Ομιλητές ήταν οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη και Ευάγγελος Βενιζέλος, και δύο πρέσβεις επί τιμή: ο Γιώργος Σαββαΐδης και ο Παύλος Αποστολίδης. Την συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή», Αλέξης Παπαχελάς.
«Βαρύ πλήγμα ‘κάτω από τη μέση’ και κίνηση ακραίας διεκδίκησης εκ μέρους της Τουρκίας», χαρακτήρισε τη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης η κυρία Μπακογιάννη. «Το υπουργείο Εξωτερικών και ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, ο κ. Δένδιας, έχουν επιδοθεί σε έναν μαραθώνιο, όχι μόνον ως προς την καταδίκη της συμφωνίας και την στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων αλλά και για το αύριο» πρόσθεσε.
Η κ. Μπακογιάννη, υπογράμμισε ότι η συμφωνία δεν είναι κενό γράμμα αλλά μια συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στην Τουρκία και σε μια κυβέρνηση αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ. Είναι όμως μια συμφωνία με πολλές αδυναμίες, η οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν δεσμεύει τρίτους, διότι είναι αντίθετη με θεμελιώδεις διατάξεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, παραβιάζει με τον τρόπο αυτό τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας, και τέλος, διότι συνιστά προϊόν εκβιασμού, όπως μας οδηγούν όλα τα στοιχεία.
«Η Τουρκία δεν μπορεί να δεχθεί την νέα πραγματικότητα στη Μεσόγειο, την οποία δημιούργησαν τα τριμερή σχήματα συνεργασίας, Ελλάδας Αιγύπτου, Ισραήλ, Κύπρου. Ένωσε παντελώς απομονωμένη και έξω από της ενεργειακές εξελίξεις στην Μεσόγειο, και αυτό προκάλεσε ανασφάλεια στον κ. Ερντογάν, ο οποίος αυτή την στιγμή αναμετράται με την τουρκική Ιστορία, οραματίζεται να εξελιχθεί στο νέο εθνοπατέρα των Τούρκων – στόχο που θα ήθελε να υλοποιήσει το 2023, μετά την εκατοστή επέτειο ανακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας», εκτίμησε η πρώην υπουργός Εξωτερικών.
«Ο διεθνής παράγων δεν πρόκειται να αποδεχθεί μια δεύτερη Συρία στη Μεσόγειο. Η παρεμβατική συμπεριφορά της Τουρκίας δεν θα γίνει αποδεκτή, και πρωτίστως από μας. Η Ελλάδα δεν είναι αδύναμη, έχει εργαλεία, έχει όπλα πίεσης και έχει συμμάχους.
Είμαστε μέρος της συμμαχίας της Ευρώπης, που είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός εταίρος της Τουρκίας. Τυχοδιωκτική συμπεριφορά, ακόμη και από χώρες που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα στην Τουρκία, πολιτικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή», σημείωσε.
«Η Άγκυρα εξακολουθεί να έχει ανάγκη την Ε.Ε.. Πάνω σε αυτό θα πρέπει να βασιστεί η ευρωπαϊκή στρατηγική απέναντι στη γείτονα», είπε η κ. Μπακογιάννη και έκανε λόγο για «συμφωνία ειδικής σχέσης, η οποία όμως θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και ζητήματα άμυνας και ασφάλειας που αφορούν την Ελλάδα».
Συνεχίζοντας, η κ. Μπακογιάννη τόνισε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. «Πρώτος στόχος της εξωτερικής μας πολιτικής, πρέπει να είναι να μην επιτρέψουμε την καθιέρωση μιας ‘συναλλακτικής διπλωματίας’, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στη βάση του απόλυτου κυνισμού. Δεν μπορεί δηλαδή να καταλήξουμε σε μια καθαρά οικονομική συμφωνία», σημείωσε.
«Η Ελλάδα οφείλει να αδράξει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται αυτή τη στιγμή και να προσπαθήσει να ολοκληρώσει τις συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αλβανία, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Η απόφαση της Γαλλίας, να μπλοκάρει για την ώρα την ευρωπαϊκή ενταξιακή προοπτική της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, δίνει στην Ελλάδα μια πρόσθετη ευκαιρία για τις σχέσεις της με την Αλβανία.
Μετά την εξέλιξη του 2009 και την υπαναχώρηση των Τιράνων, με την ακύρωση της συμφωνίας για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αλβανία, η Ελλάδα μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματός της για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12 μίλια. Οι μαύρες τρύπες των οριοθετήσεων πρέπει να κλείσουν στα δυτικά και στα νότια. Η υπογραφή της συμφωνίας Λιβύης-Τουρκίας, πέραν των προσπαθειών για την ακύρωσή της, κάνει επιτακτική την ανάγκη της παρουσίας της Ελλάδος στις εξελίξεις στη Λιβύη» σημείωσε.
Σύμφωνα με την κ. Μπακογιάννη, ο στόχος της στρατηγικής της Ελλάδας, θα πρέπει να είναι η υπογραφή ενός συνυποσχετικού με την Τουρκία για την προσφυγή στη Χάγη.
«Δεν υποτιμώ τις δυσκολίες. Καθοριστικός παράγοντας θα είναι η δημιουργία ειδικής σχέσης μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε.. Μέσα σε αυτή τη σχέση πρέπει να ενταχθεί η υποχρέωση της Τουρκίας να αποδεχθεί την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, σε θέματα που αφορούν στα σύνορά της με την Ευρώπη», ανέφερε.
Η πρώην υπουργός Εξωτερικών τάχθηκε επίσης κατά της «οξείας ρητορικής», όπως την χαρακτήρισε, η οποία εμφανίζεται στον πολιτικό διάλογο.
«Η Ελλάδα είναι μια χώρα δικαίου και αρχών, με συμμαχίες και καλό brand name. Το τελευταίο διάστημα έχει επανέλθει μια οξεία ρητορική περί στρατιωτικοποίησης της ελληνοτουρκικής έντασης. Η εκ μέρους μας στρατιωτικοποίηση της κατάστασης, ρίχνει νερό στο μύλο της Τουρκίας και μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση τη χώρα μας», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενη στο μεταναστευτικό, είπε πως «το χθεσινό μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Ε.Ε. και την Τουρκία, για μια διαφορετική πολιτική φύλαξης των συνόρων, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και από τους μεν και από τους δε. Καμία Ένωση 500 εκατομμυρίων ανθρώπων, δεν μπορεί να αποδεχθεί τη λογική να είναι όμηρος μιας χώρας, η οποία προσπαθεί δια του μεταναστευτικού να επιτύχει τους στόχους της», τόνισε.
Υποστήριξε επίσης την ανάγκη να ενισχυθεί η αμυντική ικανότητα της χώρας, ενώ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για αύξηση της στρατιωτικής θητείας.
«Η κυβέρνηση μπορεί να επανεξετάσει το θέμα της στρατιωτικής θητείας. Το πρόγραμμα της ΝΔ προβλέπει υποχρεωτική θητεία στα 18 και οφείλουμε να πούμε ανοικτά ότι η επιμήκυνση της θητείας δεν μπορεί να είναι ταμπού. Είναι μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξουμε με θάρρος και χωρίς φόβο για το πολιτικό κόστος», είπε και πρόσθεσε.
