Στα στοιχεία για είσοδο της οικονομίας σε ύφεση και τη μείωση της απασχόλησης, που αφορούσαν στο τέταρτο τρίμηνο του έτους και δημοσιεύθηκαν πριν από λίγες εβδομάδας από τη Εurostat, προστέθηκαν την εβδομάδα που πέρασε κι άλλα «καμπανάκια», όπως η απόσυρση των καταθέσεων (3,5 δισ. ευρώ εκροές τους πρώτους 2,5 μήνες του έτους) και η αύξηση του ορίου του ΕLA (κατά 400 εκατ. ευρώ), δηλαδή της παροχής ρευστότητας στις τράπεζες από την ΕΚΤ.
Στις Βρυξέλλες θεωρούν δεδομένο ότι και νέα αρνητικά στοιχεία θα ακολουθήσουν τις επόμενες εβδομάδες, που θα αποδεικνύουν τη σημαντική επιδείνωση της οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του έτους.
Η κατάρρευση των βασικών δεικτών της οικονομίας είναι προϊόν της καθυστέρησης της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία στέλνει αρνητικά μηνύματα στις αγορές, στους καταναλωτές και τους επενδυτές. Αυτό επισημάνθηκε κατά κόρον στο Εurogroup της περασμένης Δευτέρας από κορυφαίους αξιωματούχους της ευρωζώνης, τον επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί, τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, και φυσικά τον πρόεδρο του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Τόσο οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι όσο και σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Βερολίνο, έχουν καταστήσει σαφές στην κυβέρνηση εδώ και πολλούς μήνες ότι πρέπει να ολοκληρωθεί πρώτα η αξιολόγηση σε τεχνικό επίπεδο με τους θεσμούς, πριν από οποιαδήποτε συζήτηση για τη συνέχεια στο Εurogroup.
Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών θέλουν τη συμφωνία με τα δημοσιονομικά μέτρα, τις αλλαγές στα εργασιακά και την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να ξεκινήσουν μεταξύ τους τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, προκειμένου να πείσουν το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.
Στη διάρκεια της εβδομάδας «κατασκήνωσαν» στις Βρυξέλλες ο Ευκλείδης Τσακαλώτος (υπουργός Οικονομικών), η Εφη Αχτσιόγλου (υπουργός Εργασίας), ο Γιώργος Σταθάκης (υπουργός Ενέργειας) και ο Γιώργος Χουλιαράκης (αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών) προκειμένου να κάνουν δήθεν πολιτική διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Μόνο που μεταξύ των δανειστών δεν υπήρχε κανένα πολιτικό πρόσωπο, ούτε καν ανώτατοι αξιωματούχοι της ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Δεν ήταν στις συναντήσεις ούτε ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί ούτε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Συνεπώς, δεν έγινε καμία πολιτική διαπραγμάτευση στη διάρκεια της εβδομάδας. Οι διαπραγματευτές ήταν οι επικεφαλής των θεσμών, ενώ έκανε και ένα «πέρασμα» κάποια στιγμή και ο Πόουλ Τόμσεν του ΔΝΤ.
Στις Βρυξέλλες, υπάρχει και μια αποστασιοποίηση από την πλευρά των Ευρωπαίων αξιωματούχων, κάπου έχουν κουραστεί από τα πολιτικά παιχνίδια της κυβέρνησης, δεν αναλαμβάνουν καμία πρωτοβουλία, απλώς περιμένουν πότε θα αποφασίσει να κλείσει την αξιολόγηση.
Η κυβέρνηση θέλει για δικούς τους εσωτερικούς λόγους να φτάσει στην κατάσταση σε οριακό σημείο, ώστε να μπορέσει να περάσει τα μέτρα στη Βουλή, ωστόσο, ωθώντας στα άκρα, μπορεί στην οικονομία να βρεθούμε ενώπιον ανεξέλεγκτων καταστάσεων.
Τα πράγματα, από την πλευρά των δανειστών, είναι απλά, λένε ότι η συμφωνία πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το επόμενο Εurogroup, στις 7 Απριλίου. Ωστόσο, θα πρέπει να επιστρέψουν προηγουμένως στην Αθήνα οι επικεφαλής των θεσμών να κλείσουν την αξιολόγηση και να κάνουν την εισήγησή τους στους υπουργούς, ώστε να επικυρωθεί και πολιτικά. Ομως, δεν υπάρχει πολυτέλεια άλλης σπατάλης χρόνου, πρέπει η διαδικασία να επιταχυνθεί για να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Εάν χαθεί το ραντεβού αυτό, τότε η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η επίτευξη συνολικής συμφωνίας πάνε για το καλοκαίρι και φυσικά στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ξεχάσουμε και την ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κι αυτό γιατί η μεθεπόμενη συνεδρίαση του Εurogroup είναι προγραμματισμένη στις 22 Μαΐου.
Αντίθετα, εάν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση στις 7 Απριλίου, τότε οι Ευρωπαίοι θα προχωρήσουν σε συζητήσεις με το ΔΝΤ στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του διεθνούς οργανισμού, στις 21-23 Απριλίου στην Ουάσιγκτον, ώστε να δοθούν οι διαβεβαιώσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και να μπορέσει να επιτευχθεί συνολική συμφωνία στις Εurogroup, της 22ας Μαΐου.
Επί της ουσίας, είναι πλέον προφανές ότι σε σχέση με τα δημοσιονομικά μέτρα οι συζητήσεις γίνονται για ένα ποσό της τάξης των 3,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα μισά θα βρεθούν από τη μείωση του αφορολογήτου και τα υπόλοιπα από τη μείωση των συντάξεων.
Με δεδομένο ότι στο δημοσιονομικό η κυβέρνηση αποδεικνύεται ανίκανη να πετύχει τη μείωση του παραπάνω ποσού των μέτρων, έχει ρίξει το βάρος της στις αλλαγές εργασιακά, προφανώς γιατί πιστεύει ότι θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις υποχωρήσεις στα μέτρα. Επιδιώκει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και μια ήπια συμφωνία για τις ομαδικές απολύσεις, ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι θα το πετύχει. Επιπλέον δεν αντισταθμίζονται οι υποχωρήσεις που θα κάνει στα δημοσιονομικά, γιατί αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τους πολίτες είναι ο «λογαριασμός» που θα κληθούν να πληρώσουν και δυστυχώς θα είναι βαρύς.
Ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες, Νίκος Μπέλλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής