Δύο γυναίκες αφηγούνται επί σκηνής κοινές μνήμες και παραλλαγές των αναμνήσεών τους, ανάμεσα σε διαφορετικά στοιχεία καταγραφής, ανάμεσα σε μονολόγους που επαναλαμβάνονται, συνδιαλέγονται και σπάνε, διατυπώνοντας μια κοινή αφήγηση γύρω από την ταυτότητα, το παρελθόν, την μνήμη και την κατασκευή της. Ποια είναι η πολιτική της μνήμης; Πως γίνεται να ξεχνάς σε μια εποχή που όλα καταγράφονται; Τι είναι αληθινό και τι όχι, σε μια ανάμνηση θολή σαν την πραγματικότητα και διαυγή σαν το ψέμα;
«Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Ούτε καν εμένα και εσένα, να την κοιτούμε σε έναν κόσμο άδειο από ανθρώπους. Κοιτάζοντας την, σχεδόν σαν να την παρηγορούμε».
Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά σε μορφή αναλογίου στο Maison de la Poésie στο Παρίσι σε σκηνοθεσία Laurence Campet και μετάφραση της Clio Mavroeidakos καθώς και στο Φεστιβάλ Αναλόγιο, μέλος του οργανισμού EFA/EFFE (European Festivals Association/ Europe for Festivals- Festivals for Europe), που αποτελεί έναν επιτυχημένο θεσμό που είναι αφιερωμένος στο θέατρο και στη σύγχρονη γραφή, δραματική και σκηνική, και διοργανώθηκε φέτος για 15η συνεχή χρονιά, 21-27 Σεπτεμβρίου 2018.
Συντελεστές
Κείμενο: Θωμάς Τσαλαπάτης
Σκηνοθεσία: Νικόλ Δημητρακοπούλου
Σκηνοθεσία Εικόνας: Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος
Φωτιστικός Σχεδιασμός: Νίκος Βλασόπουλος
Σκηνογραφία: Ανδριανός Ζαχαριάς
Επιμέλεια Κίνησης: Χαρά Κότσαλη
Μουσική – Ηχητικός Σχεδιασμός: Μανώλης Μανουσάκης
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Γραφιστική Επιμέλεια: Θάνος Κερμίτσης
Δημόσιες σχέσεις και επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγγάνη
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιάννης Παντελίδης
Παραγωγή: R.M.LIGHT
Ηχογραφημένη φωνή: Λουκία Πιστιόλα
Ερμηνεία : Άλκηστις Νικολαϊδη, Νικόλ Δημητρακοπούλου
Πληροφορίες: Παραστάσεις: Από Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15
Τιμές εισιτηρίων:
Γενική Είσοδος: 12€ – Φοιτητικό, ανέργων: 10€ – Ατέλειες ηθοποιών: 5€
…«Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πιά»…
Μία συζήτηση με την σκηνοθέτη και ηθοποιό κ. Νικόλ Δημητρακοπούλου
Για κάθε άνθρωπο αποτελεί χαρά και αίτιο αισιοδοξίας όταν συναντά νέους, οι οποίοι διαθέτουν ταλέντο, μοχθούν για την απόκτηση γνώσης και αφιερώνονται στην υπηρεσία του αντικειμένου που αγαπούν και επέλεξαν να υπηρετήσουν. Μία νέα γυναίκα η οποία διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά είναι και η κα Νικόλ Δημητρακοπούλου.
Την Νικόλ την γνώρισα πρώτη φορά το 2008 σε κάποια συγκέντρωση φίλων. Κάποια κοινή γνωστή μου είπε «έλα να σου συστήσω ένα καταπληκτικό πλάσμα». Και πράγματι, συνάντησα ένα νέο κορίτσι, περίπου 20 χρόνων, εύθραυστη και γλυκιά παρουσία, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο αυτοπεποίθηση με καθαρό και διεισδυτικό βλέμμα, φυσική ευγένεια και σεμνότητα.
Εκείνο, όμως, που με εντυπωσίασε ήταν η δύναμη που έβλεπα στο βλέμμα της. Την δύναμη ενός νέου ανθρώπου που ξέρει την δυνατότητά του, αλλά, που η σεμνότητα και η παιδεία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην αλαζονεία· και που πραγματικά ξέρει τι ζητά. Τότε η Νικόλ τελείωνε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και αναζητούσε μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Εικάζοντας ότι θα έψαχνε κάτι σχετικό με τις προπτυχιακές σπουδές της -τμήμα διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών-, της πρότεινα κάτι σχετικώς. Όμως, η απάντησή της με άφησε άναυδο. Η Νικόλ ήθελε να κάνει κάτι συναφώς με το θέατρο. Έτσι, η εισαγωγή και φοίτηση στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών ήταν η αναμενόμενη συνέχεια.
Ακολουθεί η μετακίνησή της στο Λονδίνο, όπου κάνει μεταπτυχιακό στο Performance making στο Goldsmiths University of London.
Το 2011 επιστρέφει στην Ελλάδα· κόντρα στο κύμα της μεγάλης φυγής. Στην προχθεσινή συνάντησή μας, είχα την ευκαιρία να συζητήσω με έναν νέο άνθρωπο, από εκείνους που σπάνια συναντά κανείς σήμερα. Συγκροτημένος και εύστοχος ο λόγος της, προφανώς, συνέπεια ουσιαστικής παιδείας.
– Νέα, με εξαιρετικές σπουδές, μια οικογένεια που σε στηρίζει και εσύ αποφασίζεις να επιστρέψεις, όταν η πλειοψηφία των νέων στρέφεται για εργασία προς τις αγορές του εξωτερικού. Τι σε οδήγησε στην απόφαση της επιστροφής;
Γύρισα γιατί αισθανόμουν υποχρέωση στους συμπατριώτες μου. Δεν μπορούσα να ακούω στο εξωτερικό να μιλούν σχετικά με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και εγώ να βρίσκομαι σε απόσταση από ό,τι συνέβαινε στην χώρα μου. Ο καλλιτέχνης -όπως εγώ αντιλαμβάνομαι τον όρο και τον ρόλο του-, έχει υποχρέωση να μιλά για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και για εμένα ήταν και εσωτερική ανάγκη. Αν συνέχιζα να λείπω, θα έχανα μια ιστορική στιγμή, ένα κομμάτι από την πατρίδα μου. Με δυο λόγια ήθελα, αισθάνθηκα την ανάγκη να βρεθώ δίπλα στους ανθρώπους μου, δίπλα στους συμπατριώτες μου.
– Επιστρέφεις λοιπόν από το Ηνωμένο Βασίλειο και βρίσκεσαι σε μία Ελλάδα τελείως διαφορετική από ό,τι την άφησες. Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;
Ξεκίνησα, διοργανώνοντας το φεστιβάλ devised theatre και ως βοηθός του Θεοδωρόπουλου. Το 2013 ξεκινώ να συνεργάζομαι με το Ίδρυμα Κακογιάννη και το 2015 αναλαμβάνω την θέση καλλιτεχνικής διευθύντριας.
– Πρώτος ρόλος στην Ελλάδα;
Θέατρο Νέου Κόσμου στο «ένα καρφί στον τοίχο», σε σκηνοθεσία Χρ. Στέριογλου.
– Το 2017 παίζεις το ρόλο της Χλόης στο έργο «το τελευταίο ψέμα», μια θεατρική μεταφορά της ταινίας του Μ. Κακογιάννη και οι κριτικές είναι -θα λέγαμε- διθυραμβικές. Σε άγχωσε καθόλου το γεγονός ότι τον ρόλο αυτόν είχε υπηρετήσει η μεγάλη Έλλη Λαμπέτη;
Καθόλου, άλλωστε, επρόκειτο για την θεατρική μεταφορά ενός κινηματογραφικού έργου. Κάθε μεγάλο ρόλο τον έχει υποδυθεί και κάποιος μεγάλος ηθοποιός. Εγώ επέλεξα να ανατρέξω σε δικές μου στιγμές που έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις, ακόμη και σε δύο ακραίες επιλογές, όπως π.χ. το να επιστρέψω ή να παραμείνω στο Λονδίνο, όπου σημειωτέον η οικονομική μου κατάσταση εκεί ήταν πολύ καλή.
– Δεδομένης της εμπειρίας σου στο ΗΒ και στην Ελλάδα, ποιες διαφορές ανιχνεύεις;
Η μεγάλη διαφορά έχει να κάνει με τον τρόπο που γίνεται η υποδοχή στους νέους ανθρώπους. Στο Λονδίνο και γενικώτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το πολυπολιτισμικό και το νέο. Οι ήδη καταξιωμένοι καλλιτέχνες, όχι μόνον δεν έχουν ανασφάλεια για τους νέους που εισέρχονται στον χώρο, αλλά, αντιθέτως, έχουν υψηλό ενδιαφέρον προκειμένου να ακούσουν τους νέους. Αφουγκράζονται τι έχουν να πουν, έστω και όταν η αφέλεια της νιότης είναι προφανής…
– Για έναν νέο καλλιτέχνη οι ευκαιρίες είναι οι ίδιες στην Ελλάδα και στο ΗΒ;
Ίδιες δεν είναι. Αυτό πρωτίστως, λόγω του μεγέθους, λόγω του μεγάλου πληθυσμού του ακροατηρίου. Υπάρχουν πολλά θέατρα και δυνατότητες να παρουσιάσει κάποιος την δουλειά του. Συνεπώς, οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται για έναν νέο καλλιτέχνη στην γηραιά Αλβιώνα είναι μεγαλύτερες.
