Η συνέντευξη ξεκίνησε, όμως, από δύο επετείους, στις οποίες αναφέρθηκε ο ‘Ακ. Σκέρτσος: «Σαν αύριο, 17 Νοεμβρίου, πριν από 51 χρόνια έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, που μας έδωσε ξανά το δικαίωμα στη δημοκρατία. Η μνήμη μάς βοηθάει να ξεχωρίζουμε τι είναι αυτό που πρέπει να υπερασπιζόμαστε καθημερινά, τον αγώνα για περισσότερα δικαιώματα, για περισσότερη ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία. Να μην τα ξεχνάμε αυτά, να μπορούμε να ξεχωρίζουμε ποιες είναι οι χούντες και ποιες είναι οι δημοκρατίες. Όπως επίσης – συνέχισε – χθες ήταν η μαύρη επέτειος της ανακήρυξης του ψευδοκράτους στην Κύπρο. Ούτε αυτό το ξεχνάμε και δεν θεωρούμε τίποτε δεδομένο και απαράγραπτο».
Στα θέματα της καθημερινότητας, ο υπουργός Επικρατείας εισαγωγικώς υπογράμμισε τον αγώνα της κυβέρνησης «να διευρύνουμε διαρκώς το μερίδιο της ανάπτυξης στην οικονομία και αυτό να το αναδιανέμουμε στην κοινωνία. Δεν έχει κανένα νόημα να μεγεθύνεται η οικονομία και αυτό να μην το αισθάνεται στην τσέπη του κάθε πολίτης, κάθε επιχείρηση ειδικά οι μικρότερες και μεσαίες», διαπίστωσε εξ άλλου.
Ειδικότερα για τις τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα, αφού σημείωσε ότι το θέμα «μας έχει απασχολήσει εδώ και δύο χρόνια από τη μεγάλη ενεργειακή κρίση», υπενθύμισε όλες τις κυβερνητικές δράσεις, αλλά και τις πρωτοβουλίες που ελήφθησαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μετά από πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού. Στο σήμερα, έκανε ειδικότερα λόγο για «μια ακραία κλιμάκωση των τιμών», ειδικά στην περιοχή της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο, συμπλήρωσε, «η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα ότι έχει εντάξει πολύ περισσότερες ανανεώσιμες πηγές. Στο εθνικό ενεργειακό μείγμα έχουμε φθηνότερη ενέργεια, μπορούμε να είμαστε μια εξαγωγική ενέργεια».
Παρόλ’ αυτά, «υπάρχουν ακόμη αστοχίες και ελλείψεις στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, που οδηγούν σε αυτές τις διακυμάνσεις. Εμείς ως κυβέρνηση δεσμευόμαστε ότι δεν θα επιτρέψουμε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, που οδηγεί σε αυτές τις ακραίες διακυμάνσεις να περάσει στον καταναλωτή», διαβεβαίωσε ο ‘Ακ. Σκέρτσος και εξήγησε: «Λέμε ότι αν έχουμε μια ακραία διακύμανση στην χονδρική που δεν έχει να κάνει με την προσφορά της ενέργειας, θα επιβάλλουμε ένα έκτακτο μηχανισμό που την πρόσθετη αυτή τιμή δεν θα την μετακυλίουμε στον καταναλωτή. Θα επιστρέφει μια βοήθεια σε αυτόν», διαβεβαίωσε ακόμη, με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι η συνδρομή αυτή θα αφορά και νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ερωτηθείς για το ΠΑΣΟΚ, ο υπουργός Επικρατείας παρατήρησε κατ’ αρχάς ότι «ο ρόλος των κομμάτων, ειδικά των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία είναι να καταθέτουν υπεύθυνες ρεαλιστικές προτάσεις πολιτικής που βελτιώνουν στην πράξη τη ζωή των ανθρώπων, μειώνουν τις ανισότητες και δίνουν περισσότερες ευκαιρίες. Επίσης, διορθώνουν μακροχρόνιες διαχρονικές στρεβλώσεις που μας πληγώνουν και μας θυμώνουν όλους στην καθημερινότητά μας. Αυτή είναι η δουλειά μας».
Μετά από αυτή τη γενική πολιτική διαπίστωση, εστίασε στο ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια, το οποίο και κατηγόρησε ότι «δυστυχώς αλληθωρίζοντας προς τα αριστερά προσπαθεί να απορροφήσει τους ψηφοφόρους, που φαίνεται να απομακρύνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κάνουν υιοθετώντας τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ».
Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας: Ο Απόστολος Τζιτζικώστας παρέδωσε στην Αθηνά Αηδονά
Στην επιχειρηματολογία του, ο υπουργός άντλησε παραδείγματα από πρόσφατα νομοθετήματα. Πρώτο παράδειγμα, ο προσωπικός γιατρός. «Δίνουμε ειδικό κίνητρο για την αύξηση των γενικών γιατρών, στην Ελλάδα είναι 6% του συνόλου όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι 20%. Βλέπουμε το ΠΑΣΟΚ να καταψηφίζει την εξουσιοδοτική πράξη που δίνει αυτό το βοήθημα των 40.000 ευρώ που αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κίνητρο για να επιλέξει ένας νέος γιατρός την ειδικότητα της παθολογίας. Είναι αυτό υπεύθυνη πολιτική; Βοηθάει τον πολίτη; Βοηθάει τον αδύναμο;», διερωτήθηκε.
