«Μόνο εντός του 2022, θα εγκαταστήσουμε περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) από όσες εγκαταστάθηκαν από το 2015 έως και το 2018» σημείωσε ο κ. Σκρέκας, ο οποίος συμμετείχε στην σύνοδο των υπουργών Ενέργειας που διοργανώθηκε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας, στο πλαίσιο της «Διαδικασίας του Βερολίνου» για τα δυτικά Βαλκάνια.
Μιλώντας στους Έλληνες ανταποκριτές, ο υπουργός Περιβάλλοντος αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στον διπλασιασμό των ηλεκτρικών διασυνδέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές της χώρες, στην αύξηση των διασυνδέσεων για φυσικό αέριο και στη διεύρυνση των υποδομών για την υποδοχή πλοίων με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το οποίο θα επαναεροποιείται και θα εξάγεται σε βόρειες χώρες, προκειμένου να διασφαλιστεί η επάρκεια εφοδιασμού. Ενδεικτικά, σημείωσε ότι «διπλασιάζονται οι ηλεκτρικές μας διασυνδέσεις με την Ιταλία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Βουλγαρία, ενώ θα τριπλασιαστεί και η δυναμικότητα της αντίστοιχης διασύνδεσης με την Αλβανία μέχρι το τέλος της δεκαετίας».
«Σχεδιάζουμε η Ελλάδα, από χώρα εισαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας να μετατραπεί σε καθαρό εξαγωγέα πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας», υπογράμμισε ο κ. Σκρέκας και πρόσθεσε ότι έχει αυξηθεί κατά πολύ η εγκατάσταση ΑΠΕ – αιολικών πάρκων και φωτοβολταϊκών – ενώ προωθείται και η εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, π.χ. μπαταρίες και αντλητικά συστήματα. «Αυτή την πράσινη ενέργεια φιλοδοξούμε να μπορούμε να την εξάγουμε σε βόρειες χώρες, έως την Αυστρία και τη Γερμανία» είπε ο υπουργός και αναφέρθηκε στην πρόταση ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Αυστρία και τη Γερμανία που υπέβαλε πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση. «Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να μεταφέρουμε πράσινη ηλεκτρική ενέργεια σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές στην Αυστρία και κυρίως στη Νότια Γερμανία, όπου υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη για πράσινη ηλεκτρική ενέργεια», δήλωσε. «Η Ελλάδα έχει αναβαθμίσει σημαντικά τον ρόλο της», συνέχισε ο κ. Σκρέκας και έκανε λόγο για «κοσμογονία» στον ενεργειακό κλάδο της χώρας, η οποία προσελκύει πλέον το ενδιαφέρον πολλών ξένων επενδυτών, λόγω και της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητάς της. Κληθείς να σχολιάσει την επιλογή των γερμανικών κυβερνήσεων να εξαρτηθεί η χώρα σε τόσο μεγάλο βαθμό ενεργειακά από τη Ρωσία, σημείωσε ότι παλαιότερα «η ενεργειακή ασφάλεια θεωρείτο δεδομένη», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι η Ελλάδα, εδώ και δύο δεκαετίες είχε επιλέξει διαφορετικό δρόμο. «Η Ελλάδα μπορεί και στον τομέα της ενέργειας να δείξει τον δρόμο στην Ευρώπη», συμπλήρωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Σε ό,τι αφορά το αυριανό συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, ο Κώστας Σκρέκας επισήμανε επίσης ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει πώς θα διασφαλιστούν προσιτές τιμές ενέργειας και φυσικού αερίου για τους Ευρωπαίους. «Δε γίνεται τον επόμενο χειμώνα η Ευρώπη να επιτρέψει οι καταναλωτές, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να δυστυχούν υπό το βάρος τεράστιων αυξήσεων στις τιμές ενέργειας», είπε χαρακτηριστικά, και πρόσθεσε ότι ήδη 15 κράτη-μέλη έχουν συνταχθεί με την πρόταση για οριζόντιο πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου, που κατέθεσε τον περασμένο Μάρτιο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. «Προσδοκούμε και οι υπόλοιπες χώρες να συνταχθούν, ώστε να καταλήξουμε σε έναν μηχανισμό ο οποίος θα εξασφαλίζει, από τη μία πλευρά χαμηλές τιμές, και από την άλλη επάρκεια και ασφάλεια εφοδιασμού σε φυσικό αέριο για την Ευρώπη», κατέληξε.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, δήλωσε μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης των υπουργών Ενέργειας, ότι «η απαλλαγή της παραγωγής από ορυκτά καύσιμα και η πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την περιοχή, αλλά κρύβουν και μεγάλες ευκαιρίες, καθώς η τρέχουσα ενεργειακή κρίση μας δείχνει περισσότερο από ποτέ ότι πρέπει να απελευθερωθούμε από τις ρωσικές εισαγωγές το συντομότερο δυνατό». Η επέκταση των ΑΠΕ θα μειώσει τις εξαρτήσεις και θα αυξήσει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, ειδικά αν ενισχυθεί η περιφερειακή συνεργασία στον ενεργειακό τομέα μεταξύ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, τόνισε ο κ. Χάμπεκ – και δεσμεύθηκε για τη στήριξη που θα προσφέρει σε αυτή την προσπάθεια το Βερολίνο, στο πλαίσιο και της «Διαδικασίας του Βερολίνου».