Στην τελική ευθεία, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν διαφορά 6 ως 7,5 μονάδες υπέρ της Ν.Δ. και αυτό, σύμφωνα με κομματικές πηγές, εκλαμβάνεται ως καλό σενάριο για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς υπολογίζεται ότι η συσπείρωση, αν και παραμένει πολύ χαμηλή για το μέσο της προεκλογικής περιόδου, δεν έχει περιθώρια περαιτέρω ανόδου. Το πρωθυπουργικό επιτελείο τρέμει το σενάριο όπου θα συνδυαστούν η πιθανή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ με μεγάλη διαφορά υπέρ της Ν.Δ. με την επίσης πιθανή αποτυχία των Νάσου Ηλιόπουλου στον Δήμο Αθήνας, Ηλία Μπελαβίλα στον Δήμο Πειραιά και Κατερίνας Νοτοπούλου στον Δήμο Θεσσαλονίκης να μπουν στον δεύτερο γύρο και την επικράτηση των υποψηφίων που στηρίζει η Ν.Δ. στις μεγάλες περιφέρειες. Τα στελέχη που μιλούν στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα έχουν ήδη εμφανίσει μία πρώτη γραμμή άμυνας. Αυτή που λέει ότι οι ευρωεκλογές δεν είναι εθνικές εκλογές, ότι στις ευρωεκλογές είναι σύνηθες να αποδοκιμάζονται οι κυβερνήσεις και να παίρνουν τα μηνύματα που στέλνουν οι πολίτες κ.λπ. Η γραμμή αυτή όμως δύσκολα θα καταστεί επαρκής την επόμενη ημέρα των ευρωεκλογών και του α’ γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, ιδίως αν μπορεί εύκολα από την αξιωματική και ελάσσονα αντιπολίτευση να στοιχειοθετηθεί το επιχείρημα αναντιστοιχίας ανάμεσα στη λαϊκή βούληση και τη σύνθεση της Βουλής. Επιχείρημα που κατά κόρον έλεγε ο κ. Τσίπρας ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας επιτακτικά εθνικές εκλογές μετά τις ευρωεκλογές του 2014, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκλεγεί πρώτος με διαφορά 3,74% (ΣΥΡΙΖΑ 26,56%, Ν.Δ. 22,72%).
Σενάριο Ιουνίου
Από την Κουμουνδούρου αφήνουν να διαρρεύσει ότι η διαφορά υπέρ της Ν.Δ. θα είναι κάτω από 3% αλλά και ότι μία διαφορά υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάτω από 5% θα είναι πολιτικά διαχειρίσιμη και θα δίνει το δικαίωμα στον κ. Τσίπρα να εξαντλήσει την τετραετία, όπως έχει δεσμευθεί. Ακόμα όμως και εντός του ΣΥΡΙΖΑ από τα στελέχη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης συζητείται έντονα ότι αν η διαφορά υπέρ της Ν.Δ. ξεπεράσει το 5%, τότε τα πράγματα για τον κ. Τσίπρα δεν θα είναι διαχειρίσιμα και η πίεση που θα δεχτεί για να πάει σε πρόωρες εκλογές τον Ιούνιο (23 ή 30 οι ημερομηνίες που αφήνει η Κουμουνδούρου να διαρρεύσουν) θα είναι μεγάλη. Οπως συζητείται, ο κ. Τσίπρας θα σκεφτεί σοβαρά να κάνει άμεσα εθνικές εκλογές, καθώς η διαφορά θα κινείται στα όρια του μη διαχειρίσιμου και θα υπάρχει ο φόβος να ανοίξει ακόμα περισσότερο πηγαίνοντας προς τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο. Επιπλέον, σε αυτό το σενάριο, ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να διαχειριστεί και τη μεγάλη πίεση που θα υποστεί από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για να προχωρήσει σε εθνικές εκλογές τον Ιούνιο και όχι το φθινόπωρο. Οπως φάνηκε και από την προεκλογική στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ κατά του Κινήματος Αλλαγής, εξαιρετικά κρίσιμο στοιχείο για το τελικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι το ποσοστό που θα πάρει το Κίνημα Αλλαγής. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι εδώ και περίπου δέκα ημέρες, ο κ. Τσίπρας έχει ξεχάσει τη «Γέφυρα» και τη δήθεν προοδευτική συμμαχία. Εχει ανεβάσει κατακόρυφα τους τόνους, επιτίθεται προσωπικά και βρίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους ενώ δήθεν «κόπτεται» για το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Προχθές στη Βουλή βγήκε εκτός εαυτού σε σημείο που να εκπλήξει ακόμα και τους ίδιους τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι σαφές ότι έχει σταματήσει να απευθύνεται πλέον στον λεγόμενο μεσαίο χώρο και απευθύνεται πλέον σε φανατικούς υποστηρικτές και ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, ως να φοβάται ότι μπορεί να έχει απώλειες από τον πυρήνα των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος. Ακόμα, έχει προκαλέσει πολλά σχόλια και ψιθύρους το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός υποπίπτει σε λάθη που δεν έκανε στο παρελθόν, όπως η μακροσκελής ανάρτηση στο facebook για το τι έκανε ο πατέρας του στην επταετία της χούντας, που ήδη αμφισβητείται με στοιχεία και ντοκουμέντα από ανθρώπους που γνώρισαν τον πατέρα του και δεν συγκαταλέγονται ούτε στους εχθρούς του ΣΥΡΙΖΑ ούτε στους φίλους της Ν.Δ., όπως ο παλαιός υπουργός του ΠΑΣΟΚ Φοίβος Ιωαννίδης. Ο κ. Ιωαννίδης, που ήταν επικεφαλής της αντιστασιακής οργάνωσης που συμμετείχε και ο Ηρακλής Τσίπρας, είπε δημοσίως ότι ενώ συνελήφθησαν μαζί από τη χούντα και τους αποδόθηκαν κατηγορίες και ποινές, ο πατέρας του κ. Τσίπρα δεν εξέτισε καμία ποινή, αλλά λίγο αργότερα ανέλαβε και θέση δίπλα στον μεγαλοπαράγοντα Ασλανίδη, ο οποίος έδενε και έλυνε τα χρόνια της χούντας. Ο δρόμος αυτός δεν έχει γυρισμό για τον κ. Τσίπρα, καθώς στην πραγματικότητα το μέλλον του εξαρτάται απολύτως από τις ευρωεκλογές. Οι ευρωεκλογές είναι για τον ίδιο -και όχι για τον ΣΥΡΙΖΑ- μάχη πολιτικής επιβίωσης. Και αυτός είναι ο λόγος που στις δύο εβδομάδες που απομένουν, ο πρωθυπουργός και τα στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ που σηκώνουν το πολιτικό και επικοινωνιακό βάρος της αναμέτρησης των ευρωεκλογών (διότι υπάρχουν και πολλοί που κρύβονται ή απέχουν) θα επιχειρήσει να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά της κοινής γνώμης κατά του «παλαιού πολιτικού συστήματος», να κατηγορήσει τη Ν.Δ. για «κρυφό πρόγραμμα», να επαναφέρει συνεχώς τις κατηγορίες περί διαφθοράς και διαπλοκής, ακόμα και χωρίς στοιχεία, να ταυτίζει τον κ. Μητσοτάκη με τον κ. Βέμπερ…
Ηθικό χαμηλό, χαμόγελα παγωμένα, κουβέντες μετρημένες
Σε ό,τι αφορά το πραγματικό κλίμα στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που επικρατεί πίσω από τις κάμερες και τα μικρόφωνα των ΜΜΕ είναι «παγωμένα» χαμόγελα και εξαιρετικά μετρημένες κουβέντες. Οταν επί τρεις μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρατούσε το ηθικό των στελεχών και των ψηφοφόρων του με την πρόβλεψη ότι μέχρι τις ευρωεκλογές η διαφορά με τη Ν.Δ. θα έχει εξανεμιστεί και δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές έχει μειωθεί ελάχιστα, εμφανίζοντας χαρακτηριστικά παγίωσης, η εικόνα που έχει σχηματιστεί στην κοινωνία είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη των ποσοστών του. Στην ίδια κατεύθυνση, η γραμμή της αμφισβήτησης των δημοσκοπήσεων, χωρίς το Μαξίμου να παρουσιάζει τις… άλλες, αυτές για τις οποίες υποστηρίζει ότι ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. είναι δήθεν στήθος με στήθος. Οσο πλησιάζει η Κυριακή των ευρωεκλογών και η πρώτη Κυριακή των αυτοδιοικητικών εκλογών τόσο λιγότερο θα γίνεται πιστευτή. Και αυτό δεν έχει δυναμική μόνο για τις δημοσκοπήσεις που αφορούν στις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλά και για τις δημοσκοπήσεις που αφορούν στις εθνικές εκλογές, καθώς όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιολογούν την επίπλαστη αισιοδοξία του Μαξίμου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται, το ΠΑΣΟΚ αεροβατεί
Η αδικαιολόγητη συμπεριφορά του Παύλου Πολάκη κατά του Στέλιου Κυμπουρόπουλου και η προσκόλληση και ταύτιση του κ. Τσίπρα με τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας, οι νέες αποκαλύψεις για τη διαχείριση από την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό της φονικής πυρκαγιάς με τους 102 νεκρούς στο Μάτι και οι φωτογραφίες του κ. Τσίπρα στη θαλαμηγό της Κατερίνας Παναγοπούλου στο Ιόνιο τις ημέρες μετά το Μάτι είναι γεγονότα που επιδείνωσαν τη θέση του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει των ευρωεκλογών. Απεγκλώβισαν ψηφοφόρους του Κέντρου που αμφιταλαντεύονταν τι να ψηφίσουν από τον διλημματικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και τους έστρεψαν προς άλλες κατευθύνσεις.
Ο δισταγμός των δημοσκόπων για το εύρος της διαφοράς με τη Ν.Δ.
Η εικόνα που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας είναι εικόνα ενός κόμματος υπό κατάρρευση. Οι αναλυτές των εταιριών δημοσκοπήσεων βρίσκουν για τον ΣΥΡΙΖΑ ευρήματα πολύ πιο αρνητικά από αυτά που μετά την επεξεργασία των στοιχείων δημοσιεύουν. Διστάζουν όμως να μιλήσουν για αυτό που βλέπουν για δύο λόγους:
• Πρώτον, διότι φοβούνται την επιχείρηση «τρομοκρατίας» που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση, στοχοποιώντας και απειλώντας οποιονδήποτε τολμά δημοσίως να υποστηρίξει ότι η Ν.Δ. προηγείται με σημαντική διαφορά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στις προτιμήσεις της κοινής γνώμης.
• Δεύτερον, διότι το προηγούμενο του δημοψηφίσματος (και όχι των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 όπου εκεί, σε αντίθεση με ό,τι λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, δημοσίως οι μετρήσεις κατέγραψαν καθαρά την τάση υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κάποιες δεν έπιασαν το εύρος της διαφοράς) τους έχει κάνει διπλά και τριπλά πιο προσεκτικούς και προτιμούν να εμφανίζονται μετριοπαθείς πριν από τις ευρωεκλογές, παρά να απολογούμενοι μετά.
Η πραγματικότητα είναι πάντως πως οι δημοσκόποι -όπως έλεγε ένας από αυτούς στον «Ε.Τ.» της Κυριακής- ζουν ημέρες Οκτωβρίου 2009. Τι σημαίνει αυτό; Οτι κάποιοι μετρούσαν, τότε, ότι η διαφορά υπέρ του ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου ξέφευγε πάνω από τις 9 ποσοστιαίες μονάδες, τελικά «έκατσε» στο 10+, αλλά επειδή αυτή η διαφορά τούς φαινόταν πολύ μεγάλη, καθώς δεν ήταν συνήθης σε εθνικές εκλογές μεταξύ των δύο κομμάτων εξουσίας, μετά την επεξεργασία την παρουσίαζαν 4%-5%.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής