Ηδη με την επιβεβαίωση της επενδυτικής βαθμίδα και από τον οίκο Fitch την περασμένη Παρασκευή η απόδοση στο ελληνικό 10ετές ομόλογο μειώθηκε από το 3,8% στις αρχές του μήνα στο 2,5%. Η επιπλέον ζήτηση για ελληνικά ομόλογα που έχουν πυροδοτήσει οι θετικές προοπτικές για την οικονομία αναμένεται μέσα στο 2024 να μειώσουν περαιτέρω τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κατά περίπου 70 μονάδες βάσης. Με άλλα λόγια η απόδοση για το 20ετές θα μειωθεί από το 3,5% που είναι σήμερα στο 2,7%.
Από την άλλη, μετά την πτώση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη στο 2,4% τον Νοέμβριο από 2,9% τον Οκτώβριο, τη μεγάλη οικονομική επιβράδυνση που έχουν προκαλέσει τα υψηλά επιτόκια και τον κίνδυνο «κόκκινων» δανείων στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες η ΕΚΤ αλλάζει στρατηγική. Ανεξάρτητα αν αρχίσει τη μείωση των επιτοκίων τον Απρίλιο, όπως περιμένουν οι αισιόδοξοι, ή τον Ιούνιο, οι πιο συγκρατημένοι, όλοι συγκλίνουν στο ότι η μείωση θα πλησιάσει το 2% από το 4% σήμερα.
«Ανατομία» χρέους
Από τα 357 δισ. ευρώ που είναι το χρέος με το οποίο κρίνεται η χώρα μόνο τα 90 δισ. ευρώ βρίσκονται στην αγορά μαζί με περίπου 38 δισ. ευρώ σε ανεξόφλητα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου. Περίπου 230 δισ. ευρώ είναι το λεγόμενο χρέος προς τον επίσημο τομέα, δηλαδή τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (67 δισ. ευρώ), τον προκάτοχό του (130 δισ. ευρώ) και τις χώρες της ευρωζώνης (32,3 δισ. ευρώ). Τα δάνεια προς τον επίσημο τομέα είναι «κλειδωμένα» σε σταθερά επιτόκια και βρίσκονται σε περίοδο χάριτος με εξαίρεση το δάνειο από την ευρωζώνη που αποπληρώνεται από το 2022 αλλά βρίσκεται και αυτό σε σταθερό επιτόκιο.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι οι όποιες μειώσεις επιτοκίων προκύψουν από τη μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αφορούν περίπου το 1/3 του χρέους δηλαδή τα 128 δισ. ευρώ σε ομόλογα και έντοκα. Με επιτόκια μικρότερα κατά 2,7% για το μισό του 2024 (αν υποθέσουμε ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια από τα μέσα του χρόνου) το κέρδος από το κόστος χρηματοδότησης του χρέους φτάνει το 1,5 δισ. ευρώ.
Ολα αυτά αν δεν έχουμε και νέα αναβάθμιση της οικονομίας σε υψηλότερη επενδυτική βαθμίδα, κάτι που θα μειώσει ακόμη περισσότερο το κόστος δανεισμού και θα αυξήσει και την εξοικονόμηση από τόκους. Το πώς θα κατανεμηθεί το κέρδος αυτό θα είναι απόφαση της κυβέρνησης αλλά είναι σίγουρο ότι η οικονομία θα έχει πιο σταθερή προοπτική.
Εκτός από το καθαρό δημοσιονομικό όφελος η μείωση του κόστους χρήματος από την ΕΚΤ σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους του Δημοσίου θα μειώσει επαγωγικά και το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.
Οι τράπεζες θα δανείζονται και θα δανείζουν φθηνότερα
Μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου για το Δημόσιο οι οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν και την πιστοληπτική διαβάθμιση των τραπεζών. Αυτό σημαίνει ότι οι εμπορικές τράπεζες θα μπορούν να δανείζονται φθηνότερα και άρα να δανείζουν φθηνότερα.
Η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 1,5%-2% θα περάσει σε πρώτη φάση και στα δάνεια, κυρίως στεγαστικά με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οι περίπου 50.000 δανειολήπτες οι οποίοι ήταν επιλέξιμοι στο πρόγραμμα των τραπεζών για την επιδότηση του μισού της αύξησης των επιτοκίων μέχρι το τέλος Απριλίου θα ανακουφιστούν. Θα έχουν μια ελάφρυνση από 30 έως και 270 ευρώ στη δόση τους, ανάλογα με τη φάση αποπληρωμής του δανείου τους.
Οι εμπορικές τράπεζες θα μπορούν πλέον να αξιοποιούν τα περίπου 30 δισ. ευρώ που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους για δανεισμό από την ΕΚΤ χωρίς την τεράστια έκπτωση του 40% με την οποία γίνονταν αποδεκτά ως εγγυήσεις όσο η χώρα δεν είχε επενδυτική βαθμίδα. Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την πίτα των δανείων ο μεταξύ τους ανταγωνισμός θα έχει ως αποτέλεσμα περισσότερα δάνεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε χαμηλότερα επιτόκια.
Ωθηση στις επενδύσεις
Τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού θα βοηθήσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν πιστοληπτική διαβάθμιση να προχωρήσουν σε δανεισμό μέσω ομολόγων αφού τα επιτόκια θα είναι μικρότερα από αυτά των δανείων των τραπεζών.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα έχουν περισσότερα κεφάλαια να δανείσουν στις μικρότερες επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, ημεδαπά ή αλλοδαπά, δικαιώνοντας αυτούς που περιμένουν το 2024 νέο ρεκόρ επενδύσεων σε real estate. Φέτος, μια χρονιά που τα επιτόκια ήταν σε ανοδική πορεία, οι επενδύσεις σε ακίνητα αναμένεται να φτάσουν ως το τέλος του χρόνου στα 5,5 δισ. ευρώ. Συνολικά, οι επενδύσεις για φέτος αναμένεται να φτάσουν τα 32 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, η μείωση του κινδύνου για την Ελλάδα θα φέρει και νέες ιδιωτικές επενδύσεις, περισσότερο παραγωγικές, όχι μόνο σε γνωστούς αλλά και σε λιγότερο γνωστούς τομείς.
Επίσης, οι δημόσιες επενδύσεις -ειδικά σε κλασικές ή ψηφιακές υποδομές- θα προχωρήσουν πιο γρήγορα αφού παράλληλα με τη μείωση των επιτοκίων θα έχουμε και μείωση πληθωρισμού η οποία θα διευκολύνει σημαντικά και τη χρηματοδότηση των έργων.
Η αύξηση των επενδύσεων φέρνει μαζί της την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας.
Μείωση φόρων και εισφορών
Ολα αυτά θα οδηγήσουν σε υψηλότερη αύξηση του ΑΕΠ που θα φέρει θετικές εξελίξεις και στα δημόσια ταμεία. Το υπ. Οικονομίας και Οικονομικών θα έχει επιπλέον έσοδα από τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας. Μόνο για το 2022 από τη μείωση της ανεργίας το Δημόσιο είχε περίπου 650 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές τα οποία θα είναι μόνιμα και θα αυξάνονται όσο θα αυξάνεται η απασχόληση. Αυτό θα ενταθεί μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Τα αυξημένα έσοδα θα δώσουν το περιθώριο να προχωρήσει το συντομότερο δυνατό η κατάργηση των φόρων που «φόρτωσαν» στη χώρα τα μνημόνια και να κατανεμηθούν τα φορολογικά βάρη με δικαιότερο τρόπο. Επίσης, θα πρέπει να αναμένεται να προχωρήσει και η μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των υψηλών ακόμη εισφορών που αποτελούν αντικίνητρο για την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας.
Αλλωστε από την ανακοίνωση ως εθνικό στόχο της κυβέρνησης μέχρι και σήμερα το σενάριο της επενδυτικής βαθμίδας είχε ένα έμμεσο κέρδος της τάξης των 7 δισ. ευρώ σε τόκους από το 2020.
Οι αγορές «βλέπουν» ξανά Ελλάδα
Η ρύθμιση του χρέους μετά το τέλος του 3ου μνημονίου αλλά και η προσήλωση της κυβέρνησης στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας άλλαξαν συνολικά το σκηνικό. Δέκα και κάτι χρόνια μετά το «κούρεμα» το 2012, κατά το οποίο οι επενδυτές έχασαν το 75% των τόκων και των κεφαλαίων που είχαν επενδύσει σε τίτλους του Δημοσίου, οι αγορές γύρισαν ξανά το κεφάλι τους προς την Ελλάδα.
Επιπλέον, η ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα είναι η αρχή ενός νέου κύκλου για την Ελλάδα. Τούτο διότι θα έχει τη δυνατότητα, έχοντας μπει σε πρώτο πλάνο για τις αγορές, να συνεχίσει να αναβαθμίζει το αξιόχρεο της χώρας τα επόμενα χρόνια βελτιώνοντας τη διεθνή θέση της χώρας. Παράλληλα με τη διεθνή θέση της χώρας θα αυξάνεται η ανάπτυξη και τα εισοδήματα τα οποία στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν μείνει καθηλωμένα πάνω από μια 10ετία.
Στην επόμενη φάση, η Ελλάδα θα πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία και να μειώσει το χρέος της, όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο μέγεθος, ώστε το κόστος εξυπηρέτησης να μειωθεί ακόμη περισσότερο για να επιστρέψουμε το συντομότερο δυνατόν σε επίπεδο επιδόσεων… 2009.