Εν όψει της λήψης των νέων μέτρων ύψους έως και 4,5 δισ. ευρώ που θα ζητηθούν από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο στο αυριανό Eurogroup, το τρίτο Μνημόνιο είχε για τους Ελληνες πολίτες και κρυφό αλλά και φανερό κόστος. Το φανερό αποτυπώνεται από τα μέτρα ύψους 9 δισ. ευρώ που καταδεικνύουν τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών από τα διαδοχικά κύματα μέτρων στο φορολογικό και το ασφαλιστικό.
Το 2015 το κόστος έφτασε στο 1,5 δισ. ευρώ και είχαν υπολογιστεί τότε άλλα 3,2 δισ. ευρώ για το 2016. Τον Μάιο του 2016 με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης ήρθε το πακέτο των 5,4 δισ. ευρώ, το οποίο ως γνωστόν επιμερίστηκε σε 1,8 δισ. ευρώ για έμμεσους φόρους, 1,8 δισ. σε έμμεσους φόρους, 1,8 δισ. ευρώ από τις εξοικονομήσεις του ασφαλιστικού.
Τα συνολικά νέα μέτρα επιμερίστηκαν με τη σειρά τους σε επιπλέον μέτρα 1,4 δισ. ευρώ για το 2016 (φτάνοντας το σύνολο για το έτος στα 4,6 δισ. ευρώ) και άλλα 2,6 δισ. ευρώ για το 2017, φτάνοντας το λογαριασμό του Μνημονίου στα 9 δισ. ευρώ.
Η κρυφή επιβάρυνση προκύπτει από τη σκόπιμη υποτίμηση των φορολογικών μέτρων και το θαύμα του τεράστιου πρωτογενούς πλεονάσματος των φορολογικών εσόδων που φτάνει στα 1,7 δισ. στο τέλος του 2016, τη στιγμή μάλιστα που τα φορολογικά έσοδα είχαν αναθεωρεί προς τα πάνω από τον Προϋπολογισμό του 2017 κατά 2 δισ. ευρώ και ενώ η φορολογική συμμόρφωση δεν ξεπερνά το 37%. Συνεπώς, κάποιοι πλήρωσαν ανεπίσημα πολύ περισσότερα. Περισσότερα θα πληρώσουν και το 2017, αφού και φέτος οι επίσημοι υπολογισμοί υπολείπονται των πραγματικών.
Περιουσία Δημοσίου
Στο κόστος των πολιτών θα πρέπει να προστεθούν και οι απώλειες στην αξία της περιουσίας του Δημοσίου. Η πλέον μετρήσιμη από αυτές είναι η απώλεια σε αξία και σε ποσοστά από τις τέσσερις μεγάλες εμπορικές τράπεζες, που φτάνει κοντά στα 25 δισ. ευρώ. Το Ελληνικό Δημόσιο μετά την ανακεφαλαιοποίηση που έγινε το 2012 κατείχε το 66% της Alpha Bank, το 35% της Eurobank, το 57% της Τράπεζας Πειραιώς και το 67% της Εθνικής Τράπεζας. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση ΣΥΡΙΖΑ, το Ελληνικό Δημόσιο κατέχει πλέον το 4,7% της Alpha, το 2,4% της Eurobank, το 23,7% της Πειραιώς και το 33,8% της Εθνικής.
Μια δεύτερη απώλεια περισσότερο θεωρητική είναι αυτή του ρυθμού ανάπτυξης που φτάνει τα 10 δισ. ευρώ. Με βάση το δεύτερο Μνημόνιο, η Ελλάδα θα επιτύγχανε ρυθμό ανάπτυξης 2,5% του ΑΕΠ το 2015 και 3% το 2016. Αντ’ αυτού, είχε και τα δύο χρόνια στασιμότητα.
Στο κόστος θα μπορούσαν να προστεθούν τα ομόλογα ύψους 10,9 δισ. ευρώ που ζήτησε πίσω ο ESM μετά το άδοξο τέλος του δεύτερου προγράμματος.
ΣΥΡΙΖΑ: Μικρή συμμετοχή, μεγαλύτερη φθορά
Εσοδα ύψους 10 δισ. ευρώ από τη μη απόδοση στη χώρα μας των κερδών των κεντρικών τραπεζών που διακρατούν ελληνικά ομόλογα. Μέσω των ANFA και SNP.
Αλλα 18 δισ. ευρώ που χρειάστηκε να πάρουμε δάνειο λόγω των χαμηλότερων από τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα για τα έτη 2015-2016 για να καλύψουμε τις δημοσιονομικές ανάγκες μας.
Σχετικά μετρήσιμη είναι και η μεταχρονολόγηση εσόδων από αποκρατικοποιήσεις που φτάνουν για τη διετία 2015-2016 τα 4 δισ. ευρώ από το πάγωμα του Ελληνικού, της μεταβίβασης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, του Αστέρα, του ΟΛΠ και την καθυστέρηση έναρξης των διαγωνισμών για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και του ποσοστού του Δημοσίου στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελ. Βενιζέλος». Μαζί με τις αποκρατικοποιήσεις σε χιλιάδες μετρούνται και οι απώλειες σε θέσεις εργασίας.
Αυτά που δεν μπορούν να υπολογιστούν
Περνώντας σε αυτά που δεν μπορούν να υπολογιστούν, θα μπορούσαμε να αθροίσουμε την κατακόρυφη πτώση της εμπιστοσύνης των αγορών για την Ελλάδα που ανεβοκατέβαινε ως τρενάκι του τρόμου από τη διάσωση στην κατάρρευση. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει πόσες ξένες επενδύσεις χάθηκαν τα δύο αυτά χρόνια από την αμφιλεγόμενη πολιτική της κυβέρνησης.
Στις απώλειες θα μπορούσε να καταγραφεί και η αναβολή –επ’ αόριστον- της επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές ώστε να εκμεταλλευτεί τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού που απολαμβάνουν σήμερα η Ισπανία, η Πορτογαλία, ακόμη και η Ιταλία.
Πρόσθετη ελάφρυνση στα επιτόκια των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης προσφέρει και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο ξεκίνησε και συνεχίζεται χωρίς την Ελλάδα, αφού ακόμη αναμένει το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Σε πρόχειρους υπολογισμούς η αποχή από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στερεί σήμερα από τις ελληνικές τράπεζες απαραίτητη ρευστότητα ύψους 7-8 δισ. ευρώ.
Αν μάλιστα πραγματοποιηθεί το κακό σενάριο που θέλει τη διαπραγμάτευση να παρατείνεται μέχρι και τις γερμανικές εκλογές (αφού απέτυχε να κλείσει ως το τέλος του 2016), τότε η υπόθεση QE μπορεί να είναι για την Ελλάδα μια ακόμη προσδοκία που διαψεύστηκε, καθώς η Γερμανία πιέζει από τώρα για τη διακοπή του.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου