Με βάση το κείμενο που έστειλε στις Βρυξέλλες το υπ. Οικονομικών αναθεωρείται ο φετινός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,4% του ΑΕΠ στο 2% του ΑΕΠ λόγω των επιπλέον μέτρων στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών που θα ληφθούν φέτος, ενώ για το 2023 προβλέπει ότι η οικονομία θα περάσει σε πρωτογενές πλεόνασμα που θα φτάσει το 1,1% του ΑΕΠ.
Φαινομενικά, η προσαρμογή από χρόνο σε χρόνο, σε ότι αφορά το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού, είναι 3,1% του ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι 4,2% του ΑΕΠ. Τούτο διότι τα 2,1 δισ. ευρώ θα διατεθούν για την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και τη μονιμοποίηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών. Τα δύο μέτρα εφαρμόστηκαν το 2021 και θα εφαρμοστούν και φέτος ως έκτακτα, λόγω της ισχύος της ρήτρας συνολικής διαφυγής που δεν επιτρέπει τη λήψη μόνιμων μέτρων. Η πλήρης κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης θα κοστίσει 1,2 δισ. ευρώ και άλλα 800 εκατ. ευρώ η μονιμοποίηση των μειωμένων κατά 3% ασφαλιστικών εισφορών.
Αυτά τα 2,1 δισ. (1,1% του ΑΕΠ) αν δεν υπήρχε η ανάγκη μονιμοποίησης των μέτρων, θα αύξανε την πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2023 στο 2,2% του ΑΕΠ. Οσο περίπου ήταν ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα που είχε η Ελλάδα για το 2023 με βάση τη συμφωνία του 2018 για τη διευθέτηση του χρέους.
Διαπραγμάτευση
Πληροφορίες από αρμόδιες πηγές θέλουν τους θεσμούς να έχουν συμφωνήσει με την επιλογή που έθεσε η ελληνική πλευρά να μονιμοποιήσει τα δύο συγκεκριμένα μέτρα τα οποία ενισχύουν την απασχόληση και την ανάπτυξη και να μετατεθεί η λογιστική αποτύπωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα από το 2024 το 2025, όταν πράγματι ο στόχος είναι να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,1% του ΑΕΠ το οποίο θα αυξηθεί περαιτέρω στο 2,3% του ΑΕΠ. Το θέμα εξετάστηκε και με τους θεσμούς, οι οποίοι συμφώνησαν με την επιλογή της ελληνικής πλευράς, αλλά και με τον εκτελεστικό διευθυντή του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, όταν είχε βρεθεί στην Αθήνα στις αρχές Απριλίου και είχε δεχθεί την αντικατάσταση μέρους του πλεονάσματος με αυτά τα δύο μέτρα.
Ο λόγος είναι απλός: Το 2021 η Ελλάδα εμφάνισε 2% του ΑΕΠ χαμηλότερο πρωτογενές έλλειμμα (έφτασε στο 5% του ΑΕΠ από 7% του ΑΕΠ που προβλεπόταν). Η πιο εντυπωσιακή μείωση, όμως, ήταν αυτή του χρέους: Από το 206,5% του ΑΕΠ το 2020 μειώθηκε κατά 13,2% του ΑΕΠ στο 193,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021. Ολα αυτά επειδή και μέσω των μέτρων στήριξης η οικονομία αναπτύχθηκε τον προηγούμενο χρόνο με ρυθμό 8,3% αντί 6,9% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2022.
Παράλληλα, η Ελλάδα έχει -μέχρι τώρα- από τις καλύτερες επιδόσεις στην υλοποίηση του εθνικού προγράμματος ανάκαμψης και ανθεκτικότητας ενώ έχει περάσει με επιτυχία τις 13 αξιολογήσεις σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Με αυτά τα δεδομένα και ο «σκληρός» ESM αποδέχθηκε μικρότερο πλεόνασμα για να υλοποιηθούν τα μέτρα καθώς η εφαρμογή τους θα έχει -εκτός από δεδομένο δημοσιονομικό κόστος- και μια ωφέλεια: Θα αυξήσει το ΑΕΠ και την απασχόληση και θα βοηθήσει να μην αυξηθεί περαιτέρω το ιδιωτικό χρέος. Αυτό φαίνεται, άλλωστε, και από την πρόβλεψη που έχει συμπεριλάβει το ΠΣΑ 2022-2025, ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα επιβραδυνθεί μεν στο 3,1% για φέτος, από 4,5% που προβλέπει ο προϋπολογισμός, αλλά θα φτάσει στο 4,8% το 2023.
Παρέμβαση ύψους 3,2 δισ. ευρώ στο ρεύμα
Στους υπολογισμούς του οικονομικού επιτελείου περιλαμβάνεται και η σημαντική παρέμβαση για τη μείωση των τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος συνολικού ύψους 3,2 δισ. ευρώ από τα οποία, όμως, το κόστος για τον προϋπολογισμό περιορίζεται σε 1,1 δισ. ευρώ. Το οικονομικό επιτελείο και το υπουργείο Ενέργειας χρησιμοποίησαν τα διαθέσιμα εργαλεία της Ε.Ε. (κυρίως τη χρήση των υπερκερδών των παραγωγών ηλεκτρισμού) και τους διαθέσιμους κρατικούς πόρους για να φτιάξουν το πακέτο που αναλύεται σε 1,12 δισ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό, 900 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και 1,2 δισ. ευρώ από τη χρήση των υπερκερδών των επιχειρήσεων παραγωγής. Η παρέμβαση θα έχει μεν κόστος για το πρωτογενές έλλειμμα του 2022. Ωστόσο, όπως και με τα μέτρα στήριξης κατά του κορονοϊού, τα μέτρα για τη μείωση της επιβάρυνσης από τα τιμολόγια ρεύματος θα μεταφραστούν το 2023 σε ισόποση επιπλέον ανάπτυξη με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι ότι θα αυξήσουν ισόποσα το διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ο δεύτερος είναι ότι θα «απορροφήσουν» από 0,5% έως 1% του πληθωρισμού, αφού το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας συνδέεται άμεσα και με τις αυξήσεις στο ράφι των σούπερ μάρκετ.
ΤΡΕΙΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ
Το βασικό σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει αβεβαιότητες που απειλούν την υλοποίηση.
» Η πρώτη από τις αβεβαιότητες έχει ήδη προβλεφθεί από το ΠΣΑ με τα σενάρια ευαισθησίας και αφορά το ύψος που θα φτάσει φέτος ο προϋπολογισμός. Με πληθωρισμό 7,6% αντί 5,6% του βασικού σεναρίου σε ανάπτυξη 2,1% για φέτος (μειωμένη κατά 1% από το βασικό σενάριο) και οριακή αρνητική επίδραση κατά 0,1% στην ανάπτυξη του 2023 η οποία θα φτάσει το 4,7% αντί στο 4,8% που προβλέπει το βασικό σενάριο.
Το ευνοϊκότερο σενάριο, που θέλει τον φετινό πληθωρισμό 1% χαμηλότερο, στο 4,6% το 2022, θα έχει ως αποτέλεσμα ανάπτυξη για φέτος στο 3,6% (αυξημένο κατά 0,5% σε σχέση με το βασικό σενάριο) και 4,9% για το 2023.
» Η δεύτερη πολύ βασική αβεβαιότητα είναι η χρονική διάρκεια και η ένταση της ενεργειακής κρίσης σε συνδυασμό με τη βασική παρέμβαση που θα υλοποιήσει η κυβέρνηση για να μειώσει την επιβάρυνση από τα τιμολόγια του ηλεκτρικού. Το μέτρο θα ξεκινήσει τον επόμενο μήνα και θα διαρκέσει όσο οι τιμές του ηλεκτρικού θα είναι ψηλότερες απ’ ό,τι στα μέσα του 2021. Ο κίνδυνος εδώ βρίσκεται στην κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία η οποία θα προκαλούσε ένα νέο «ράλι» στις ενεργειακές τιμές, κάτι που μπορεί να έκανε την παρέμβαση στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ασύμφορη και τελικά να οδηγήσει σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
» Η τρίτη μεγάλη αβεβαιότητα αφορά στην ταχύτητα της αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Την Τετάρτη η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα έκανε τη δεύτερη σημαντική αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, ύστερα από 12 χρόνια. Είναι πιθανό, πλέον, αφού η πρώτη αύξηση των επιτοκίων έχει ανακοινωθεί για το καλοκαίρι (μάλλον τον Ιούλιο) να προχωρήσει σε πολλές περισσότερες μέχρι και το τέλος του χρόνου. Η πρόβλεψη σήμερα θέλει τα επιτόκια της ΕΚΤ να φτάνουν στο 0,50% έως το τέλος του 2023. Ο σχεδιασμός αυτός μπορεί να αλλάξει (μέχρι και τον Φεβρουάριο η ΕΚΤ επέμενε ότι δεν είναι απαραίτητη η αύξηση επιτοκίων). Σε κάθε περίπτωση, μια ταχύτερη και μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων θα έχει ως αποτέλεσμα ένα πλήγμα και στην ανάπτυξη για φέτος και του χρόνου καθώς θα επηρεάσει και τον ρυθμό των επενδύσεων αφού θα αυξηθεί το κόστος χρήματος.