Οι διεκδικήσεις για αναβολή των μειώσεων των συντάξεων και της μείωσης του αφορολογήτου πήγαν περίπατο και επισήμως από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο, ο οποίος βγήκε στην τηλεόραση του Alpha, την Παρασκευή, για να στείλει το μήνυμα προς το εσωτερικό της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ ότι «προέχει να ολοκληρωθούν όλες οι προαπαιτούμενες δράσεις και τα υπόλοιπα δεν εντάσσονται σε όσα συζητούμε με τους δανειστές μας».
Ο συναγερμός σήμανε μετά τη… διαρροή της Κομισιόν για την επιστολή Σεντένο προς τους υπουργούς Οικονομικών που μετέχουν στο Eurogroup, όπου, πέραν της αποκάλυψης για το «εργαλείο αυστηρής εποπτείας», περιλαμβάνονται όλα όσα έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση για την περίοδο μετά τον Αύγουστο και τα κρύβει από την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και μετά την προσβλητική όσο και αποκαλυπτική διαρροή «Γερμανού αξιωματούχου» προς τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ που ανέφερε: «Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί η κυβέρνηση όταν επιμένει στην καθαρή έξοδο. Τι θα πει αυτό; Υπάρχει και βρόμικη; Οι υποχρεώσεις θα υπάρχουν και μετά το τέλος του προγράμματος και πάντως δεν είστε σε κάποιο πλυντήριο για να λέτε ότι θα βγείτε καθαροί».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η τοποθέτηση του πρεσβευτή της Γερμανίας Γενς Πλέτνερ, ο οποίος δήλωσε ότι «δεν θα μπω στη διαδικασία να πω εάν η έξοδος από το πρόγραμμα θα είναι “καθαρή” ή όχι, καθώς το σημαντικό είναι να γίνει επιτυχώς» και υπενθύμισε με νόημα ότι και μετά το πρόγραμμα η Ελλάδα θα παραμείνει στην ευρωζώνη, στην οποία όλες οι χώρες μοιράζονται την κυριαρχία και έχουν υποχρεώσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι εκεί που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ειρωνευόταν το νέο υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Ολαφ Σολτς, απαντώντας, όταν τον ρωτούσαν για τη στάση του, «είναι νέος ακόμα», τώρα στην κυβέρνηση αισθάνονται πλέον ισχυρή την πίεση της Γερμανίας και έχουν ανησυχήσει ιδιαίτερα και από την πρόσκληση που δέχθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να επισκεφθεί το Βερολίνο, τον Ιούνιο.
Στο Μαξίμου φοβούνται ότι η κυβέρνηση της Γερμανίας θα επιχειρήσει να… ροκανίσει το χρόνο, λόγω των εκλογών στη Βαυαρία τον Οκτώβριο, όπου η μεταμνημονιακή Ελλάδα θα βρεθεί στο επίκεντρο και η Ανγκέλα Μέρκελ θα δεχθεί ισχυρή πίεση. Σε όλα αυτά, η κυβέρνηση συνυπολογίζει ότι η συζήτηση για το χρέος δεν προχωρά σύμφωνα με τους δικούς της υπολογισμούς. Η Γερμανία δεν αποδέχεται το λεγόμενο «γαλλικό σχέδιο» και τον αυτόματο μηχανισμό ελάφρυνσης, ζητά τα μέτρα που θα αποφασιστούν ως τον Αύγουστο να εφαρμόζονται μετά από το «οκ» του ESM κάθε φορά, όπως ζητά και σκληρούς όρους σύνδεσης της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων με ό,τι αποφασιστεί για τη διευθέτηση του χρέους.
Αν οι γερμανικές προτάσεις γίνουν και ευρωπαϊκές, τότε το πιθανότερο είναι το ΔΝΤ να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα μόνο ως επόπτης ή και να μη συμμετέχει, εξέλιξη που δεν βλέπουν με καλό μάτι οι αγορές.
Η αιφνιδιαστική εγκατάλειψη της ρητορικής περί διεκδικήσεων και χειραφέτησης για την «επόμενη ημέρα» είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει κραδασμούς στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του κόμματος, που κινούνταν στη διπλή γραμμή για τις συντάξεις και γενικότερα τη μεταμνημονιακή περίοδο.
Αυτούς τους κραδασμούς προσπαθεί να προλάβει το κυβερνητικό επιτελείο. Από την Παρασκευή το μεσημέρι με τη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου, χθες με τη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας και τις επόμενες ημέρες με συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ το κυβερνητικό επιτελείο επιδίδεται σε ένα μαραθώνιο «μασάζ», όπου το μήνυμα προς υπουργούς, βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα: Ο,τι έχουμε υπογράψει και ό,τι έχουμε ψηφίσει θα γίνει, δεν αλλάζει τίποτε, δεν αναβάλλεται τίποτε, το πακέτο των αντίμετρων θα το δούμε μετά την υπογραφή της συμφωνίας και η φράση “μετά τον Αύγουστο” -ως περίοδος ενδεχόμενων διορθωτικών μέτρων- αντικαθίσταται από τη φράση “όποτε το επιτρέψουν οι συνθήκες της ελληνικής οικονομίας”».
Στο κλίμα αυτό εντάσσεται και η επιστολή-προειδοποίηση του υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρη Λιάκου για την έγκαιρη εφαρμογή των 88 προαπαιτούμενων διότι η κυβέρνηση φοβάται ότι η μη ολοκλήρωσή τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «πάτημα» από τους θεσμούς και να χαθεί το κρίσιμο ραντεβού στις 24 Μαΐου στο Eurogroup, όπου έχει προγραμματιστεί να υπογραφεί το Stuff Level Agreement.
Σε κάθε περίπτωση, το αφήγημα περί «καθαρής εξόδου» έχει ήδη καταρρεύσει. Αυτό που θα προσπαθήσει η κυβέρνηση είναι να συντηρήσει τη θολούρα που επικρατεί για τη μεταμνημονιακή περίοδο.
Τα προαπαιτούμενα δεν προλαβαίνουν να ολοκληρωθούν όλα εντός χρονοδιαγράμματος. Θα μεταφερθούν στο πρόγραμμα μεταμνημονιακής εποπτείας, το οποίο τελικά δεν θα διαφέρει από το πρόγραμμα των τρίμηνων αξιολογήσεων των Μνημονίων, εκτός από ένα σημείο: Δεν θα υπάρχουν χρήματα για την ελληνική οικονομία και αυτή είναι μία εικόνα που η κυβέρνηση προσπαθεί να αποκρύψει όχι μόνο από την ελληνική κοινή γνώμη αλλά και από τα στελέχη της, όπως και από την αντιπολίτευση.
Κεφαλογιάννης για τον ελληνικό «Iron Dome»: Θα είναι έτοιμος εντός του 2026
Οι εξελίξεις στην οικονομία και η διαμόρφωση ενός πακέτου που δεν θα προσφέρεται για πανηγυρισμούς και θα προκαλέσει εσωστρέφεια στην κυβέρνηση, ιδιαίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ, αναγκάζουν την κυβέρνηση να παίξει με άλλα χαρτιά, προκειμένου να ανακατέψει την τράπουλα.
Από το να επικρατήσουν στη δημόσια συζήτηση οι απολογίες της κυβέρνησης για τη νέα μείωση των συντάξεων, όταν από την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης έχει φτιάξει «ματωμένο πλεόνασμα» και με την ανάπτυξη να πέφτει σε όλες τις προβλέψεις, είναι προτιμότερο να ανεβάσει το… θέμα της κατάτμησης της Β’ Αθηνών και της Περιφέρειας Αττικής, την επαναφορά της πρότασης για απλή αναλογική, ακόμα και νέους γύρους σκανδαλολογίας.
Συνεχίζεται η… πολιορκία Τσίπρα στο Κίνημα Αλλαγής
Σε αυτό το πεδίο, Νο 1 στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι το Κίνημα Αλλαγής. Το γεγονός ότι αντιμετωπίζει ήδη ισχυρούς κραδασμούς στο εσωτερικό του με αντικείμενο τη στάση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως έναντι της Ν.Δ., εκλαμβάνεται ως ευκαιρία από το Μαξίμου για να τρέξει το σχέδιο διάλυσής του.