«Είναι σημαντικό να υπάρχει εθνική ομοψυχία στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια. Χαίρομαι ιδιαίτερα που η παρούσα η κυβέρνηση άλλαξε την πολιτική της προηγούμενης και επιδιώκει στην πράξη την εθνική συναίνεση, ενημερώνει τα πολιτικά κόμματα, που είναι το ισχυρότερο μήνυμα που μπορούμε να στείλουμε στη φάση αυτή. Το μήνυμα προς την Άγκυρα πρέπει να είναι σαφές: Είμαστε έτοιμοι να προσέλθουμε στο τραπέζι του διαλόγου, αλλά δεν πρόκειται να αποδεχτούμε την επιβολή απόψεων κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Ποτέ δεν θα διαπραγματευτούμε την εθνική μας κυριαρχία, αυτήν θα την υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο», κατέληξε η κυρία Μπακογιάννη.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος από την πλευρά του, τόνισε ότι η Ελλάδα πρέπει να προστατεύσει και όχι «να δείχνει ότι προστατεύει» τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Συμφώνησε με την κ. Μπακογιάννη στο ζήτημα της επανένταξης των διερευνητικών διαδικασιών για χάραξη ΑΟΖ στο Αιγαίο, ενώ παραδέχτηκε ως ύστατο στόχο την υπογραφή συνυποσχετικού για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Υποστήριξε ότι την πρωτοβουλία αυτή «θα πρέπει να την ορίζουμε εμείς και όχι η παραβατικότητα της γείτονος. Πρέπει να ενεργοποιήσουμε και να επικαιροποιήσουμε τις προτάσεις μας δηλώνοντας ότι θα δεχθούμε την ετυμηγορία του ΔΔ της Χάγης. Δεν βοηθούν πρωτοβουλίες η μερική οριοθέτηση χωρικών υδάτων στο Ιόνιο ή η μερική ανακήρυξη ΑΟΖ με την Αίγυπτο».
Αναλυτικά η ομιλια του Ευάγγελου Βενιζέλου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών
«Οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο και ελληνοτουρκικές σχέσεις»
Α.
1. Οι πρόσφατες εξελίξεις ως προς την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στην Αν. Μεσόγειο και ιδίως η επιστολή που απηύθυνε στις 13.11.2019 ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα ΗΕ προς τον Γ. Γραμματέα και η φερόμενη ως «σύμβαση» οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης δια της κυβέρνησης Σαράζ, επιβάλλουν να επανεξετάσουμε παραδοχές ή αδράνειες των τελευταίων σαρανταπέντε ετών, από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έως σήμερα. Αφετηρία μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης πρέπει να είναι η δική μας εθνική στρατηγική αυτογνωσία στην οποία αναφέρθηκα πριν λίγες ημέρες ( Καθημερινή της Κυριακής 8.12.2019 ). Ο αναστοχασμός αυτός κινείται κατά βάση γύρω από τρεις παραμέτρους.
Η πρώτη παράμετρος είναι το ερώτημα περί χρόνου. Τα σαρανταπέντε χρόνια που πέρασαν από το 1974, τα σαράντα τρία χρόνια που πέρασαν από την κρίση του 1976 και την ελληνική προσφυγή τόσο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όσο και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και την υπογραφή του πρωτοκόλλου της Βέρνης, έχουν λειτουργήσει θετικά ή αρνητικά για το status quo στην Κύπρο, τη Μεσόγειο και το Αιγαίο; Προστατεύει τα εθνικά μας συμφέροντα η μετάθεση στο μέλλον των μεγάλων επιλογών; Η απάντηση μου είναι, όχι.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τη σημασία του ευρωπαϊκού πλαισίου. Η στρατηγική του Ελσίνκι είχε ισχυρό έρεισμα με βάση τα δεδομένα της περιόδου 1996-2004. Τότε η προοπτική ένταξης στην ΕΕ ήταν βασική τουρκική επιλογή. Το Ελσίνκι απέδωσε πρωτίστως την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ παρά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν. Δεν οδήγησε όμως ούτε στην πολιτική λύση του κυπριακού ούτε στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ούτε στη μείωση των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων και της τουρκικής παραβατικότητας. Τώρα το ευρωπαϊκό δέλεαρ – για να το πω ευγενικά – είναι πολύ αχνό για την Τουρκία. Οι συσχετισμοί δυνάμεων διαμορφώνονται σε άλλο πεδίο, πολύ πιο σύνθετο, στο οποίο η επιρροή της ΕΕ είναι όχι ευκαταφρόνητη αλλά περιορισμένη.
Η τρίτη παράμετρος αφορά το διεθνές δίκαιο. Ο σεβασμός και η επίκληση του διεθνούς δικαίου πρέπει να μετουσιώνεται σε πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες οι οποίες, με τη βοήθεια και της διεθνούς δικαιοσύνης προστατεύουν μακροπρόθεσμα – ουσιαστικά και όχι ρητορικά – τα εθνικά μας συμφέροντα και διασφαλίζουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή μας.
2. Θεμελιώδης βεβαίως προϋπόθεση για την εθνική στρατηγική αυτογνωσία είναι η καλή γνώση και κατανόηση της κατάστασης στην άλλη πλευρά. Κοινός παρονομαστής των αναλύσεων της τρέχουσας κατάστασης στην Τουρκία, με αφετηρία την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, είναι η σαφής απομάκρυνση από τα στοιχεία που ορίζουν τη συμπεριφορά αφενός μεν μιας ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας αφετέρου δε μιας δυτικής χώρας μέλους του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία επικαλούμενη τη γεωγραφική της θέση, τον κίνδυνο της τρομοκρατίας και την ανάγκη προστασίας της εσωτερικής και εξωτερικής της ασφάλειας και της εδαφικής της ακεραιότητας, διεκδικεί και προσπαθεί να επιβάλλει εν τοις πράγμασι ένα συνολικό τουρκικό εξαιρετισμό σε σχέση με τη Δύση και μια περιφερειακά ηγεμονική θέση σε σχέση με τη δική της αντίληψη περί Ανατολής. Όπως έδειξαν αρκετά πρόσφατα γεγονότα , αυτό της αναγνωρίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τις ΗΠΑ και από τη Ρωσία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κοινωνικοπολιτικοί, θρησκευτικοί και εθνοτικοί συσχετισμοί στην Τουρκία είναι τέτοιοι που δίνουν ακόμη στον κ. Ερντογάν τη δυνατότητα να συγκροτεί πλειοψηφίες ή να κινείται κοντά σε αυτές, όπως και αν γίνουν οι διαιρετικές τομές, όπως και αν συγκροτηθούν τα μέτωπα.
Η Συρία στην οποία εισέβαλε η Τουρκία δεν είναι βεβαίως ούτε Ελλάδα ούτε Κύπρος, ούτε καν Λιβύη. Ούτως η άλλως όμως τα σαράντα πέντε τελευταία χρόνια, με αφετηρία την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ή αν θέλετε τα τελευταία εξήντα χρόνια με αφετηρία τις συνθήκες της Ζυρίχης – Λονδίνου και την κρίση του 1963 με την αποχώρηση των Τουρκοκύπριων από τα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά τις εναλλαγές του εσωτερικού πολιτικού συσχετισμού και των εθνικών αφηγήσεων στη γείτονα, υπάρχουν σταθερά μοτίβα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Οι βασικές επιλογές εξαγγέλονται μαζί με μια έστω απολύτως έωλη νομική επιχειρηματολογία. Υπάρχει μια περίοδος επώασης. Γίνονται στη συνέχεια κάποια βήματα που φτάνουν μέχρι ενός σημείου και μετά ακολουθεί κάποιο επόμενο βήμα . Τα προγεφυρώματα στην Κύπρο είχαν διαμορφωθεί το 1965, ο Αττίλας ήρθε το 1974 μετά το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας. Η αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης διατυπώθηκε αρκετά πριν την τελευταία επιχείρηση στη Συρία ( τα σύνορα της οποίας ,όπως και του Ιράκ ,ορίζονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης που προβλέπει και παραίτηση της Τουρκίας από τα δικαιώματα της επι της Λιβύης ) , ενώ τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας για την αποτροπή τρομοκρατικών επιθέσεων από το έδαφος της Συρίας είχαν αναγνωριστεί από το 1998 με τη συμφωνία των Αδάνων. Η επιστολή στα ΗΕ για τις θαλάσσιες ζώνες στη Μεσόγειο στάλθηκε πριν την ανυπόστατη συμφωνία με τη Λιβύη.
