Οι φόβοι για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης τους επόμενους μήνες και κατά συνέπεια η παραγωγική ικανότητα της βιομηχανίας των μεγάλων οικονομιών της ευρωζώνης (Γερμανία, Ιταλία), αλλά και η διαφορά στα επιτόκια μεταξύ της ΕΚΤ και της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ επιτάχυναν τη διολίσθηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Η μείωση αυτή της ισοτιμίας του ευρώ, σε σχέση με το δολάριο, κάνει ακόμη ακριβές τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων που εξοφλούνται σε δολάρια ή και ευρώ ροκανίζοντας και το ρυθμό ανάπτυξης για το 2022.
Από την άλλη, η αδυναμία του ευρώ κάνει τις εξαγωγές σχετικά πιο φθηνές και κατά συνέπεια βοηθάει την εξωστρέφεια της οικονομίας όπως επίσης μπορεί να επιτευχθεί ακόμη μεγαλύτερη αύξηση στον τουρισμό από την στιγμή που οι τιμές θα πέσουν.
Από την άλλη πλευρά οι εξαγωγές που ευνοούνται προϋποθέτουν παραγωγή και αυτή με τη σειρά της πρώτες ύλες, οι οποίες στην πλειονότητά τους είναι επίσης εισαγόμενες. Συνεπώς, ό,τι κερδίζεις από τις φθηνότερες εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, το χάνεις από τις ακριβές εισαγωγές.