Επισήμανε ότι «αν κάποιος θέλει να πει “ναι” στο επίδομα, τότε λέει “ναι” στο επίδομα. Η στάση του “παρών” επί της ουσίας είναι μια στάση που για μικροπολιτικούς λόγους προσπαθεί να δώσει την εικόνα ότι η συγκεκριμένη κίνηση μπορεί ή θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής». Και πρόσθεσε ότι «η ΝΔ φαίνεται ότι είναι αυστηρότερη ως προς την τήρηση του προγράμματος από ό,τι είναι οι Θεσμοί» καθώς «έχει υπάρξει μια άτυπη ενημέρωση του ESM, αλλά και οι δηλώσεις του κ. Ντομπρόβσκις και οι δηλώσεις του κ. Ρέγκλινγκ και οι δηλώσεις του κ. Ντάισελμπλουμ, που λένε ότι η συγκεκριμένη κίνηση δεν επηρεάζει δημοσιονομικά τους στόχους του προγράμματος».
Τόνισε, ακόμα, ότι σύμφωνα με την άτυπη ενημέρωση του ESM, η συγκεκριμένη κίνηση δεν επηρεάζει δημοσιονομικά τους στόχους του προγράμματος, «όχι μόνο για το 2017 και το 2018, αλλά και για το 2016».
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι πάντα, σύμφωνα με την ίδια άτυπη ενημέρωση, «το EuroWorkingGroup(EWG) δεν έχει τεχνικό ή νομικό λόγο για να μην ξεπαγώσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Από εκεί και πέρα, είναι πολιτική απόφαση του EWG τι πρόκειται να κάνει και τι θέλει να κάνει».
Επέκρινε την ΝΔ, ότι, «παρά το γεγονός αυτό, σπεύδει να είναι βασιλικότερη του βασιλέως σε ό,τι αφορά την τήρηση του προγράμματος» και ότι «δίνει διαπιστευτήρια σε πολιτικούς κύκλους στο εξωτερικό, σε πολιτικούς κύκλους των δανειστών, οι οποίοι έχουν μια εξαιρετικά σκληρή στάση κάποιοι από αυτούς, σε ό,τι αφορά την τήρηση του προγράμματος».
Πρόσθεσε ότι το πρόγραμμα δεν βρίσκεται σε κανένα κίνδυνο και ότι η ελληνική κυβέρνηση το τηρεί.
Σε ό,τι αφορά την δήλωση της ΝΔ ότι θα υπερψηφίσει το σκέλος του πακέτου που αφορά τον ΦΠΑ, ο κ. Τζανακόπουλος την απέδωσε στο γεγονός ότι «η ΝΔ έχει καταλάβει ότι διέπραξε ένα σοβαρό πολιτικό λάθος, ένα σοβαρότατο πολιτικό ατόπημα».
Είπε ότι «η ΝΔ επιθυμεί το κακό της χώρας, για να προσποριστεί μικροκομματικά οφέλη», προσθέτοντας ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «δεν θέλει μία καλή εξέλιξη σε ό,τι αφορά τη δεύτερη αξιολόγηση, σε ό,τι αφορά τα επιμέρους ζητήματα, τα οποία μπορεί να προκύπτουν μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών, διότι αυτό που επιθυμεί διακαώς είναι να βρεθεί η ελληνική κυβέρνηση σε δύσκολη θέση. Δεν της γίνεται το χατίρι, δεν της γίνεται».
Ερωτηθείς αν ο ΣΥΡΙΖΑ (ως αξιωματική αντιπολίτευση) ήθελε το κακό της χώρας όταν δεν ψήφισε το κοινωνικό μέρισμα Σαμαρά το 2014, ο κ. Τζανακόπολος είπε ότι «το κοινωνικό μέρισμα Σαμαρά ή έτσι όπως τουλάχιστον το ονομάσανε, δεν έχει καμία σχέση με αυτό το οποίο κάναμε εμείς. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τότε, ως κυβέρνηση, ψευδώς είπαν ότι μοιράζουν πλεόνασμα. Το πλεόνασμα του 2013, όποιο ήταν αυτό το πλεόνασμα, δεν μπορεί να μοιραστεί το 2014. Διότι αυτό το οποίο έδωσε η ΝΔ τότε εγγράφηκε στη δαπάνη του 2014, ρίχνοντας στην πραγματικότητα το πρόγραμμα έξω».
