκρηξη της σκηνής μετά το 2010, αλλά η προεργασία είχε γίνει νωρίτερα με τη Spinalonga records και τα μικρά live που γίνονταν και έφτιαξαν έναν πυρήνα. Οπως επίσης και το Schoolwave που έφερνε νέους καλεσμένους ηλικιακά και μουσικά και δεν έκανε εκπτώσεις. Χρόνο με τον χρόνο ο πυρήνας αυτός άρχισε να διευρύνεται σταδιακά.
Στο ντοκιμαντέρ μιλάνε και δύο καθηγητές πανεπιστημίων.
Ναι. Ο ένας είναι ο Νικόλας Χρηστάκης, κοινωνικός ψυχολόγος που διδάσκει στο ΕΚΠΑ. Μας έδειξε πώς δουλεύουν το ροκ και τα είδωλα. Μίλησε για το πώς βλέπει ένας θεατής έναν ροκ μουσικό πάνω στη σκηνή και πώς το ροκ διαφοροποιείται σε αυτό το κομμάτι από άλλα είδη. Είναι πιο έντονη η ειδωλοποίηση του μουσικού της ροκ.
Ο άλλος είναι ο Κώστας Κατσιάπης, καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο. Ο συγκεκριμένος έχει κάνει σπουδαία συγγραφική δουλειά για το ροκ εν ρολ στη δεκαετία του ’60, τις νεολαίες, στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο. Τους επιλέξαμε γιατί τους αρέσει το ροκ και μπορούν να μιλήσουν με διττή ταυτότητα, τόσο ως ακροατές όσο και ως καθηγητές που βλέπουν τα πράγματα σε βάθος και αναλύουν τις συμπεριφορές, τις ταυτότητες. Θέλαμε τη ματιά τους γιατί δεν είναι ωραίο να μιλάνε αποκλειστικά οι πρωταγωνιστές της σκηνής. Θέλαμε ένα έμπειρο μάτι που έχει δει πολλά εξαιτίας της ακαδημαϊκής του πορείας. Ο κ. Χρηστάκης είναι επίσης ο εμπνευστής του τίτλου της ταινίας. Μας είπε ότι τίποτα δεν πεθαίνει στις μέρες μας, υπάρχει άρνηση θανάτου. Και οι δύο συμφώνησαν ότι το ροκ δεν είναι μόδα για να έλθει και να παρέλθει. Μόδες είναι τα υποείδη. Το γεγονός ότι το ροκ μπορεί να βρίσκεται στην κατιούσα αυτή την εποχή αλλά συνεχίζει να αφορά πολύ κόσμο, σημαίνει ότι δεν πεθαίνει. Πολλές φορές βρίσκεται σε λήθη αλλά είναι σίγουρα το πιο επικίνδυνο είδος σε θέματα αφύπνισης και ανακατάταξης των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών. Μαζί με το χιπ χοπ είναι τα μόνα είδη που συντηρούν αυτό το status quo. Δεν έχουν κάνει εκπτώσεις. Τα υποείδη έχουν κάνει εκπτώσεις.
Οι μπάντες στην Ελλάδα «τρέχουν» τα πάντα μόνες τους…
Τι λείπει από τη ροκ σκηνή για να μεγαλώσει κι άλλο;
Αυτό που λείπει είναι η βιομηχανία καθ’ εαυτή. Εξω οι μάνατζερ προσέχουν πολύ μια μπάντα όταν βλέπουν ότι έχει προοπτική. Εδώ στην Ελλάδα η λογική είναι να μοιραστούν τα όποια κέρδη άνισα και τέλος. Οι μπάντες στην Ελλάδα το τρέχουν μόνες τους. Βέβαια, το ότι λείπει η βιομηχανία είναι καλό γιατί αλλιώς θα είχε τυποποιηθεί αυτή η σκηνή.
Από την άλλη, είμαστε 10.000.000 άνθρωποι στην Ελλάδα και οι μισοί ακούνε μπουζούκια και πάνε στα κλαμπ. Το γεγονός όμως ότι οι Planet of Zeus γέμισαν το Σταύρος Νιάρχος με 7.000 άτομα, κάτι λέει. Ή ότι οι 1000mods έκαναν soldout στο Θέατρο Βράχων. Αναλογικά αυτή η σκηνή αφορά πολλούς ανθρώπους. Αυτό που λείπει είναι να έρθουν κι άλλες μπάντες και να μην παίζουν στη σκιά των μεγάλων. Οσο υπάρχει διάρκεια στην παραγωγή της μουσικής, όσο υπάρχουν μπάντες που το παίρνουν στα σοβαρά, η σκηνή θα μεγαλώνει.
Επίσης, ένα καλό βήμα θα ήταν να υπάρξουν περισσότεροι επαγγελματίες στην παραγωγή, άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται να κάνουν αρπαχτές με τα συγκροτήματα.
Το «Use» των Nightstalker είναι κάτι σαν το ευαγγέλιο αυτής της σκηνής…
Ποιες είναι οι δικές σου δυνατές αναμνήσεις σε σχέση με αυτή τη σκηνή;
Από προσωπικές αναμνήσεις θυμάμαι ότι ήμουν 14 ετών και είχα πει ψέματα στους γονείς μου στον Βόλο για να πάω να δω τους Planet of Zeus. Είχα πάει μόνος μου, είχα κάτσει πίσω και έβλεπα αυτό τον πανικό που με φόβιζε και παράλληλα με γοήτευε. Μερικά χρόνια αργότερα, σημαντικό ήταν το live για την παρουσίαση του δίσκου «Loyal to the pack» των Planet of Zeus, μια εμφάνιση με συναισθηματισμό και ωμότητα. Εκλαιγα σε κάποια φάση χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει. Επίσης, η συναυλία παρουσίασης του δίσκου «Vultures» των 1000mods που ήταν το καλύτερο άνοιγμα συναυλίας που έχω δει στη ζωή μου. Ηταν άνοιγμα μπάντας άλλου επιπέδου, όχι για την Ελλάδα.
Και ποιος δίσκος θα έλεγες ότι αντικατοπτρίζει καλύτερα αυτή τη σκηνή;
Νομίζω το «Use» των Nightstalker είναι κάτι σαν το ευαγγέλιο αυτής της σκηνής. Εκεί έγινε όλη η ζύμωση. Γράφτηκε σε μια περίοδο, το 1996, που τα μπουζούκια ήταν στο αποκορύφωμά τους και αυτός ο δίσκος σε κάνει να αναρωτιέσαι από πού ξεφύτρωσε αυτό το πράγμα. Βέβαια, όπως και να το κάνουμε το «Super Van Vacation» των 1000mods και το «Macho Libre» των Planet of Zeus την καθόρισαν αυτή τη σκηνή. Είναι οι δίσκοι που την έφεραν πιο κοντά στο ευρύ κοινό. Μπορεί να μην είναι τα αγαπημένα μου άλμπουμ, αλλά έκαναν το «μπαμ» που λέμε.
Info
Το ντοκιμαντέρ «Η εποχή της άρνησης του θανάτου» προβάλλεται σήμερα Κυριακή στην «Τεχνόπολις», στο πλαίσιο του Gimme Shelter Film Festival, σε μια βραδιά με συζητήσεις και ζωντανές εμφανίσεις και θα συμμετέχει στο επερχόμενο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (24/6-4/7).
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr