Ωστόσο όπως είπε ο κ. Τσακαλάωτος είναι ο καλύτερος δυνατός μέσα στις συνθήκες που επικρατούν διεθνώς αλλά και στην Ευρώπη. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επειδή είναι άδικος δε θα πρέπει να το ψηφίσουμε, να πάμε σε εκλογές κα να έρθει ένας άλλος συνασπισμός κομμάτων. Δεν το έχουμε επιλέξει αλλά αντίθετα αποφασίσαμε να το παλέψουμε μέσω αυτών των συσχετισμών», δήλωσε χαρακτηριστικά και υποστήριξε πως δεν υπάρχει από τα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ κάποια καλύτερη στρατηγική για το πώς «θα πάμε από το Α στο Β». « Και δεν είναι απάντηση να πεις τι ωραία που θα ήταν να πηγαίναμε στο Γ», είπε.
Σε ότι αφορά τη μείωση των δαπανών και τις αυξήσεις των φόρων που προβλέπει ο προϋπολογισμός υποστήριξε ότι η ουσιαστική μεταβολή τους θα είναι πολύ μικρότερη από αυτή που δείχνουν οι αριθμοί.
Εκθεση-καταπέλτης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για τον προϋπολογισμό
Καταπέλτης η έκθεση του Γραφείου Προυπολογισμού της Βουλής για τον προυπολογισμό που τον χαρακτηρίζει ως μείγμα υπερβολικής λιτότητας, υψηλών πλεονασμάτων και χαμηλής ανάπτυξης.
«Η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου εκφράζει την ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων» επισημαίνεται στην εισαγωγή της έκθεσης για να συνεχίσει: «Προφανώς συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη. Όμως επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου».
Σε άλλο σημείο τονίζεται πως «Σύμφωνα με το Σχέδιο Προϋπολογισμού, στόχος είναι να συζευχθεί η δημοσιονομική υπευθυνότητα με κοινωνική δικαιοσύνη. Με τη διπλωματική διατύπωση υπευθυνότητα, εννοείται η εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Όπως όμως έχει υποστηριχθεί, ο συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής».
Επίσης, η επιστημονική επιτροπή αμφισβητεί και τη δυνατότητα άσκησης κοινωνικής πολιτικής υπογραμμίζοντας «τη γενική στόχευση ως προς την κοινωνική διάσταση υπηρετεί μεν η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και η διανομή του «κοινωνικού μερίσματος», αλλά αυτήν ακριβώς αντιστρατεύονται άλλα μέτρα που προβλέπει το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού (π.χ. η σαφής προτίμηση υπέρ των έμμεσων φόρων, ειδικά όσο οι έμμεσοι φόροι δεν χρηματοδοτούν αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά, η μείωση του επιδόματος θέρμανσης κ.α.. Επομένως το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού αδυνατίζει εν μέρει το σχετικό επιχείρημα».