Όπως υπογράμμισε η κυρία Σακελλαροπούλου, «η χώρα μας έχει την ευκαιρία να αναδείξει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και πρόοδο και να συμβάλει, ειδικά τώρα, στη σφυρηλάτηση της κοινής ευρωπαϊκής μας πορείας και την έξοδο από μια ακόμα κρίση», ενώ υποστήριξε ότι «η απάντηση της Ευρώπης στις δυσκολίες του καιρού μας δεν πρέπει να είναι μόνον οικονομική ή διαχειριστική. Προϋποθέτει και την επιστροφή μας στα θεμελιώδη που οραματίζονταν οι πατέρες της, όπως ο Jean Monnet: οι βασικές ευρωπαϊκές αποφάσεις, αυτές που ανοίγουν τον δρόμο και διευρύνουν τους ορίζοντές μας πρέπει να είναι κατεξοχήν πολιτικές».
Αναφερόμενη στον ρόλο του Συμβουλίου της Ευρώπης στην εποχή της πανδημίας και στις νέες προκλήσεις για τη δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, επισήμανε ότι η πανδημία αναπροσδιορίζει τις προτεραιότητες του Συμβουλίου, όπως και τις θεματικές της Ελληνικής Προεδρίας. «Ως κεντρικό της θέμα έχει επιλεγεί «η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας σε συνθήκες πανδημίας του κορονοϊού, καθώς και η αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης με πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των αρχών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου». Ένα θέμα που, «σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες, συμβαδίζει πλήρως με τις αξίες και την αποστολή του Συμβουλίου της Ευρώπης» συμπλήρωσε.
Παράλληλα, υπογράμμισε, ότι «η πανδημία έρχεται να οξύνει τις αντιθέσεις» και υπενθύμισε ότι ανά την Ευρώπη εντείνεται η ανησυχία για τη δημόσια υγεία και την ευημερία των λαών. Στο πλαίσιο αυτό, παρατήρησε ότι «η προστασία της ανθρώπινης υγείας και ζωής είναι η βάση του Κοινωνικού μας Συμβολαίου, η θεμελιώδης συμφωνία ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους πολίτες, στην οποία στηρίζεται ο πολιτικός και κοινωνικός μας βίος. Ο ιός μας υπενθύμισε την αξία και την καθολικότητα της δημόσιας υπηρεσίας. Το Κράτος επέστρεψε στη συνείδηση όλων μας ως η πιο ισχυρή εγγύηση της ελευθερίας και της ζωής μας».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον τρόπο που διαχειρίστηκε η χώρα μας την πανδημία, τονίζοντας ότι «έγινε διεθνές πρότυπο διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης». Όπως είπε χαρακτηριστικά «εμπιστευθήκαμε τους ειδικούς, οργανώσαμε και ενισχύσαμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας και, με τις άοκνες προσπάθειες του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού, περιορίσαμε, στο μέτρο του δυνατού, τις ανθρώπινες απώλειες».
Παρατήρησε, επίσης, ότι «το καλό παράδειγμα δεν έδωσε μόνο το Κράτος, αλλά συνολικά η κοινωνία μας, με την πειθάρχηση όλων μας στα αυστηρά μέτρα, την αλληλεγγύη στις ευπαθείς ομάδες και την αυταπάρνηση των εργαζομένων που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή».
Περιγράφοντας την εμπειρία από την πανδημία, σημείωσε ότι « ήταν και είναι ένα ηθικοπολιτικό μάθημα: αντιληφθήκαμε ότι κάθε πράξη μας, σε μια τέτοια κατάσταση ανάγκης, δεν αφορά μόνον τον εαυτό μας, αλλά περικλείει τον άλλον, τον προστατεύει. Ότι, όταν το Κράτος δρα με φρόνηση και σχέδιο, δικαιώνει τις προσδοκίες μας και συσπειρώνει το έθνος, μας ενώνει μπροστά στον συλλογικό σκοπό».
Σχετικά με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τόνισε ότι δοκιμάστηκαν σκληρά στην πανδημία και σημείωσε ότι ο Covid-19 έκανε φανερή την ανάγκη του διεθνούς και υπερεθνικού συντονισμού για τη διαχείριση της κρίσης. Αναφορικά με την επόμενη ημέρα σημείωσε ότι «το νέο πακέτο χρηματοδότησης δεν είναι μόνο μια ένεση ρευστότητας, αλλά αλληλεγγύης και αισιοδοξίας για το ευρωπαϊκό μας μέλλον. Μια κίνηση που διαψεύδει όσους έσπευσαν να προεξοφλήσουν, ακόμη μια φορά, την κατάρρευση της Ευρώπης και να υποτιμήσουν την ισχύ της και τη δυναμική των ευρωπαϊκών μας δεσμών».
Μάλιστα, υποστήριξε ότι «την επόμενη μέρα προτεραιότητα είναι η διασφάλιση της υλικής αυτονομίας των πολιτών και η άμβλυνση των ανισοτήτων. Η δική μας θεραπεία, η πολιτική θεραπεία στις επιπτώσεις της πανδημίας, πρέπει να είναι η αναζωογόνηση του πνεύμονα της δημοκρατίας μας, η διαφύλαξη της κοινωνικής κινητικότητας των Ευρωπαίων πολιτών. Ιδίως των νέων, που βλέπουν τις προοπτικές της ζωής τους να συρρικνώνονται ή να ματαιώνονται εξαιτίας της ανεργίας και της χαμηλής ανάπτυξης. Η Ευρώπη δεν αντέχει άλλη μια μακρόχρονη ύφεση».
Επισήμανε, ακόμη, ότι οι κύριοι στόχοι της Ελληνικής Προεδρίας φέρουν έντονα αυτό το δημοκρατικό πρόσημο, καθώς έχουν σαφή αναπτυξιακό και κοινωνικό χαρακτήρα και σηματοδοτούν την ισχυρή πολιτική βούληση για τη στήριξη και την ώθηση στις νέες γενιές, αυτές που θα κυοφορήσουν το ευρωπαϊκό μας μέλλον.
Επιπροσθέτως, ανέφερε, ότι υπάρχουν επίσης γύρω μας οι κοινωνικά ευάλωτοι συμπολίτες μας, αυτοί που υφίστανται το μεγαλύτερο κόστος της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού της ελευθερίας τους, φυσικής και επαγγελματικής, εν τέλει κοινωνικής και πρόσθεσε ότι «σε κομβικό στόχο της Ελληνικής Προεδρίας αναδεικνύεται η καταπολέμηση των διακρίσεων: του δημόσιου ή ιδιωτικού λόγου που εκτρέπεται, άμεσα ή έμμεσα, σε ρατσιστικό, της ενδοοικογενειακής βίας που επιτείνεται σε συνθήκες περιορισμού, του στιγματισμού, με πρόσχημα την πανδημία, των μειονοτήτων».
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι η ίση πρόσβαση στα δημόσια αγαθά και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, σε μια κοινωνία ήδη ταλαιπωρημένη από την οικονομική κρίση, συνιστούν το κρίσιμο δίκτυ ασφαλείας για τους πολλούς και εγγυώνται την κοινωνική μας συνοχή.
Όπως είπε «πρόκειται εξάλλου για ζητήματα ευρωπαϊκά, πρώτης γραμμής. Για τον λόγο αυτό στόχος της Ελληνικής Προεδρίας είναι η ανάδειξη της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Καθώς η κρίση εξελίσσεται, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, όπως του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, είναι δυσοίωνες: η παγκόσμια ανεργία θα ανέλθει σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνη της κρίσης του 2008».
Ακολούθως, επισήμανε ότι «ο κόσμος μας μετά τον Covid-19 δεν μπορεί να είναι ο κόσμος των μεγάλων ανισοτήτων, του χάσματος ανάμεσα στους ψηφιακά καλλιεργημένους και τους ηλεκτρονικά αναλφάβητους. Αντιθέτως, η Ευρώπη πρέπει να λειτουργήσει συμπεριληπτικά και ενοποιητικά, να γεφυρώσει τις αντιθέσεις και να τις συνθέσει».
Μάλιστα, υποστήριξε ότι η πρόκληση για την Ευρώπη και την ελληνική προεδρία είναι και θεσμική, υπενθυμίζοντας ότι «Η ανεξαρτησία των θεσμών και ειδικότερα της δικαιοσύνης βρίσκεται στην καρδιά του κράτους δικαίου και στις υψηλές προτεραιότητες του ελληνικού εξαμήνου. Η Ευρώπη είναι, πρώτα απ ́ όλα, μια ένωση δικαίου, με δικαιοσύνη αποτελεσματική και αμερόληπτη. Η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία δεν νοούνται χωρίς το Κράτος Δικαίου, τα ανεξάρτητα δικαστήρια και τα θεσμικά αντίβαρα που εγγυώνται την προστασία των μειονοτήτων και αποτρέπουν την τυραννία της πλειοψηφίας».
Όπως εξήγησε «έτσι προάγεται η ποιότητα της δημοκρατίας και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο Κράτος και συνολικά στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη που μοιράζεται κοινούς κανόνες και αξίες. Η δικαστική εξουσία συνομιλεί με την πολιτική μέσα από τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά δεν εξαρτάται από αυτήν, ούτε από τις σκοπιμότητές της: παραμένει ο φύλακας της νομιμότητας και της κοινωνικής μας ειρήνης. Η ανεξαρτησία των δικαστικών οργάνων είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή και συνιστά ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης».