Πρόσθεσε, ακόμα, ότι το «κοινωνικό μέρισμα Σαμαρά», είχε κατατεθεί «με ένα άρθρο και έναν νόμο, μαζί με πολλές άλλες μνημονιακές ρυθμίσεις, αν δεν κάνω λάθος. Και ήταν και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ψηφίσει τη συγκεκριμένη επιλογή».
Νίκος Δένδιας: Κάλαντα «εν πλω» από το πλήρωμα της φρεγάτας «Ψαρά» [βίντεο]
Ερωτηθείς για την «διαφορετική διατύπωση» από τον πρωθυπουργό, ο οποίος «ενώ εδώ είχε μιλήσει για δέσμευση που γίνεται πράξη, σχετικά με τη 13η σύνταξη, έξω μίλησε για μια εφάπαξ απόφαση», ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «και στις δύο περιπτώσεις η βασική βούληση της κυβέρνησης είναι, εφόσον έχει τη δυνατότητα στα επόμενα έτη, να υπεραποδίδει και να υπερβαίνει τους στόχους, η βούλησή της είναι να επαναλάβει την ίδια κίνηση. Από εκεί και πέρα, αυτό εξαρτάται και από τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και από τις δυνατότητες που θα έχουμε να υπερβαίνουμε τους στόχους και να δημιουργείται ένας δημοσιονομικός χώρος για να επαναλάβουμε τις αντίστοιχες παροχές».
Ο κ. Τζανακόπουλος απέκλεισε το σενάριο εκλογών, «ακόμη και στην πολύ απίθανη περίπτωση που η αξιολόγηση καθυστερεί».
«Η στόχευσή μας είναι να κλείσουμε την αξιολόγηση, να μπούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, και από εκεί και πέρα, να ξεκινήσουμε δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές, έτσι ώστε τον Αύγουστο του 2018 να είμαστε έτοιμοι να βγούμε επιτέλους από τα μνημόνια και από την επιτροπεία» υπογράμμισε, ενώ χαρακτήρισε «δημοσιογραφικές εκτιμήσεις που δεν έχουν καμία βάση» το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος.
Σε ό,τι αφορά την «ουσιαστική προαναγγελία μιας καθυστέρησης στο κλείσιμο της αξιολόγησης» εκ μέρους του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επισήμανε, κατ’ αρχήν, ότι «ο κ. Ντομπρόβσκις δεν έχει απευθείας εικόνα της εξέλιξης των διαπραγματεύσεων, σε αντίθεση με άλλους επιτρόπους, άλλους Ευρωπαίους αξιωματούχους που είναι άμεσα εμπλεκόμενοι στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων».
«Το δεύτερο είναι ότι είναι μια πολιτική εκτίμηση την οποία δικαιούται βεβαίως να την έχει ο κ. Ντομπρόβσκις. Όμως, σας λέω πως αν υπάρχει πολιτική βούληση, εκ μέρους όλων των πλευρών για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής συμφωνίας, νομίζω ότι έχουμε τη δυνατότητα να κλείσουμε πάρα πολύ σύντομα» τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, θέτοντας παράλληλα το ερώτημα, «αφού ο κ. Ντομπρόβσκις και οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν στο μυαλό τους έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη στιγμή τις διαφωνίες, για ποιο λόγο δεν τον καταθέτουν, έτσι ώστε να προχωρήσουμε πάρα πολύ γρήγορα και να κλείσουμε την αξιολόγηση μέχρι τέλος του χρόνου ή στις πρώτες μέρες του Γενάρη».