Στο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου, έχοντας αποδεχθεί ως περίπου βέβαιο γεγονός την ήττα στις επόμενες εκλογές, επιχειρούν από τώρα να περιορίσουν το εύρος της και στρατηγικός τους αντίπαλος σε αυτή την προσπάθεια είναι το Κίνημα Αλλαγής. Γνωρίζουν πως όσο μεγαλύτερο από το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ στις προηγούμενες εκλογές είναι το ποσοστό του Κινήματος Αλλαγής στις επόμενες τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, γνωρίζουν παράλληλα ότι εντός του Κινήματος Αλλαγής υπάρχουν και στελέχη που βλέπουν με καλό μάτι τη συνεργασία μαζί τους, πέραν εκείνων που στο παρασκήνιο ήδη συντονίζουν τις κινήσεις τους, όπως, π.χ., ο Γιάννης Ραγκούσης. Στη Χαριλάου Τρικούπη λένε -χαριτολογώντας- ότι τέτοια προβολή στην «Αυγή» ο Ραγκούσης δεν γνώριζε ούτε όταν ήταν γραμματέας του ΠΑΣΟΚ και μετέπειτα υπουργός στην κυβέρνηση Παπανδρέου, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι τον στοχοποίησαν στο τελευταίο non paper, απαντώντας του για τη δήλωσή του σχετικά με το πόσο σημαντική είναι η τοποθέτηση του Γερμανού Μπούλμαν (στελέχους του SPD), που κάλεσε τα προοδευτικά κόμματα στην Ελλάδα να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να απομακρυνθούν από τη Δεξιά.
«Ο κ. Μπούλμαν είναι στέλεχος του SPD. Ας πει στο κόμμα του να αποχωρήσει από την κυβέρνηση με την κ. Μέρκελ. Ξεχάσαμε ότι ο κ. Τσίπρας έπαιρνε τηλέφωνο τον Σουλτς και του ζητούσε να κάνει κυβέρνηση με τη Μέρκελ», ήταν η απάντηση της Χαριλάου Τρικούπη.
Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι συντομότερα από ό,τι περίμεναν και στο Μαξίμου, η σύγκρουση κορυφής, που επεδίωκαν στο Κίνημα Αλλαγής, ξέσπασε.
Η κ. Γεννηματά, με αποκλειστική της δήλωση στο protothema.gr, απείλησε με διαγραφές για να αντιμετωπίσει τη «βαβέλ» που επικρατεί στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής με επίκεντρο τη σχέση του κόμματος με τον ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν δέχομαι εντολές από κανέναν» της απάντησε ο Σταύρος Θεοδωράκης, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι της δήλωσής της.
Η απειλή της κ. Γεννηματά ήταν η αφορμή. Επί της ουσίας, η αντίδραση του κ. Θεοδωράκη στην πρωτοβουλία της επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής να ζητήσει εκλογές πριν από τη συμφωνία με τους δανειστές ήταν καθυστερημένη. Αφενός επειδή δεν συμφωνεί, αφετέρου επειδή δεν ρωτήθηκε για μία μείζονα πολιτική πρωτοβουλία, όπως θα υπαγόρευαν οι κανόνες καλής συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων που συγκροτούν το Κίνημα Αλλαγής, αν υπήρχαν.
Οι προσωπικές στρατηγικές και η διχόνοια στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής, που η κ. Γεννηματά επιχειρεί να ελέγξει με διαγραφές, θα συνεχιστούν. Δεν είναι μόνο ο Γιάννης Ραγκούσης. Ο Γ. Παπανδρέου, που συνάντησε πρόσφατα τον κ. Τσίπρα στο Μαξίμου, ο Σπύρος Δανέλλης, που έχει δημοσίως εκφραστεί υπέρ της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-Κινήματος Αλλαγής και πολλοί άλλοι βλέπουν θετικά την προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα μετεκλογικά. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και φανατικοί ενάντια σε αυτή τη γραμμή, όπως ο Ευ. Βενιζέλος, ο Αν. Λοβέρδος, ο Γ. Μανιάτης και άλλοι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βάλει στόχο τη συρρίκνωση ή τη διάλυση του Κινήματος Αλλαγής, με λάφυρο τις ψήφους της Κεντροαριστεράς. Η γραμμή «ίσες αποστάσεις έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ.» κρίνεται ανεπαρκής για να ενώσει απόψεις, αντιλήψεις, στόχους και προσωπικές φιλοδοξίες. Και αυτό επειδή όλοι γνωρίζουν ότι το δίλημμα αυτό, που από τώρα θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ στο Κίνημα Αλλαγής από θέση ισχύος, με απώτερο σκοπό τη διάλυσή του και την προσέγγιση των ψηφοφόρων του, η Κεντροαριστερά θα το αντιμετωπίσει ούτως ή άλλως κατά την επικείμενη προεκλογική περίοδο, αλλά και μετά τις εκλογές, όταν θα κληθεί να απαντήσει στο δίλημμα «συμμετοχή σε κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη Ν.Δ. ή ξανά εκλογές».
Γιάννης Καμπουράκης
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]