Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της δεύτερης Κυριακής δεν προκύπτει άμεση και μοναδική ερμηνεία για το σύνολο των έξι περιφερειών και των δύο μεγάλων δήμων της χώρας.
Προφανώς και υπήρξε αυξημένη αποχή, αλλά από μόνη της δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το μέγεθος των ανατροπών. Η συμμετοχή στις περιφερειακές εκλογές μειώθηκε κατά 17,19 μονάδες πέφτοντας στο ιστορικό χαμηλό του 35,16%, αλλά αν κοιτάξει κανείς πίσω, διαπιστώνει ότι και το 2019 και το 2010 υπήρξε αντίστοιχο κύμα αποχής μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου. Μόνο το 2014 η συμμετοχή ήταν μεγάλη και στον δεύτερο γύρο, αλλά τότε η κομματική αντιπαράθεση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στο ζενίθ, σε μια εποχή που η τότε αντιπολίτευση υποσχόταν να σκίσει τα Μνημόνια.
Ενας αστερίσκος με ιδιαίτερη βαρύτητα για τη συμμετοχή στον δεύτερο γύρο αφορά σε ποιες περιφέρειες στήνονται ξανά κάλπες και σε ποιες όχι. Φέτος, για πρώτη φορά, η Περιφέρεια Αττικής «καθάρισε» από την πρώτη Κυριακή με την επιβλητική νίκη του Νίκου Χαρδαλιά.
Στις περιφέρειες
Από εκεί και πέρα, στην ανάλυση των αποτελεσμάτων των έξι περιφερειών μπορεί κανείς να διακρίνει κάποια κοινά στοιχεία, αλλά και τοπικές ιδιαιτερότητες. Το μεγαλύτερο κύμα αποχής σημειώθηκε στην Πελοπόννησο με μειωμένη συμμετοχή κατά 20,62 μονάδες, στα Ιόνια Νησιά με 19,70 μονάδες και στη Θεσσαλία με 19,18 μονάδες.
Η σύγκριση των ψήφων που έλαβαν οι νικητές το 2019 και το 2023 δείχνει ότι φέτος οι περιφερειάρχες εξελέγησαν με δραματικά μικρότερη υποστήριξη πολιτών, με μοναδική εξαίρεση, η οποία επιβεβαιώνει και τον κανόνα, τον Κ. Μουτζούρη στο Βόρειο Αιγαίο.
Αξιοσημείωτο γεγονός το ότι ο Χρήστος Μέτιος στην Ανατολική Μακεδονία – Θράκη και ο Κώστας Αγοραστός θα είχαν εκλεγεί περιφερειάρχες στον δεύτερο γύρο, αν απλά είχαν τον ίδιο αριθμό ψήφων με τον πρώτο γύρο.
Οσοι έχασαν στον δεύτερο γύρο είδαν τον απόλυτο αριθμό ψηφοφόρων τους να μειώνεται σημαντικά, κάτι που δείχνει ότι, πέρα από τη συσπείρωση της αντιπολίτευσης, υπήρξε κρίσιμη αντισυσπείρωση σε όλους τους υποψηφίους που είχαν το επίσημο χρίσμα της Ν.Δ. -μπορεί να χαρακτηριστεί και «εφησυχασμός του νικητή»-, ακόμα και στην περίπτωση του Δ. Πτωχού, που εξελέγη περιφερειάρχης Πελοποννήσου.
Η γαλάζια επικράτηση στην Πελοπόννησο αναδεικνύει μία ακόμα παράμετρο. Ο Δ. Πτωχός ήταν ένας «νέος» υποψήφιος, ενώ οι Μέτιος, Κασαπίδης, Κράτσα, Αγοραστός διεκδικούσαν την επανεκλογή τους και πέρα από την τιμωρητική ψήφο για τις καταστροφές στη Θεσσαλία, πιθανότατα έπαιξε ρόλο στις υπόλοιπες περιφέρειες η βούληση των πολιτών για αλλαγή.
Εκλογικό επίδομα 2023: Πότε θα δοθεί
Προφανώς και υποεκτιμήθηκαν οι δυνατότητες των γαλάζιων «ανταρτών», όπως και η «πλήρης στήριξη» που είχαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, βέβαια, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά θα έπρεπε να πανηγυρίζουν. Στην πραγματικότητα «γιορτάζουν» τη νίκη τεσσάρων γαλάζιων «ανταρτών», ενώ κατάφεραν να έχουν παρουσία μόνο σε μία περιφέρεια στον δεύτερο γύρο, όπου και τελικά επικράτησαν, στη Θεσσαλία. Μία περιφέρεια την οποία όμως θεωρούσαν χαμένη πριν από το πέρασμα της κακοκαιρίας «Ντάνιελ».
ΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το ντεμαράζ Δούκα και ο Αγγελούδης
Την Κυριακή στήθηκαν κάλπες σε μόλις 84 από τους 332 δήμους της χώρας. Αν και σε αρκετές περιφέρειες στις οποίες ανήκουν αυτοί οι δήμοι είχαν ήδη εκλεγεί περιφερειάρχες, οπότε υπήρχαν θεωρητικά περισσότεροι λόγοι που θα δικαιολογούσαν αυξημένη αποχή, τελικά συνέβη το αντίθετο.
Προφανώς και υπήρξε μικρότερη συμμετοχή σε σύγκριση με τις επαναληπτικές ψηφοφορίες από το 2010 έως το 2019. Η συμμετοχή μειώθηκε κατά 11,79 μονάδες από την πρώτη στη δεύτερη Κυριακή, αλλά ήταν 5,5 μονάδες μεγαλύτερη από ό,τι στις έξι περιφέρειες όπου στήθηκαν ξανά κάλπες.
Στην Αθήνα, το πρόβλημα της αποχής ήταν τεράστιο από τον α’ γύρο, με τη συμμετοχή να φτάνει μόλις στο 32,32% και στον δεύτερο γύρο να πέφτει στο ιστορικό χαμηλό του 26,73%.
Ο Χ. Δούκας έκανε ένα εντυπωσιακό ντεμαράζ κερδίζοντας 42.213 ψήφους σε σχέση με τον πρώτο γύρο, την ώρα που ο Κ. Μπακογιάννης έχανε 7.397 ψηφοφόρους.
Μπορεί στο προσκήνιο να φέρεται ως αιτία της ήττας ο «Μεγάλος Περίπατος» της Πανεπιστημίου, αλλά πιθανότατα, αν στον δεύτερο γύρο ο νυν δήμαρχος είχε απέναντί του μία καθαρά κομματική υποψηφιότητα όπως του Κ. Ζαχαριάδη, τότε να επανεκλεγόταν με ευκολία.
Πώς έγινε, όμως, η μεγάλη ανατροπή μέσα σε επτά ημέρες; Ο Χ. Δούκας, παρά το γεγονός ότι είχε το χρίσμα του ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν κάποιο κομματικά «φορτισμένο» πρόσωπο. Η διενέργεια του debate, ανεξάρτητα από την παρουσία του, τον έφερε «στα ίσα» με τον νυν δήμαρχο. Ετσι, φαίνεται να τροφοδοτήθηκε από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες δεξαμενές ψηφοφόρων: από πολίτες που εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους προς τη Δημοτική Αρχή και από φανατισμένους που ανήκουν στο αντικυβερνητικό μπλοκ, δηλαδή από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ έως την Ακροδεξιά.
Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι ο Χ. Δούκας εξελέγη με 64.055 ψήφους, όταν ο Κ. Μπακογιάννης, το 2019, είχε λάβει 96.660, κάτι που μπορεί να δείξει και τη διαφορά στη δυναμική του νέου δημάρχου.
Οσον αφορά στη Θεσσαλονίκη, εκεί τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα μετά τον πρώτο γύρο. Αν και θεωρητικά διαφαινόταν πως θα υπάρξει ντέρμπι, στην πραγματικότητα, πέρα από τα επίσημα χρίσματα, όλα τα κόμματα είχαν «διασπαστεί» οριζόντια στους Ζέρβα και Αγγελούδη, κάτι που βοήθησε στην άνετη επικράτηση του δεύτερου.