– Αντιμετώπισες κάποια καχυποψία από τον ελληνικό καλλιτεχνικό κόσμο μετά την επιστροφή σου;
Καθόλου. Αντιθέτως εγώ ήμουν κάπως επιφυλακτική. Στο Λονδίνο, δεν υπήρχε η … συστολή του «γνωστού». Δηλαδή, βλέπεις έναν καταξιωμένο καλλιτέχνη -ηθοποιό ή σκηνοθέτη κ.λπ.-,
-Η Τέχνη και ιδιαιτέρως το θέατρο απαιτούν ασκητική αφοσίωση, ενώ ταυτοχρόνως, είναι και πολιτική δράση. Πιστεύεις ότι το θέατρο είναι αταξικό και έχει πολιτική αποστολή;
-Πώς συνδυάζεις τον ρόλο σου ως μητέρα και ως καλλιτέχνης;
Τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι το να είσαι γονιός δεν συνδυάζεται εύκολα με το θέατρο. Πρέπει να καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια. Ευτυχώς, εγώ είμαι τυχερή και έχω δίπλα μου ανθρώπους που πιστεύουν σε εμένα και με στηρίζουν. Πρώτος από όλους ο σύζυγός μου.
-Αρκεί το ταλέντο για να είναι κάποιος καλός ηθοποιός;
Όχι. Χρειάζεται πολλή δουλειά. Το θέατρο είναι πολύ απαιτητικό πεδίο δραστηριοποίησης. Θέλει αφοσίωση και πολλή δουλειά. Ο καλλιτέχνης -για να είναι καλλιτέχνης-, πρέπει συνεχώς να εξελίσσεται και να κατακτά γνώση. Καθημερινά. Αυτό είναι μία επίπονη διαδικασία. Κοστίζει. Αλλά, αν επιλέξεις αυτόν τον δρόμο, η ανταμοιβή δεν συγκρίνεται με τίποτε.
-Νικόλ πες μου λίγα λόγια για την παράσταση που παρουσιάζεις τώρα.
Παίζω και σκηνοθετώ την παράσταση «Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πιά» στο θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41) στο Γκάζι. κάθε Δευτέρα και Τρίτη.
Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε το 2017 από τον Θωμά Τσαλαπάτη, έναν συγγραφέα με προσωπικό και πρωτότυπο λόγο και όπου κίνηση εικόνα και ήχος παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην πλοκή του.
Η δική μου προσέγγιση συνίσταται στο να πραγματοποιηθεί μια παράσταση όπου ο θεατής θα έχει την δυνατότητα να δημιουργήσει μια καθαρά προσωπική θέαση του έργου. Ένα δικό του μοντάζ. Ακολούθησα δηλαδή την καθαυτή λειτουργία της μνήμης και στην σκηνοθετική προσέγγιση καθώς σε κάθε πράξη και αντίστοιχα στην θεατρική πράξη το γεγονός καθαυτό δεν έχει τόσο σημασία όση οι όροι με τους οποίους ο καθένας το βιώνει ξεχωριστά. Η ανάμνηση που φτιάχνεις είναι άρρηκτα δεμένη με τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα. Στον κάθε θεατή συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Το ίδιο συνέβη και κατά την δημιουργία της παράστασης.
Ζούμε σε μια εποχή όπου ζούμε για να καταγράφουμε. Τρέχουμε πίσω από μια εικόνα μας με την οποία δεν ταυτιζόμαστε. Μια εικόνα που δεν προλαβαίνουμε να γνωρίσουμε. Προσπαθούμε συνεχώς να μην ξεχάσουμε αλλά και να μην μας ξεχάσουν. Νομίζω πως είναι αρκετά απελευθερωτικό να δούμε λίγο πιο βαθιά αυτή την λειτουργία της μνήμης και να επισκεφτούμε τον χώρο εκείνο όπου ο χρόνος καταργείται και ο άνθρωπος εμπεριέχει όλο του τον εαυτό μαζί με όλες τις αναμνήσεις, καλές ή κακές, τα όνειρα και τις φαντασιώσεις του.
…
Έφυγα εντυπωσιασμένος και ειλικρινά αισιόδοξος. Σκεφτόμουν ότι ο χρόνος ήταν πολύ λίγος. Θα μπορούσα να συζητώ με την κ. Δημητρακοπούλου για πολλές ώρες. Όμως, ούτως ή άλλως, ποτέ ο χρόνος δεν αρκεί με ανθρώπους σαν την Νικόλ,. Άλλωστε, παρακολουθώντας την δουλειά της στο θέατρο, είμαι βέβαιος ότι θα αποκομίσω πολλά! Γιατί η Νικόλ, έχει να δώσει περισσότερα από όσα η μικρή δυνατότητά μου μπορεί να προσλάβει. Καλή συνέχεια.