3. Οι ελληνοτουρκικοί δίαυλοι πολιτικής και διπλωματικής επικοινωνίας πρέπει να είναι βεβαιως πάντα ανοικτοί ώστε να γίνεται κατανοητό ότι η γειτονία της με την Ελλάδα λειτουργεί ευεργετικά για την Τουρκία, ως παράμετρος σταθερότητας σε ένα περιβάλλον πολλαπλών αβεβαιοτήτων. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως του σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Τα οποία η Ελλάδα πρέπει να προστατεύει και να δείχνει ότι μπορεί να προστατεύει .
Υπό το πρίσμα αυτών των εισαγωγικών παρατηρήσεων μπορούμε να αξιολογήσουμε πληρέστερα τις τελευταίες εξελίξεις
Β.
1. Ενώ η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει έντονη διπλωματική παρουσία στη Μεσόγειο κυρίως με τα τριμερή σχήματα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ και Ελλάδα – Κύπρος – Αίγυπτος, ενώ δίνει έμφαση στις διαβουλεύσεις με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και ενώ φυσικά παρακολουθεί με τεταμένη προσοχή τις εξελίξεις στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει συνηθίσει να τοποθετεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πολύ στενό πλαίσιο του Αιγαίου. Για το λόγο αυτό επέμενα στις γραπτές οδηγίες που είχα δώσει το 2013-14 για τους γύρους των διερευνητικών επαφών, να στραφεί η προσοχή μας ταυτοχρόνως στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, να συμπεριλάβει η συζήτηση όχι μόνο την υφαλοκρηπίδα αλλά και την ΑΟΖ και να ζητηθεί να αποσαφηνιστεί η τουρκική στάση ως προς τον κανόνα αναφοράς κατά το Διεθνές Δίκαιο ώστε να υπάρχει προετοιμασία εφόσον η οριοθέτηση αχθεί τελικά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Τώρα, με την ανίσχυρη και άκυρη συμφωνία Ερντογάν – Σαράζ και την επιστολή της 13.11.2019 προς τον ΓΓ του ΟΗΕ, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη μεγάλη κλίμακα της Μεσογείου. Αλλά και στον πυρήνα του ζητήματος που είναι το κυπριακό και η αναγνώριση του ρητά προβλεπόμενου στη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΔΣΔΘ) πλήρους δικαιώματος των ελληνικών νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
2. Το γεγονός ότι αφετηρία της τρέχουσας συζήτησης είναι η ανίσχυρη και άκυρη συμφωνία ( MOU ) Ερντογάν -Σαράζ, δεν πρέπει να εγκλωβίσει το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στα ρευστά συμφραζόμενα της κατάστασης στη Λιβύη. Από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι στο πεδίο της Λιβύης δρουν τέσσερις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει κατά τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας υποχρέωση διαβουλεύσεων για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών: η Αίγυπτος, η Ιταλία, η Τουρκία και βεβαίως η ίδια η Λιβύη όταν θα συνταχθεί ξανά ως κράτος και θα αποκτήσει κυβέρνηση που ασκεί πραγματικό έλεγχο και απολαμβάνει πλήρους και αναμφισβήτητης διεθνούς αναγνώρισης. Το ανίσχυρο και η ακυρότητα της εμφανιζόμενης ως συμφωνίας Τουρκίας – Λιβύης πρέπει να καταδειχθεί πλήρως χωρίς όμως η Ελλάδα να καταστεί παράμετρος της λιβυκής κρίσης.