Ευκαιρίας δοθείσης, ο υπουργός Επικρατείας έκανε ένα σύντομο κυβερνητικό απολογισμό στο χώρο της υγείας: «Το ΕΣΥ υπέστη μεγάλες περικοπές τα χρόνια της (δημοσιονομικής) κρίσης και μεγάλη διαρροή προσωπικού. Εμείς έχουμε δώσει σημαντικές αυξήσεις τους γιατρούς, πλέον ένας επιμελητής μπορεί να έχει δει μια αύξηση της τάξης των 600 – 800 ευρώ στο μισθό του μηνιαία. Έχουμε ανταποκριθεί σε πάγια αιτήματα των γιατρών, όπως η ειδική αυτοτελής φορολογία για τις υπερωρίες, είναι μέτρα που θα εφαρμοσθούν από 1/1/2025».
Ταυτόχρονα, «έχουμε δώσει τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους οι γιατροί με δύο τρόπους: Αυτοί που παραμένουν στο ΕΣΥ, έχουν δυνατότητα για νόμιμο πρόσθετο εισόδημα, όχι φακελάκια. Τα απογευματινά χειρουργεία είναι ένα τέτοιος τρόπος και ταυτόχρονα δίδεται η δυνατότητα για ιδιωτικό έργο». Παρά ταύτα, τόνισε, «αυτές είναι πολιτικές, τις οποίες τις έχει καταψηφίσει το ΠΑΣΟΚ, που μας λέει, κατά τα λοιπά, ότι θέλει να στηρίξει το δημόσιο σύστημα υγείας».
Και, αμέσως μετά, «μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης έχουμε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουμε με 55 εκατ. ευρώ, 37.000 δωρεάν απογευματινά χειρουργεία πέραν των τακτικών χειρουργείων που γίνονται το πρωί καθημερινά, όπου και εκεί έχει αυξηθεί η παραγωγικότητα κατά 4%-5%, γίνονται περισσότερα χειρουργεία χάρη στην ενιαία λίστα. Ο στόχος μας είναι να μην υπάρχει ασθενής που να περιμένει πάνω από τέσσερις μήνες να κάνει το χειρουργείο, θεωρούμε ότι αυτό είναι αναξιοπρεπές, δεν αποδίδει σεβασμό στους πολίτες», δήλωσε επίσης και κατηγόρησε εκ νέου το ΠΑΣΟΚ για «μεγάλη αντίφαση».
Εν κατακλείδι, «θέλουμε καλύτερες υπηρεσίες που να προσδίδουν ποιότητα και σεβασμό τους πολίτες» και «μέσα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και εθνικών επενδύσεων, το Εθνικό Σύστημα Υγείας μέσα στα επόμενα δύο χρόνια να είναι σύγχρονο ευρωπαϊκό», ήταν ο στόχος που έθεσε ο υπουργός Επικρατείας. Κλείνοντας δε, την απάντησή του για το ΕΣΥ, είπε: «Γνωρίζουμε πολύ καλά τα προβλήματά του, εγώ προσωπικά και όλη η κυβέρνηση θεωρούμε ότι είναι μεγάλο πρόβλημα να δαπανά κάποιος από την τσέπη του χρήματα για τον ιδιώτη γιατρό ή για φακελάκι, είναι απαράδεκτο δεν το δεχόμαστε».
Αλλάζοντας θέμα και απαντώντας σε σχετική ερώτηση, υπογράμμισε ότι «ο πρωθυπουργός έχει πει ότι δεν είμαστε με καμία τυραννία, ούτε με την τυραννία της πλειοψηφίας ούτε με την τυραννία της μειοψηφίας. Είναι μια απόλυτα σωστή και ζυγισμένη θέση, είναι αυτό που πρέπει να υποστηρίζει κάθε δημοκρατικό κόμμα». Επιπροσθέτως, «δίνουμε τη δυνατότητα και την ελευθερία της έκφρασης σε όλες τις απόψεις, να μην αισθάνεται κανείς ότι φιμώνεται, ούτε οι μειονότητες και οι μειοψηφίες, αλλά ούτε και οι πλειοψηφίες. Πρέπει να ανακτήσουμε ξανά το δικαίωμα στο δημόσιο λόγο να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, να μην περιοριζόμαστε τόσο πολύ από την πολιτική ορθότητα που κινδυνεύει να γίνει ένα κίνημα ανελευθερίας. Πρέπει να κάνουμε μια σαφέστατη διάκριση μεταξύ της προστασίας και της κατοχύρωσης των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, (θέμα στο οποίο) η κυβέρνηση έχει δείξει ότι πρωτοπορεί, ανοίγει δρόμους και διευρύνει τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, αλλά ταυτόχρονα κατοχυρώνει και τις υποχρεώσεις».
Η συνέντευξη έκλεισε με το ζήτημα των γυναικοκτονιών: «Κάθε θύμα που καταγράφεται, είναι μια πληγή στην καρδιά όλων», ανέφερε και συνέχισε λέγοντας ότι «ο όρος γυναικοκτονία είναι αναγνωρισμένος κοινωνιολογικά, νομικά δεν προσφέρει κάτι», υποστήριξε με το επιχείρημα ότι «ήδη το έγκλημα κατά ανθρώπου τιμωρείται από αυτήν την κυβέρνηση, και με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, με την ανώτατη ποινή, επομένως δεν θα προσέφερε κάτι στη δικαστική διαδικασία. Ωστόσο – διευκρίνισε – έχει νόημα να αναφερόμαστε στις γυναικοκτονίες με τον όρο αυτό, διότι εμείς είμαστε με κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, που υφίσταται καταπίεση, βία και κακοποίηση». Αναφερόμενος, τέλος, στις κυβερνητικές δράσεις στο ζήτημα μίλησε για το panic button, που είναι διαθέσιμο σε χιλιάδες γυναίκες, όπως επίσης και για επικείμενες, νέες τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα.