Με την ίδια ενημέρωση όμως λένε ότι«η μόνη δέσμευση είναι να τηρούμε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022, αλλά με μέσα που εμείς θα επιλέξουμε καθώς και να συνεχίσουμε στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων». Με λίγα λόγια παραδέχονται ότι υπάρχει πρόβλημα με το πολύ μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα χωρίς να αναφέρουν από που θα το επιτυγχάνουμε.
Αναλυτικά, από το Μαξίμου τονίζεται ότι στα οφέλη της συμφωνίας είναι:
10 χρόνια περίοδο χάριτος για το δάνειο του EFSF, δηλαδή πάγωμα των πληρωμών κεφαλαίου και τόκων μέχρι το 2032
10ετή επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ομολόγων του δανείου του EFSF (δηλαδή για ένα ποσό ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι ο σταθμισμένος μέσος όρος ωρίμανσης των ομολόγων του δανείου αυτού ανεβαίνει από τα 22 στα 32 περίπου χρόνια. Τα ομόλογα αυτά θα ξεκινούσαν να αποπληρώνονται το 2023 και πλέον θα ξεκινήσουν να λήγουν το 2033.
15 δισ. εκταμίευση τα οποία αυξάνουν το χρηματικό απόθεμα του ελληνικού δημοσίου στα 24,1 δισ. ευρώ (πρόσθεση των προηγούμενων εκταμιεύσεων του ESM για το μαξιλάρι και τα χρήματα που έχουμε αντλήσει από τις εξόδους στις αγορές). Αυτό σημαίνει ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι καλυμμένες για την επόμενη διετία τουλάχιστον ακόμη και στο πιο αρνητικό σενάριο, μη έκδοσης νέων ομολόγων. Άρα το ελληνικό δημόσιο μπορεί να σχεδιάσει τις εξόδους του στις αγορές χωρίς καμία απολύτως πίεση και με μόνο κριτήριο την βέλτιστη διαχείριση του ελληνικού χρέους και όχι για να εξυπηρετήσει υποχρεώσεις. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της συζήτησης για πιστοληπτική γραμμή στήριξης, αφού η γραμμή στήριξης υπάρχει ήδη στο δημόσιο ταμείο χωρίς δεσμεύσεις για πιθανές εκταμιεύσεις.
Επιστροφή κερδών της ΕΚΤ και των άλλων Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης ύψους 4,8 δισ. που θα εκταμιευτούν σε 4 ετήσιες ή οχτώ εξαμηνιαίες δόσεις. Προϋπόθεση για την εκταμίευση αυτών των χρημάτων είναι η επίτευξη των στόχων και τήρηση των δεσμεύσεων που περιέχονται στην απόφαση Eurogroup. Η επιστροφή ετησίως 1,2 δισ. ευρώ για κάλυψη είτε αναπτυξιακών είτε χρηματοδοτικών δαπανών, δίνει τη δυνατότητα επιπλέον δημοσιονομικού χώρου, αφού ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα παραμένει στο 3,5% αλλά θα έχουμε ετησίως επιστροφή 1,2 δισ. ευρώ.
Στην συνέχεια γίνεται λόγος για τις δεσμεύσεις:
Πρώτη και κύρια δέσμευση είναι να επιτυγχάνεται ο στόχος του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος μέχρι το 2022. Οι υπόλοιπες δεσμεύσεις αφορούν την συνέχιση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων των προγραμμάτων όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, η ανεξαρτησία της ελληνικής στατιστικής αρχής και της αρχής δημοσίων εσόδων. Σημειωτέον ότι πουθενά δεν υπάρχει δέσμευση για εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα. Πράγμα που με απλά λόγια σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει μονάχα μία ισχυρή δημοσιονομική δέσμευση, αυτή του 3,5%. Τα μέσα για την επίτευξη των στόχων αποτελούν πλέον επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης.
Επίσης η διαδικασία των αξιολογήσεων τελειώνει. Η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας θα συνίσταται σε αποστολές των θεσμών που θα καταλήγουν σε εκθέσεις που πιθανόν να εμπεριέχουν συστάσεις στις ελληνικές αρχές, όπως συμβαίνει και με όλες τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από πρόγραμμα.
Σε ότι έχει να κάνει με το τι επιτυγχάνεται με τη συμφωνία;
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για το μεσοπρόθεσμο διάστημα δεν θα υπερβαίνουν το 15% μέχρι το 2042 και το 20% από εκεί και πέρα. Πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα για τα επόμενα χρόνια να αφοσιωθεί χωρίς το βραχνά της εξυπηρέτησης του χρέους σε αναπτυξιακές πολιτικές, να πάρει δημοσιονομική ανάσα ενώ την ίδια στιγμή εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη των αγορών στο αξιόχρεο μας εξασφαλίζοντας έναν καθαρό διάδρομο 15ετίας για τους επενδυτές.
Η συμφωνία αυτή επομένως βάζει οριστικό και αδιαπραγμάτευτο τέλος στην αβεβαιότητα, εγγυάται την επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα της Ευρώπης.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]