3. Ούτως ή άλλως ακόμη και μια υποστατή διμερής συμφωνία δεν παράγει αποτελέσματα έναντι τρίτων (res inter alios acta). Η ακυρότητα μιας διεθνούς σύμβασης δεν θεραπεύεται λόγω της καταχώρησής της ( registration ) στον ΟΗΕ που γίνεται χωρίς να προηγηθεί έρευνα και έγκριση. Αυτό ισχύει και για το συνοδευτικό παράρτημα με τις συντεταγμένες. Άλλωστε η Ελλάδα με το ν. 4001/2001 όρισε τα απώτερα όρια της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ της με πλήρη επήρεια των νησιών και εφαρμογή του κανόνα της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής και ανακοίνωσε το περιεχόμενο του νόμου στον ΟΗΕ. Οι ενδιαφερόμενες χώρες ξέρουν να τοποθετούν το ν. 4001/2015 στον χάρτη της Μεσογείου. Το κρισιμότερο είναι ότι η Ελλάδα προχώρησε στην προκήρυξη «οικοπέδων» για έρευνα και εκμετάλλευση και σύνηψε συμβάσεις παραχώρησης με μεγάλες διεθνείς εταιρείες σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές μεταξύ των οποίων και Νότια Κρήτης. Παρότι μεσολάβησε μεγάλο κενό μεταξύ των πρώτων συμβάσεων το 2014 και των δεύτερων του 2018, το βήμα αυτό έγινε.
4. Η επιστολή Σινιρλίογλου της 13.11.2019 στον ΟΗΕ πρέπει να διαβαστεί σε συνδυασμό με την φερόμενη ως συμφωνία Ερντογάν – Σαράζ. Η φερόμενη συμφωνία είναι γενναιόδωρη για τη Λιβύη σε βάρος της Ελλάδος. Η επιστολή Σινιρλίογλου «κλείνει το μάτι» προς την Αίγυπτο εμφανιζόμενη γενναιόδωρη πάλι εις βάρος της Ελλάδος. Θέτει ρητά ως όρο για τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οριοθετήσεις την προηγούμενη λύση του κυπριακού, αλλά θεωρεί ότι η λεγόμενη «ΤΔΒΚ» νομιμοποιείται να συνάψει συμφωνία οριοθέτησης με την Τουρκία. Καλεί τις χώρες με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές σε διαπραγματεύσεις, γνωρίζοντας προφανώς ότι αν αυτές δεν αποδώσουν πρέπει η διαφορά να αχθεί στη διεθνή δικαιοσύνη. Αποδέχεται την οριοθέτηση όχι μόνο υφαλοκρηπίδας αλλά και ΑΟΖ, πρακτικά δε πριν την ανακήρυξή της με μονομερή πράξη κατά το εσωτερικό δίκαιο. Επαναλαμβάνει την αντίθεσή της στο κριτήριο της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής – που το αποδέχεται στην περίπτωση της Λιβύης – και δηλώνει την επιμονή της στο κριτήριο της ευθυδικίας. Αρνείται την πλήρη επήρεια των νησιών – ιδίως των ελληνικών νησιών στην Αν. Μεσόγειο και το Αν. Αιγαίο, των νησιών που βρίσκονται στη «λάθος πλευρά» (!) ,όπως λέει – αλλά στη συμφωνία Ερτογκάν – Σαράζ αποδέχεται την πλήρη επήρεια μικρών τουρκικών νησιών. Αποδέχεται τέλος ως κανόνα αναφοράς το εθιμικό διεθνές δίκαιο της θάλασσας που κωδικοποιείται όμως στη ΔΣΔΘ και τη σχετική νομολογία των διεθνών δικαστηρίων.
