Στον υπότιτλο του δημοσιεύματος επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της την κρίση, ενώ, σε ό,τι αφορά την ιδιωτικοποίηση λιμανιών και επιχειρήσεων, ο υπουργός αναφέρει ότι προτιμά να προσελκύσει γερμανούς παρά κινέζους επενδυτές.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο υπουργός ξεκαθαρίζει ωστόσο ότι η Αθήνα σκοπεύει να ιδιωτικοποιήσει τα λιμάνια ακόμη και αν δεν υπάρξουν επενδυτές από δυτικές χώρες, ενώ τάσσεται υπέρ της καθιέρωσης ευρωπαϊκών κανόνων οι οποίοι θα ρυθμίζουν τα ζητήματα ασφάλειας στην κατασκευή νέων δικτύων κινητής τηλεφωνίας 5G. «Αυτό θα ήταν πολύ καλύτερο από το να αποφασίζει κάθε χώρα μόνη της», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Γεωργιάδης και τονίζει ότι η Ελλάδα προσκαλεί επενδυτές από όλον τον κόσμο, αλλά είναι χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. «Ανήκουμε στην Δύση και εκεί ακριβώς θέλουμε να παραμείνουμε», δηλώνει χαρακτηριστικά, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτή η δήλωση δεν στρέφεται εναντίον της Κίνας. Ο υπουργός Ανάπτυξης αναφέρεται επίσης στο ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης για επενδυτές στους τομείς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και της διαχείρισης των απορριμμάτων, ενώ περιγράφει το μεταναστευτικό ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κυβέρνησης και διαψεύδει κατηγορηματικά δημοσίευμα του περιοδικού Der Spiegel περί επαναπροωθήσεων από την Ελλάδα προς την Τουρκία στον Έβρο.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την συνάντηση που είχε την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο με τον γερμανό ομόλογό του Πέτερ Αλτμάιερ, ο Άδωνις Γεωργιάδης κάνει λόγο για «πολύ φιλική συνομιλία», στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν το ζητούμενο της αλλαγής αντίληψης πολλών γερμανών επιχειρηματιών για την Ελλάδα. «Πολλοί στη Γερμανία δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα ότι στην Ελλάδα δεν είχαμε απλώς μια αλλαγή κυβέρνησης. Στο μεταξύ, είμαστε και πάλι μια σταθερή χώρα, χωρίς ταραχές και απεργίες. Επιπλέον, έχουμε βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον μεταξύ άλλων και μέσω φοροελαφρύνσεων. Και παράλληλα, τηρούμε όλες τις συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση», εξηγεί ο υπουργός Ανάπτυξης και αναφέρει ενδεικτικά την διασφαλισμένη κοινοτική χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης στην περιοχή κοντά στα σύνορα με την Βόρεια Μακεδονία.
Ο κ. Γεωργιάδης επισημαίνει ακόμη ότι όπου έχουν επενδύσει γερμανικές εταιρίες είχαν μεγάλη επιτυχία: αναφέρει ενδεικτικά τις Deutsche Telekom και Fraport. «Ελπίζουμε ότι και άλλες γερμανικές εταιρείες θα θελήσουν να ακολουθήσουν αυτά τα πετυχημένα παραδείγματα», δηλώνει και προσθέτει ότι παραδοσιακά η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής για την Ελλάδα. Ωστόσο, επισημαίνει, υπάρχει πλέον μεγάλο ενδιαφέρον από την Κίνα και τις ΗΠΑ. «Το ότι μπορέσαμε να παραμείνουμε στην ευρωζώνη το οφείλουμε και στη Γερμανία. Και εάν τώρα έρθουν λιγότερες γερμανικές εταιρείες σε εμάς, το αποτέλεσμα θα είναι να έχουμε περάσει τα δύσκολα με τη Γερμανία και τώρα να δρέψουν άλλοι τους καρπούς. Δεν είναι καλή ιδέα!», λέει χαρακτηριστικά και, απαντώντας σε ερώτηση για τις ανησυχίες που εκφράζονται στην ΕΕ για το ενδεχόμενο οι κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα να έχουν περισσότερο γεωστρατηγικό παρά οικονομικό χαρακτήρα, τονίζει: «Μια στιγμή! Όταν το 2007 προσφέραμε τις πρώτες μετοχές για το λιμάνι του Πειραιά, η Cosco ήταν η μόνη που εκδήλωσε ενδιαφέρον. Όταν το 2016 ιδιωτικοποιήσαμε και το υπόλοιπο τμήμα, πάλι η Cosco ήταν η μόνη που κατέθεσε προσφορά. Η επένδυση της Cosco στον Πειραιά είναι η πλέον επικερδής παγκοσμίως (…) Εάν κάποιοι στην Ευρώπη δεν είναι τόσο ευτυχείς με την εμπλοκή της Κίνας, τότε τους προτρέπω: “Ελάτε!” Στις επερχόμενες ιδιωτικοποιήσεις, θέλουμε να προσελκύσουμε ευρωπαϊκές και άλλες δυτικές εταιρείες. Αλλά, ένα πράγμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο σε όλους: Θα ιδιωτικοποιήσουμε τα λιμάνια».
Ερωτώμενος σχετικά με το ενδεχόμενο συνεργασίας του λιμανιού του Πειραιά με το λιμάνι του Ντούιζμπουργκ, το μεγαλύτερο εσωτερικό λιμάνι στην Ευρώπη, ο κ. Γεωργιάδης μιλάει για μια «καλή ιδέα», να συνδεθούν σιδηροδρομικά τα δύο λιμάνια. «Εάν επιτευχθεί αυτό, η Cosco θα διπλασιάσει τις δυνατότητές της στον Πειραιά τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Πρόκειται για ένα τεράστιο εγχείρημα, καθώς η Cosco έχει ήδη δεκαπλασιάσει τον όγκο των μεταφερόμενων φορτίων την τελευταία δεκαετία. Για το λόγο αυτό, όμως, χρειάζεται σιδηροδρομική σύνδεση με την Κεντρική Ευρώπη», προσθέτει.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την στάση της Αθήνας έναντι της Κίνας, ο υπουργός τονίζει ότι η κυβέρνηση σέβεται την Κίνα και την ευχαριστεί που βρίσκεται στο πλευρό της Ελλάδας. «Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, θέλουμε να κρατήσουμε την ισορροπία και να μπορούμε να τηρούμε ανά πάσα στιγμή τις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας 5G και το ποιες εταιρείες θα τα κατασκευάσουν», διευκρινίζει.
Σε ό,τι αφορά τις ανησυχίες των γερμανικών εταιριών για ελλείψεις στην Δικαιοσύνη στην Ελλάδα και για υπερβολική γραφειοκρατία, ο κ. Γεωργιάδης αναλύει τις μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται στον τομέα της Δικαιοσύνης, αλλά και στην προσπάθεια διευκόλυνσης των επενδύσεων. Κάνει ακόμη λόγο για τις μειώσεις φόρων που έχουν ήδη γίνει και σχεδιάζονται και για το μέλλον, σε ό,τι αφορά τις εταιρίες και τα μερίσματα. Τονίζει ωστόσο ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει με τους ευρωπαίους πιστωτές της ότι δεν θα παραβιάσει τους συμπεφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους. «Για το 2019, μπορώ να πω το εξής: Παρόλο που κάποιοι ανησυχούσαν για το εάν θα επιτύχουμε τον στόχο του 3,5% ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα, εμείς τον ξεπεράσαμε. Η δημοσιονομική μας κατάσταση είναι καλή, οπότε έχουμε κάποια περιθώρια κινήσεων», αναφέρει, παραδεχόμενος ταυτόχρονα ότι θα ήταν καλό, αν η Ελλάδα μπορούσε να επιτύχει χαλάρωση των κανόνων, καθώς έτσι θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους γρηγορότερα και να πετύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. «Αλλά δεν θα επεκτείνουμε τον δανεισμό χωρίς την έγκριση των εταίρων μας στην ΕΕ. Pacta sunt servanda» («οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται»), δηλώνει και προσθέτει ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην Ελλάδα σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες. «Δεν θέλουμε να μας βοηθήσει κάποιος για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά θέλουμε να αξιοποιηθούν οι επιχειρηματικές ευκαιρίες», τονίζει.
Αναφερόμενος στο μεταναστευτικό, ο κ. Γεωργιάδης κάνει λόγο για το μεγαλύτερο πρόβλημα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και σημειώνει ότι η Τουρκία «φαίνεται ότι θέλει να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες ως μέσο πίεσης έναντι της ΕΕ και της Ελλάδας». Προσθέτει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα, αλλά χρειάζεται την στήριξη της ΕΕ προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Άγκυρα θα τηρεί και πάλι τους όρους της συμφωνίας και αναφέρει ενδεικτικά ότι, ενώ η συμφωνία προβλέπει την συνεργασία των δύο Ακτοφυλακών, η τουρκική Ακτοφυλακή ανταποκρίνεται μόνο σε μία ανά δέκα κλήσεις που λαμβάνει από την ελληνική.
Κληθείς να τοποθετηθεί σε ό,τι αφορά δημοσίευμα του περιοδικού Der Spiegel περί επαναπροωθήσεων προσφύγων από την Ελλάδα προς την Τουρκία στον Έβρο, ο υπουργός Ανάπτυξης διαβεβαιώνει ότι η Ελλάδα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και σημειώνει ότι αντιθέτως, η μεγάλη κατηγορία που διατυπώνεται στο εσωτερικό εναντίον της κυβέρνησης είναι ότι δεν κάνει επαναπροωθήσεις («pushbacks»). «Τα pushbacks είναι παράνομα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Είμαστε πολιτισμένη χώρα, όχι βάρβαροι. Δεν επιτρέπεται να θέτει κανείς σε κίνδυνο ζωές ανθρώπων, με το να τους στέλνει απλώς πέρα από τα σύνορα. Κατασκευάζουμε έναν φράκτη και προσπαθούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο να προστατεύσουμε τα σύνορα. Αυτό δεν είναι εύκολο, διότι οι διακινητές επωφελούνται σημαντικά από την παράνομη μετανάστευση προς την Ευρώπη», απαντά σχετικά.
Ο κ. Γεωργιάδης ερωτάται ακόμη εάν θα συνεχιστούν οι αδελφοποιήσεις ελληνικών και γερμανικών πόλεων, τις οποίες είχε ξεκινήσει ο προηγούμενος εντεταλμένος της καγκελαρίου Άγγελας Μέρκελ για την Ελληνογερμανική Συνέλευση Χανς-Γιοάχιμ Φούχτελ «Ο κ. Φούχτελ έχει κάνει θαυμάσια δουλειά, τον αγαπώ. Η αδελφοποίηση πόλεων μας βοήθησε πολύ και θέλουμε περισσότερες τέτοιες πρωτοβουλίες. Μας βοηθούν να διορθώσουμε την εικόνα των Γερμανών για τους Έλληνες», καταλήγει ο υπουργός Ανάπτυξης.