Παρά τη σταθερή αποκλιμάκωσή του, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει το αναλογικά υψηλότερο εντός της Ε.Ε., με δεύτερο μεγαλύτερο αυτό της Ιταλίας, που αναμένεται να φτάσει στο 143% του ΑΕΠ στο τέλος του επόμενου χρόνου. Το γεγονός αυτό, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, δημιουργεί μια… λαϊκίστικη καταστροφολογία η οποία ξεκινά από την υποτιθέμενη κατακόρυφη αύξηση του δημόσιου δανεισμού μέχρι και το ενδεχόμενο να έχουμε μια νέα κρίση χρέους.
Κίνδυνος
Η αλήθεια είναι ότι το ύψος του χρέους σε συνδυασμό με την απουσία της επενδυτικής βαθμίδας προσθέτουν στα επιτόκια που διατίθεται να δανείσει η αγορά την Ελλάδα ένα «ασφάλιστρο υψηλού κινδύνου», αφού σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, μεγαλύτερο κίνδυνο να αθετήσει τις υποχρεώσεις έχει αυτός που έχει μεγαλύτερο χρέος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αγορές δηλώνουν πρόθυμες να δανείσουν την Ελλάδα με 4,7%, την Ιταλία που έχει επίσης υψηλό χρέος και επενδυτική βαθμίδα με 4,3%, την Πορτογαλία που έχει χρέος 110% του ΑΕΠ με 3,12% και τη Γερμανία, η οποία έχει χρέος 67% του ΑΕΠ και την ανώτερη επενδυτική βαθμίδα, με 2,16%.
Παρά το μέγεθός του όμως οι συμφωνίες που έχουν γίνει από το 2012 έως και το 2018 έχουν καταστήσει το ελληνικό χρέος πολύ περισσότερο βιώσιμο από το ιταλικό, το ισπανικό και το πορτογαλικό και σε κάποιο σημείο και από το γερμανικό, για τέσσερις πολύ συγκεκριμένους λόγους.
1 Το κόστος εξυπηρέτησης: Ο πρώτος είναι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Το χρέος που αναμένεται στο τέλος του χρόνου να φτάσει το 169,1% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 355 δισ. ευρώ κοστίζει στον κρατικό προϋπολογισμό περίπου 5,5 δισ. (περίπου 2,8% του ΑΕΠ) σε τόκους. Για να γίνει αντιληπτή η βελτίωση που είχαμε την τελευταία 12ετία, ο κρατικός προϋπολογισμός πλήρωσε το 2010 (τον χρόνο, δηλαδή, που η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια) το κολοσσιαίο ποσό των 15,7 δισ. ευρώ για τόκους. Στη σύγκριση με άλλες μνημονιακές χώρες, οι τόκοι φτάνουν το 6,5% του ΑΕΠ για την Ιταλία, το 5,8% για την Πορτογαλία ενώ λίγο καλύτερα από εμάς, στο 2,5% του ΑΕΠ φτάνουν οι τόκοι για την Ισπανία.
Σε επίπεδο ετήσιων μικτών χρηματοδοτικών αναγκών, δηλαδή του ποσού που χρειάζεται κάθε κράτος να δανειστεί από τις αγορές ώστε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του, να αποπληρώσει τους τόκους και να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού του, η Ελλάδα θα έχει φέτος χρηματοδοτικές ανάγκες στο 10,2% του ΑΕΠ, δηλαδή 20 δισ. ευρώ. Η γειτονική Ιταλία έχει χρηματοδοτικές ανάγκες 25% του ΑΕΠ (περίπου 600 δισ. ευρώ), η Ισπανία 20,2% του ΑΕΠ (περίπου 350 δισ. ευρώ) και η Πορτογαλία 12,3%. Ακόμη και η ναυαρχίδα της ευρωζώνης, η Γερμανία, θα έχει για φέτος χρηματοδοτικές ανάγκες στο 19% του ΑΕΠ της, δηλαδή περίπου 800 δισ. ευρώ.
Από τα μεγέθη αυτά γίνεται σαφές ποια χώρα είναι περισσότερο εκτεθειμένη στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.
2 Η διάρκεια του χρέους: Εκεί που κερδίζει πανευρωπαϊκά τo ελληνικό χρέος είναι η διάρκεια μέχρι τη λήξη του. Ο μέσος χρόνος μέχρι και την ωρίμανση του χρέους (δηλαδή η διάρκεια μέχρι την αποπληρωμή του) είναι τα 21 χρόνια, έναντι 10-15 σε μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην πράξη, το χρέος φυσικά και δεν θα εξοφληθεί σε 21 χρόνια. Οπως γίνεται από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το χρέος αναχρηματοδοτείται με νέο χρέος, κατά προτίμηση με επιτόκιο χαμηλότερο από αυτό που έχει το ισόποσο κομμάτι χρέους που αποπληρώνει. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος χρόνος λήξης του χρέους δίνει την άνεση στις ελληνικές αρχές να σχεδιάζουν χωρίς την πίεση που δημιουργούν οι συνεχείς λήξεις ομολόγων τις νέες εκδόσεις χρέους ώστε να πετυχαίνουν και καλύτερα επιτόκια δανεισμού.