5. Η διπλωματική και πολιτική αντίθεση προς την εμφανιζόμενη ως «συμφωνία» Τουρκίας – Λιβύης που δηλώθηκε από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την ΕΕ, χώρες μέλη όπως η Γαλλία και η Ιταλία, χώρες κρίσιμες όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Δεν λύνει όμως το πρόβλημα. Η διεθνής απόρριψη του λεγόμενου MOU Τουρκίας – Λιβύης έχει ιδιαίτερη πολιτική και νομική σημασία. Μεγάλη σημασία έχει και η αποτροπή άλλων συναφών εξελίξεων όπως μια συμφωνία Τουρκίας – Αιγύπτου παρόμοια με αυτή που είχε κυοφορηθεί την περίοδο Μόρσι. Θα ήταν πολύ σημαντικό, αντιστρόφως, να ενταθούν και να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις Ελλάδος – Αιγύπτου για την πλήρη και όχι μερική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Είδαμε ότι η Ελλάδα πρέπει παράλληλα να ετοιμαστεί για την επανάληψη των διμερών διαπραγματεύσεων με τη Λιβύη όταν αυτή επανασυνταχθεί και αποκτήσει κυβέρνηση που ασκεί πλήρη εσωτερικό έλεγχο, απολαμβάνει πλήρους διεθνούς αναγνώρισης και είναι σε θέση να κατανοήσει τον παραπειστικό και επικίνδυνο χαρακτήρα του MOU της 27.11.2019.
6. Κατά την ίδια λογική έχει προφανή σημασία να ενταθούν και να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις Ελλάδος – Ιταλίας για τη μετατροπή της διμερούς σύμβασης οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του 1977 σε σύμβαση οριοθέτησης και της ΑΟΖ. Ως προς τη γνωστή δε εκκρεμότητα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις λόγω της απόφασης του αλβανικού συνταγματικού δικαστηρίου και της μη κύρωσης της διμερούς σύμβασης οριοθέτησης πολλαπλών χρήσεων του 2009, είναι σημαντικό να επαναφέρουμε τις ολοκληρωμένες ελληνικές προτάσεις του 2014 που περιλαμβάνουν: Πρώτον, την αναδιατύπωση και επέκταση του περιεχομένου του προοιμίου της σύμβασης. Δεύτερον, τη διατήρηση του περιεχομένου της σύμβασης που είναι επανάληψη ουσιαστικά των σχετικών προβλέψεων της ΔΣΔΘ. Τρίτον, την επανάληψη και επαλήθευση των σχετικών τεχνικών υπολογισμών.
7. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η ομαλή και ακώλυτη εφαρμογή των συμβάσεων παραχώρησης δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης που έχει συνάψει η Ελλάδα η οποία αυτονοήτως προστατεύει την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα
8. Το ίδιο προφανώς ισχύει για την κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα και τις θαλάσσιες ζώνες της Κυπριακής Δημοκρατίας μαζί με τις συμβάσεις παραχώρησης που αυτή έχει συνάψει, με ταυτόχρονη επιμονή στην ανάγκη επανάληψης των διακοινοτικών συνομιλιών και των προσπαθειών του ΓΓ του ΟΗΕ για την πολιτική λύση του κυπριακού και με οργάνωση του θεσμικού πλαισίου που διασφαλίζει τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όπως έχει κατ´επανάληψη τονίσει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.
9. Όλες οι κινήσεις που έγιναν ή γίνονται, όπως και αυτές που σημειώθηκαν προηγουμένως έχουν μεγάλη σημασία, αλλά δεν αρκούν. Χρειάζονται επιπλέον μεγάλες και σαφείς πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες που μπορούν να ακυρώσουν τη στρατηγική της καθημερινής έντασης που ακολουθεί η άλλη πλευρά και να συγκεντρώσουν έντονη διεθνή στήριξη. Για να γίνει όμως αυτό με επιτυχία πρέπει να αποσαφηνιστεί η εθνική γραμμή και να καταστεί αρραγές το εσωτερικό μέτωπο και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη συνειδητή εγκατάλειψη του ρητορικού πατριωτισμού και της ροπής προς την εθνικολαϊκιστική ευκολία. Μέσα από την ανάδειξη της σημασίας του πραγματικού πατριωτισμού, που διέπεται από την ηθική της εθνικής και ιστορικής ευθύνης. Η λύση του κυπριακού πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί και να γίνει αποδεκτή στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Οι καίριες πολιτικές πρωτοβουλίες ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να διαμορφωθούν και να γίνουν αποδεκτές ως αυτονόητες στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς οι προτάσεις μας πρέπει είναι όλες σύμφωνες με το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας, να προβάλλουν τα πλήρη δικαιώματα όλων των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες και να λαμβάνουν υπόψη το συνολικό μήκος των ακτογραμμών στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, ηπειρωτικών και νησιωτικών αδιακρίτως.