Συνάμα υπογράμμισε ότι «ο διορισμός και η θητεία των μελών της Δικαιοσύνης, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων, η αυτόνομη άσκηση των καθηκόντων τους και η στεγανότητα των δικαστικών οργάνων έναντι εξωτερικών συμφερόντων δεν εξασφαλίζουν μόνο την απονομή της δικαιοσύνης: θωρακίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την αναπαράστασή τους στους πολίτες».
Επικαλούμενη την πολυετή της εμπειρία ως ανώτατη δικαστής και πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαβεβαίωσε ότι «για τους πολίτες η δικαιοσύνη δεν είναι μια αφηρημένη λειτουργία, ούτε απλά το στόμα του νόμου, όπως έλεγε ο Μοντεσκιέ, ενός νόμου συχνά πολύπλοκου ή ακόμη και ανορθολογικού, που πολλές φορές οι πολίτες αγνοούν».
Ειδικότερα, τόνισε ότι «η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο καταφύγιό τους για μια αμερόληπτη και δίκαιη κρίση, ο θεσμός στον οποίο εναποθέτουν, όταν θίγονται, την ελπίδα τους για ισότητα και ελευθερία. Η πανδημία θα φέρει -ήδη το έχει κάνει, σε νομοθετικό επίπεδο- νέες προκλήσεις και για τους δικαστές που θα κληθούν να αποφανθούν για το δίκαιο του Covid-19, το δίκαιο της υγειονομικής, αυτή τη φορά, ανάγκης. Και είναι σαφές, ότι απέναντι στους λαϊκισμούς της εποχής μας, κάθε πολιτικής απόχρωσης, η δικαιοσύνη διατηρεί το πλεονέκτημα της νηφαλιότητας και της αναφοράς στον κανόνα.
Το Κράτος Δικαίου και η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι μια ιστορική και πολιτική κατάκτηση της Ευρώπης και σε αυτήν έχουν συμβάλει καθοριστικά τα ανώτατα δικαστήριά της, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπερασπιζόμενα τις αξίες της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου σημείωσε ότι «η πανδημία δεν είναι μόνο μια πρωτοφανής, για όλους μας, υγειονομική κρίση. Είναι μια μείζων πολιτική δοκιμασία που επιτάχυνε τα προβλήματα, θεσμικά και κοινωνικά, της Ευρώπης, και ανέδειξε τις πλέον ευάλωτες και εύθραυστες όψεις της συμβίωσής μας» και πρόσθεσε ότι «Η κρίση έγινε ο καταλύτης εξελίξεων, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών, που ακόμη δεν μπορούμε με βεβαιότητα να εκτιμήσουμε, ούτε να προβλέψουμε την έκβασή τους.
Η καθυστέρηση στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, το δημοκρατικό έλλειμμα, η κρίση του Κοινωνικού Κράτους ήταν ήδη εδώ, πολύ πριν από τον ιό». Ωστόσο, τόνισε ότι «τώρα είναι ακόμη πιο επιτακτική η μετάβαση σε ένα νέο παράδειγμα για την ευρωπαϊκή μας συνύπαρξη, με πιο στέρεο και ευρύ τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και την ανοικτή, όχι μόνον οικονομικά, αλλά και πολιτισμικά κοινωνία. Την ευρωπαϊκή κοινωνία των ίσων ευκαιριών και της ενσωμάτωσης, όχι των αποκλεισμών και των διαιρέσεων. Μέσα από το κύμα της πανδημίας θα αναδυθεί μια νέα Ευρώπη.
Μπορεί σήμερα να φυσά άνεμος απαισιοδοξίας απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική και να ηχούν πιο δυνατά οι φωνές της αντίδρασης και της εσωστρέφειας, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι η Ευρώπη παραμένει ένας προνομιακός τόπος και τρόπος ζωής στον πλανήτη μας».
Τέλος, διαβεβαίωσε ότι η Προεδρία της Δημοκρατίας θα στηρίξει ενεργά, με κάθε πρόσφορο μέσο, την Ελληνική Προεδρία, τις δράσεις και τις εκδηλώσεις της αυτό το εξάμηνο. Όπως επισήμανε «είναι το ελάχιστο χρέος όλων μας να συμβάλουμε στο έργο του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην προαγωγή των αξιών, των κανόνων και του θεσμικού του κεκτημένου, σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι για το ευρωπαϊκό μας μέλλον».