Κληθείς να δώσει ένα σαφές στίγμα για το που βρίσκεται η διαπραγμάτευση, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι «βρισκόμαστε στο σημείο όπου το ΔΝΤ έχει την απαίτηση για νέα μέτρα μετά το 2018, μετά τη λήξη του προγράμματος και η ελληνική κυβέρνηση, με κατηγορηματικό τρόπο έχει δηλώσει ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να κάνει αποδεκτή μια τέτοια πρόταση».
«Από εκεί και πέρα, υπάρχουν τρόποι για να ξεπεραστεί το συγκεκριμένο ζήτημα, όπως είναι για παράδειγμα η πρόταση που έχει κάνει ο υπουργός Οικονομικών για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2019, στο 2,5%, όπου το 1% του δημοσιονομικού πόρου που θα βρεθεί θα μπορέσει να δοθεί για την ενίσχυση της ανάπτυξης. Υπάρχουν και άλλες προτάσεις οι οποίες μπορούν να κατατεθούν, έτσι ώστε να υπερβούμε τις δυσκολίες» πρόσθεσε.
Σε ό,τι αφορά τις επικρίσεις της ΝΔ ότι «η κυβέρνηση έχει ουσιαστικά υπογράψει πλεονάσματα για μια 10ετία στο 3,5%», είπε ότι «η ΝΔ είναι και πάλι ανακριβής. Αναφέρεται στην έκθεση την οποία κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Eurogroup, την οποία δεν έχει υπογράψει η ελληνική πλευρά. Αυτό το οποίο έχει υπογράψει η ελληνική πλευρά είναι το 3,5% σε “μεσοπρόθεσμη βάση”» και γι’ αυτό γίνεται όλη η φασαρία για το πώς ερμηνεύεται αυτός ο όρος, για δύο χρόνια, πέντε χρόνια κλπ».
«Η ΝΔ είναι η τελευταία που μπορεί να μιλά για τα ύψη των πρωτογενών πλεονασμάτων, όταν το πρόγραμμα του 2012, το οποίο εκείνη είχε υπογράψει με πανηγυρισμούς, έλεγε ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα έπρεπε να είναι κατά μέσο όρο 4% μέχρι το 2030. Επομένως, καλό είναι η ΝΔ να κοιτά τις δικές της υπογραφές και να αφήσει τις ανύπαρκτες υπογραφές της κυβέρνησης» σημείωσε ο κ. Τζανακόπουλος.
Σε ό,τι αφορά περιπτώσεις κυβερνητικών στελεχών που με δηλώσεις τους, προσφάτως «προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση, με τα νησάκια τα πέντε-έξι που μπορούμε να δώσουμε, τις τοποθετήσεις για τη Χρυσή Αυγή, να πω τις τοποθετήσεις για την ελληνική σημαία, και άλλα» είπε ότι εν τη ρύμη του πολιτικού λόγου «μπορεί κάποιος να προβεί σε δηλώσεις τις οποίες δεν θα ήθελε, μπορεί να πει μια λέξη ή φράση λανθασμένη, την οποία μπορεί στη συνέχεια να διορθώσει».
«Δεν νομίζω ότι δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα οι συγκεκριμένες δηλώσεις. Αντιθέτως, έχουν δοθεί για όλα αυτά τα οποία μου λέτε, διευκρινήσεις. Και πολλές φορές νομίζω ότι υπάρχει και μια πρακτική διόγκωσης των συγκεκριμένων δηλώσεων για πολιτικούς λόγους, όχι μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά και από συγκεκριμένα Μέσα Ενημέρωσης τα οποία παίζουν αντιπολιτευτικό ρόλο και αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο, όχι μόνο σε εμένα ή σε εσάς (τους δημοσιογράφους στους οποίους παραχώρησε την συνέντευξη) αλλά σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό» πρόσθεσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπερασπιζόμενος, τέλος, την δυνατότητα των βουλευτών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να εκφράζουν με παρρησία την γνώμη τους.