10. Η αυτονόητη πολιτική και διπλωματική πρωτοβουλία που πρέπει να αναλάβει η Ελλάδα προκειμένου να υποταχθεί η Τουρκία στις προβλέψεις της διεθνούς νομιμότητας είναι η διατύπωση επίσημης και πανηγυρικής πρότασης για την επανέναρξη των γύρων των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία με αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ταυτοχρόνως, με κανόνα αναφοράς το ισχύον διεθνές δίκαιο της θάλασσας και σε περίπτωση διαφωνίας την υπογραφή συνυποσχετικού που θα αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ ώστε να αχθεί ενώπιον του η διαφορά.
Ταυτοχρόνως η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία επανάληψης των διαβουλεύσεων για την επικαιροποίηση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) κυρίως των αεροναυτικών.
11. Εφόσον εννοούμε πράγματι τη θέση όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει μια διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, η θέση αυτή πρέπει να διατυπωθεί ολοκληρωμένα : η Ελλάδα αναγνωρίζει ως διαφορά με την Τουρκία την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο. Και στη συνέχεια να αναληφθεί η πολιτική και διπλωματική πρωτοβουλία που περιέγραψα, πρωτοβουλία που την ορίζουμε εμείς και όχι οι μονομερείς διεκδικήσεις και η παραβατικότητα της γείτονος.
12. Εφόσον πυλώνας της πολιτικής μας είναι ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και πάγια θέση μας η οριοθέτηση εντέλει με προσφυγή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με υπογραφή συνυποσχετικού, πρέπει να επικαιροποιήσουμε και να ενεργοποιήσουμε τις προτάσεις μας δηλώνοντας εκ προοιμίου τη βούληση μας να σεβαστούμε την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης οι τάσεις της νομολογίας του οποίου είναι γνωστές αλλά κάθε υπόθεση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Στο μεταξύ δεν βοηθούν κατά τη γνώμη μου κινήσεις «μερικού» χαρακτήρα, όπως η μερική επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο ή η μερική οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Αίγυπτο που αναδεικνύουν το μη ρυθμιζόμενο ζήτημα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης «ειδικών περιστάσεων» πχ στο Αιγαίο ή την Αν. Μεσόγειο.
13. Η βούληση και η ικανότητα υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας είναι όρος υπαρξιακά αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής. Η στρατιωτική και γενικότερα η εθνική ισχύς λειτουργεί αποτρεπτικά για τα προκλητά θερμά επεισόδια και πολύ περισσότερο για πολεμικές καταστάσεις έστω περιορισμένης διάρκειας. Οι στρατιωτικού χαρακτήρα κρίσεις λήγουν όμως συνήθως με moratorium και με την ενεργοποίηση διπλωματικών και πολιτικών διαδικασιών, διαπραγματεύσεων και πιθανώς συμφωνιών ή διεθνών δικαιοδοτικών διαδικασιών.
Πρέπει συνεπώς να αναληφθούν τώρα πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες που υπαγορεύονται από το Διεθνές Δίκαιο το οποίο έχουμε θέσει ως προμετωπίδα της εθνικής μας πολιτικής. Αλλιώς μπορεί και πάλι να νομίζουμε ότι ο χρόνος τρέχει υπέρ ημών, ενώ εμείς θα τρέχουμε πίσω από μικρά ή μεγάλα γεγονότα ή πίσω από πρωτοβουλίες άλλων .
Καθώς προετοιμαζόμαστε για τον εορτασμό των διακοσίων ετών από την εθνική Παλιγγενεσία, ας θυμηθούμε ότι «εθνικόν είναι το αληθές», όπως είπε ο Ποιητής του Ύμνου προς την Ελευθερία.