Οι συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Δημοσίου και η βελτίωση της εικόνας των τραπεζών μέσω της μείωσης των «κόκκινων» δανείων θα αποτελέσουν βασικούς παράγοντες για την οριστική υπέρβαση της κρίσης της οικονομίας όχι μόνο σε μάκρο αλλά και σε μίκρο οικονομικό επίπεδο. Στην πραγματική οικονομία με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ το μέσο επιτόκιο δανείων για τον Σεπτέμβριο έφτασε το 4,89%. Αντιστοίχως, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων έφτασε το 4,60%. Στην ευρωζώνη, σε μέσα επίπεδα, οι τιμές είναι κατά τα 2/3 χαμηλότερες με δεδομένα και τα μηδενικά παρεμβατικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Παράλληλα και το 2019 η πιστωτική επέκταση αναμένεται να είναι οριακά θετική την ώρα που σε κάποιες χώρες της ευρωζώνης αυξάνεται με διψήφια ποσοστά. Η διαφορά αυτή οφείλεται στη χειρότερη βαθμολόγηση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου που συμπαρασύρει και την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών σε χαμηλότερα επίπεδα. Η ρευστότητα των τραπεζών από την άλλη καθορίζεται και από την κεφαλαιοποίησή τους (η οποία παραμένει ικανοποιητική) αλλά και την ταχύτητα μείωσης των «κόκκινων» που θα μειώσουν μαζί και τις επισφαλείς προβλέψεις τους.
Μέσα στις επόμενες μέρες και μετά την έγκριση του σχεδίου «Ηρακλής» η θετική γνωμοδότηση της ΕΚΤ για το ελληνικό APS αναμένεται να πυροδοτήσει νέο ράλι σε μετοχές και ομόλογα με δεδομένο ότι πλέον θα βάλει το σχέδιο για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων σε τροχιά υλοποίησης. Μαζί όμως με τη μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 30 δισ. ευρώ που φέρνει το σχέδιο «Ηρακλής», οι τράπεζες θα ενισχυθούν και από μια σειρά πρωτοβουλιών (όπως π.χ. η αύξηση στο 30% του ελάχιστου ορίου των ηλεκτρονικών συναλλαγών), που θα αυξήσουν τη ρευστότητά τους χωρίς να χρειαστεί καταφεύγουν σε υπέρογκες προμήθειες.
Αλλωστε, εκτός από τη μείωση των «κόκκινων» δανείων στρατηγικός στόχος για το υπουργείο Οικονομικών είναι και η ιδιωτικοποίηση των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών. Να πουληθούν δηλαδή οι μετοχές που κατέχει σήμερα το ΤΧΣ σε ιδιώτες επενδυτές. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει αύξηση της κερδοφορίας τους και της χρηματιστηριακής αξίας.
Παράλληλα με τις εξελίξεις στις τράπεζες θα υπάρξουν και θετικές εξελίξεις για τον δανεισμό του Δημοσίου. Μετά την αναβάθμιση της S&P αναμένεται και νέα αναβάθμιση από τον μικρότερο μεν αλλά σημαντικό καναδικό οίκο αξιολόγησης DBRS.
ΣΥΡΙΖΑ: Μικρή συμμετοχή, μεγαλύτερη φθορά
Με τις δύο αυτές αναβαθμίσεις η Ελλάδα ανεβαίνει οριζόντια ένα επίπεδο. Θα έχει δηλαδή βαθμολογία ΒΒ- (ή ανάλογη) από τους τρεις στους τέσσερις οίκους αξιολόγησης που εξετάζουν την πορεία της, την S&P, τη Fitch και την DBRS. Μόνο η Moody’s θα έχει την Ελλάδα στη βαθμίδα Β1 που είναι ανάλογη του Β+. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η ΕΚΤ όσο και οι αγορές θα βλέπουν ότι η χώρα πλησίασε σε ένα χρόνο την επενδυτική βαθμίδα κατά ένα σκαλί και πλέον θα τη χωρίζουν τρία βήματα αντί για τέσσερα στην αρχή του 2019 μέχρι να δει τα επιτόκια να γίνονται μηδενικά ή και αρνητικά και για τα μακροπρόθεσμα ομόλογα. Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας πριν από το τέλος του 2020 εκτός από μια πολύ θετική έκπληξη για την Ελλάδα, θα σημάνει και την ένταξη -για πρώτη φορά- των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ που θα μειώσει ακόμη περισσότερο τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου, των τραπεζών και της πραγματικής οικονομίας. Ολα αυτά χωρίς να αποκλείεται κάποια αναβάθμιση και από τον μεγαλύτερο οίκο αξιολόγησης, τη Moody’s, πριν από το τέλος του χρόνου.
Αν όλες αυτές οι προσδοκίες εκπληρωθούν, η Ελλάδα θα μπει σε ένα νέο επίπεδο το οποίο θα έχει άλλες δυσκολίες. Οι αξιολογήσεις και οι ενδεχόμενες αναβαθμίσεις του 2020 θα βασιστούν στο αν οι μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών είχαν αποτέλεσμα και αν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας έχει «ξεκολλήσει» από το 2%+ που προβλέπουν και σήμερα οι θεσμοί ή θα προσεγγίσει το 2,8% που θέτει ως στόχο ο προϋπολογισμός του 2020. Κομβικής σημασίας στοιχεία στην κατεύθυνση αυτή θα είναι η αλλαγή πορείας στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων αλλά και η αναζωογόνηση παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας, όπως η οικοδομή.
Σταθερά βήματα και για την αναθεώρηση του χρέους
Στην ίδια κατεύθυνση θα γίνουν και τα βήματα για την περαιτέρω εξομάλυνση του προφίλ εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Στο Eurogroup της 7ης Νοεμβρίου αναμένεται να εγκριθεί η πρόωρη αποπληρωμή 2,7 δισ. από τα 8,5 δισ. ευρώ που χρωστά η Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ώστε να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του χρόνου.
O Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας έχει ήδη ενημερώσει γνωμοδοτώντας θετικά για το ελληνικό αίτημα το σώμα των εμπειρογνωμόνων του EWG το οποίο θα συζητήσει επί της ουσίας το ελληνικό αίτημα στη συνεδρίαση της Πέμπτης.
Παράλληλα ο ΟΔΔΗΧ, που ετοιμάζει αυτόν τον καιρό το δανειακό πρόγραμμα για το 2020, βάζει μέσα σε αυτό και το θέμα της ανταλλαγής των κουρεμένων ομολόγων του PSI+ με νέα ομόλογα, πιθανώς δεκαετούς διάρκειας, ώστε να αυξήσει τη ρευστότητα του συγκεκριμένου τίτλου και να μειώσει ακόμη περισσότερο τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου. Η πρώτη απόπειρα ανταλλαγής των ομολόγων αυτών στο τέλος του καλοκαιριού δεν είχε επιτυχία αλλά μετά την αύξηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι τα πράγματα θα είναι ευκολότερα.
Από την έντυπη έκδοση