Ουσιαστικά, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου βλέπει ενδείξεις τέλεσης του συγκεκριμένου αδικήματος (το οποίο προβλέπει ποινή φυλάκισης έως 2 έτη) από το γεγονός ότι οι βουλευτές κατήλθαν ως υποψήφιοι του κόμματος «Σπαρτιάτες» με πρόεδρο τον Βασίλη Στίγκα, όμως στην πραγματικότητα λειτουργούσαν ως στελέχη του κόμματος Κασιδιάρη, στο οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο είχε απαγορεύσει τη συμμετοχή στις τελευταίες εκλογές.
Όπως αναφέρει η κ. Αδειλίνη «οι ανωτέρω θα πρέπει να παράσχουν εξηγήσεις σχετικά με το ότι στις βουλευτικές εκλογές στις 25-6-2023 φέρεται ότι εξαπάτησαν από κοινού τους εκλογείς, με τον πιο κάτω τρόπο για να αλλάξουν το εκλογικό τους φρόνημα, δηλαδή να ψηφίσουν, αντί άλλης επιλογής, υπέρ αυτών και του κόμματός τους. Συγκεκριμένα παρέστησαν από κοινού ψευδώς στους εκλογείς, προκειμένου οι τελευταίοι να ψηφίσουν τους ίδιους και το κόμμα τους ότι είναι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος “Σπαρτιάτες” με αρχηγό τον Βασίλειο Στίγκα και ακολουθούν τις αρχές του συγκεκριμένου κόμματος, του οποίου η οργάνωση και η δράση πληροί τις προϋποθέσεις της εκλογικής νομοθεσίας και εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αλήθεια όμως ήταν ότι αυτοί είχαν επιλεγεί από τον Ηλία Κασιδιάρη και όχι από τον Βασίλειο Στίγκα, ότι χάρη στη στήριξη του πρώτου είχαν εκλεγεί βουλευτές και ότι αναγνώριζαν ως πραγματικό τους αρχηγό τον ανωτέρω, ο οποίος τους καθοδηγούσε από τις φυλακές».
Βαριές καταγγελίες
Η έρευνα της κ. Αδειλίνη είχε ανοίξει μετά τις δημόσιες καταγγελίες του Β. Στίγκα από το βήμα της Βουλής για «εξωκοινοβουλευτικά κέντρα και υπόγειες διεργασίες στο κόμμα του» χρησιμοποιώντας μάλιστα βαρύτατους χαρακτηρισμούς όπως «Greek Mafia» και «Don Corleone».
Κατόπιν αυτών των σοβαρών καταγγελιών, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κάλεσε τον Β. Στίγκα, με τον πρόεδρο των «Σπαρτιατών» να καταθέτει δύο φορές επί πολλές ώρες στον Αρειο Πάγο.
Δημοσίως, ο Β. Στίγκας είχε επιχειρήσει να αμβλύνει τις αρχικές καταγγελίες του, χωρίς το περιεχόμενο της κατάθεσής του να γίνει γνωστό. Στο εισαγγελικό έγγραφο προς τη Βουλή πάντως αναφέρονται καταγγελίες, όπως το ότι οι 11 βουλευτές «είχαν εξυφάνει σχέδιο, βάσει του οποίου, αμέσως μετά την εκλογή τους θα ανέτρεπαν τον Βασίλειο Στίγκα και θα όριζαν νέο αρχηγό του κόμματος τον πλήρως ελεγχόμενο από τον Ηλία Κασιδιάρη Χαράλαμπο Κατσιβαρδά», ή το ότι «θα νέμονταν το ποσό της κρατικής επιχορήγησης, έναντι μάλιστα της οποίας το κόμμα των “Σπαρτιατών” είχε ήδη λάβει ποσό 40.000 ευρώ περίπου», οι οποίες με κάποιον τρόπο έχουν φτάσει ως στοιχεία στην εισαγγελέα.
Σε κάθε περίπτωση, το εάν ο Β. Στίγκας κατήγγειλε τους βουλευτές της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας σύντομα θα φανεί, αφού η κατάθεσή του μαζί με όλη την υπόλοιπη δικογραφία που έχει σχηματιστεί θα διαβιβαστεί στη Βουλή, προκειμένου οι βουλευτές να αποφασίσουν εάν θα δώσουν άδεια για την παροχή εξηγήσεων.
Ετσι, γνώση θα λάβουν και οι 11 βουλευτές (Αθανάσιος Χαλκιάς, Χαράλαμπος Κατσιβαρδάς, Γεώργιος Μανούσος, Αλέξανδρος Ζερβέας, Ιωάννης Δημητροκάλλης, Διονύσιος Βαλτογιάννης, Γεωργίος Ασπιώτης, Μιχαήλ Γαυγιωτάκης, Ιωάννης Κόντης, Πέτρος Δημητριάδης και Κωνσταντίνος Φλώρος) που καλούνται ως ύποπτοι, οπότε δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα… νέο επεισόδιο στα πολλά που έχουν ήδη λάβει χώρα γύρω από την Κ.Ο. των «Σπαρτιατών».
Ερευνα για Κασιδιάρη
Οσον αφορά τον Ηλία Κασιδιάρη -τον οποίο είχε ευχαριστήσει το βράδυ των εκλογών ο Β. Στίγκας- για τη δική του περίπτωση δεν ζητείται άδεια της Βουλής, αφού δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα. Η εισαγγελική έρευνα για μη πολιτικά πρόσωπα που ενδεχομένως σχετίζονται με την υπόθεση συνεχίζεται και εφόσον προκύψουν ενδείξεις, θα κινηθεί η σχετική ποινική διαδικασία.
Η κ. Αδειλίνη πάντως στο έγγραφό της υπενθυμίζει τις πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις οποίες «ο Ηλίας Κασιδιάρης ουδέποτε αποδοκίμασε η απεμπόλησε, έστω και κατ΄ ελάχιστον την προηγούμενη, ως ηγετικό στέλεχος της Χρυσής Αυγής ρητορική μίσους, τη βίαιη και ρατσιστική δράση του, στα πλαίσια του εγκληματικού μηχανισμού του ως άνω κόμματος, αντιποιούμενου τους θεσμικούς μηχανισμούς του Ελληνικού Κράτους, την επιδιωκόμενη πολιτική κατάλυσης των δημοκρατικών θεσμών του κράτους δικαίου και την αποδοκιμασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται από τη δημοκρατία».