3 Η ειδική σύνθεση του χρέους: Από τα 355 δισ. του χρέους, τα 242 δισ. αφορούν τον λεγόμενο «επίσημο τομέα». Μετά την εξόφληση των τελευταίων 1,8 δισ. προς το ΔΝΤ, πλέον το χρέος προς τον επίσημο τομέα αναλύεται σε 52,3 δισ. ευρώ στις χώρες της ευρωζώνης (το πρώτο δάνειο πήρε η Ελλάδα πριν μπει σε μνημόνιο), 115 δισ. στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) που πήραμε στο δεύτερο μνημόνιο και 75 δισ. που δανειστήκαμε στο τρίτο μνημόνιο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Με εξαίρεση το διμερές δάνειο που πήραμε το 2010, τα δάνεια του EFSF έχουν ακόμη περίοδο χάριτος 10 χρόνια και θα αποπληρωθούν σε 20 χρόνια και του ESM έχουν διάρκεια 30 χρόνια. Ολα αυτά τα δάνεια είναι «κλειδωμένα» μέχρι τη λήξη τους σε επιτόκια κοντά στο 1,2%, ανεξάρτητα από τα επιτόκια της αγοράς και άρα είναι προστατευμένα από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων Από τα υπόλοιπα περίπου 110 δισ. ευρώ του χρέους, τα 90 δισ. βρίσκονται σε ομόλογα. Από αυτά, τα 38,7 δισ. βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και 50 δισ. βρίσκονται σε κυκλοφορία (περίπου το 15% του συνολικού χρέους) και είναι -θεωρητικά- εκτεθειμένα σε διακυμάνσεις των αγορών. Τα υπόλοιπα 20 δισ. του χρέους είναι σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου που ανακυκλώνονται σε ετήσια βάση και δάνεια από την ΕΤΕπ και την Τράπεζα της Ελλάδος.
4 Τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα: Η τέταρτη συνθήκη βιωσιμότητας είναι τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου. Το ταμείο του κράτους έχει σήμερα 38 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό σε συνδυασμό και με τις χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, δίνει τη δυνατότητα στο Δημόσιο να επιλέγει τον χρόνο και το ποσό που θα δανειστεί από τις αγορές. Σε ακραίες συνθήκες το υπ. Οικονομικών μπορεί να αναστείλει μια έκδοση και να καλύψει τις ανάγκες του από το ποσό αυτό αποφεύγοντας τον ακριβό δανεισμό. Τα ταμειακά διαθέσιμα θα μειωθούν μεν αλλά δεν θα είναι λιγότερα από 35 δισ. στις αρχές του 2023.
Η λύση για την αύξηση των επιτοκίων
Η Ελλάδα έχει ανάγκη να εμφανίζεται και να δανείζεται από τις αγορές ώστε να θεωρείται κανονικός εκδότης ομολόγων και να προσελκύει καλής ποιότητας επενδυτές. Πώς, όμως, μπορεί να γίνει αυτό χωρίς να αυξηθεί το κόστος δανεισμού του Δημοσίου; Τη λύση δίνουν τα χρηματοοικονομικά παράγωγα που έχουμε χρησιμοποιήσει κατά κόρον τα τελευταία χρόνια. Συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου, οι οποίες μπορούν να κλειδώσουν το κουπόνι που θα πληρώνει το Δημόσιο για νέα ομόλογα έως ένα ύψος. Πριν, λοιπόν, η Ελλάδα εκδώσει ένα ομόλογο, αγοράζει ένα συμβόλαιο από μια τράπεζα που λέει ότι θα πληρώνει ένα ετήσιο ασφάλιστρο το οποίο θα περιορίζει τον τόκο που θα πληρώνει στους αγοραστές των ομολόγων στο επιτόκιο Euribor των 3 μηνών (1,54%) +1,23%, δηλαδή 2,77%. Ο αγοραστής του ελληνικού ομολόγου θα πληρώνεται τόκο 5%, το Δημόσιο θα καταβάλλει το 2,77% και το υπόλοιπο 2,33% θα καταβάλλει η τράπεζα με την οποία έχει συμβόλαιο το Δημόσιο. Το κόστος τέτοιων συμβολαίων δεν είναι χαμηλό. Ωστόσο, το Δημόσιο έχει ήδη ανοιχτά τέτοια συμβόλαια ύψους 11 δισ. από χρέος προς ΔΝΤ και GLF που αποπληρώθηκε πριν από την ώρα του, από το 2019 και εντεύθεν. Τα συμβόλαια αυτά μπορούν να ανανεωθούν και να προσαρμοστούν στα νέα ομόλογα του Δημοσίου μειώνοντας το κόστος δανεισμού όσο η ΕΚΤ θα αυξάνει τα επιτόκια του ευρώ.