Η απρόβλεπτη, μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων του κορονοϊού λίγο πριν από το τέλος του χρόνου ανατρέπει τις έως τώρα προβλέψεις και καλεί τον σκληρό πυρήνα του νέου επιτελείου να προσαρμόσει τις προβλέψεις του, αλλά και τα περίπου 38 δισ. του αποθέματος του δημόσιου ταμείου, αφού είναι δεδομένο ότι θα χρειαστούν επιπλέον μέτρα στήριξης της οικονομίας.
Τα μέτρα αυτά μαζί με το κόστος της οποιασδήποτε λύσης συζητήθηκαν χθες το βράδυ σε ευρεία σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου και θα ανακοινωθούν μέσα στις επόμενες μέρες.
Η πρόβλεψη για το ΑΕΠ
Μετά τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ύφεση 8,2% του ΑΕΠ δείχνει αισιόδοξη έναντι της πρόβλεψης για ύφεση 9% που κάνουν η Ε.Ε. και το ΔΝΤ, αλλά και οι περισσότεροι από τους οίκους αξιολόγησης.
Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο προς το παρόν να γίνει νέα πρόβλεψη για το σύνολο του έτους, καθώς δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα στοιχεία για τις απώλειες που είχαμε στο τρίτο τρίμηνο της οικονομίας, ειδικότερα στον κρίσιμο τομέα του τουρισμού (τα πρώτα στοιχεία θα δημοσιευτούν στις 4 Δεκεμβρίου). Επίσης, θα πρέπει να περιμένουμε να κυλήσει και ο Νοέμβριος, με όποια περιοριστικά μέτρα αποφασιστούν.
Το κόστος ενός lockdown
Το μεγάλο ερώτημα αν η πορεία της πανδημίας θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί με lockdown 14 ημερών σε κάποιες περιφέρειες της χώρας (χωρίς να αποκλείεται και η Αττική) ή η ροή των πραγμάτων θα μας υποχρεώσει σε ένα ολικό «κλείδωμα» της οικονομίας συνίσταται κυρίως στο τι θα κοστίσει αυτό στην οικονομία.
Τα δεδομένα κάθε λύσης είναι γνωστά από το τέλος Μαΐου.
Ενας μήνας με την οικονομία σε καραντίνα θα κοστίσει άλλα περίπου 2% του ΑΕΠ (η μείωση του 3% του ΑΕΠ από τον Φεβρουάριο στο πρώτο lockdown, σύμφωνα με στελέχη του ΥΠΟΙΚ, δεν θεωρείται ρεαλιστική, καθώς ήταν το αποτέλεσμα από την πλήρη λειτουργία της οικονομίας στη διακοπή κάθε οικονομικής δραστηριότητας), ενώ επίσης κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι ο όποιος ολικός περιορισμός θα διαρκέσει μόνο ένα μήνα. Τούτο χωρίς να υπολογιστούν οι ανεπανόρθωτες ζημιές που θα προκαλέσει με τη μορφή λουκέτων επιχειρήσεων, οι οποίες, μετά τη δεκαετή κρίση των Μνημονίων, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στους επτά μήνες κορονοϊού.
Ηπια αντιμετώπιση
Από την άλλη, κάποια τοπικά lockdowns, με θύμα μόνο την εστίαση, και ανοιχτό το λιανεμπόριο, που έχει πληγεί σοβαρά από την αρχή του χρόνου, και τα σχολεία (κίνηση που αποσυμπιέζει τις ανάγκες για γονεϊκές άδειες) και παράλληλα εκτεταμένη εξ αποστάσεως εργασία, θεωρείται από στελέχη του ΥΠΟΙΚ μια πιο ήπια αντιμετώπιση σε ό,τι αφορά τις συνθήκες στην πραγματική οικονομία.
Φυσικά, η κατάσταση αυτή θα συνοδεύεται από συνεχείς ενέσεις ρευστότητας στις επιχειρήσεις μέσω επιστρεπτέας προκαταβολής και εγγυήσεων δανείων, καθώς και διασφάλιση των θέσεων εργασίας μέσω αναστολών συμβάσεων εργασίας για τις επιχειρήσεις που θα περιορίσουν το ωράριό τους ή θα κλείσουν αναγκαστικά.
Την ίδια ώρα, οι αγορές ομολόγων έχουν προεξοφλήσει τη χειροτέρευση της κατάστασης, στέλνοντας τις αποδόσεις των ομολόγων σε υψηλότερα επίπεδα. Σε διάρκεια δέκα ημερών η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς έχει αυξηθεί, από το 0,8% που ήταν, κοντά στο 1%, παρά τις χθεσινές πτωτικές τάσεις, ενώ και το πενταετές διαπραγματευόταν χθες με απόδοση στο 0,23%, από 0,12% μία εβδομάδα νωρίτερα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Πάντως, για τον επόμενο χρόνο οι μεγάλες ελπίδες για ισχυρή ανάκαμψη εντοπίζονται και στα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και στην περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής που προετοιμάζει για τον Δεκέμβριο η ΕΚΤ.
Μετά τη χθεσινή συνεδρίαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της ΕΚΤ, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ προανήγγειλε ότι, με τα στοιχεία που θα έχει η Τράπεζα μέχρι τον Δεκέμβριο, θα μπορέσει το Συμβούλιο να αναλύσει την κατάσταση και να αναπροσαρμόσει τα εργαλεία που έχει, με βάση τις συνθήκες που θα επικρατούν.
Απαντώντας σε ερώτηση για το ποια εργαλεία σκοπεύει να αξιοποιήσει η Κεντρική Τράπεζα, η Κριστίν Λαγκάρντ είπε πως υπήρξε πλήρης συμφωνία να αναλυθεί η οικονομική κατάσταση και να αναγνωριστεί ότι οι κίνδυνοι είναι ξεκάθαρα καθοδικοί: «Αναγνωρίζουμε τον αντίκτυπο που θα έχουν τα περιοριστικά μέτρα στην οικονομία.
Αυτή η αναγνώριση οδήγησε στο να συμφωνήσουμε όλοι να αναλάβουμε δράση και να επαναπροσαρμόσουμε τα εργαλεία μας στην επόμενη συνάντηση. Ηδη τα στελέχη δουλεύουν σε αυτή την… άσκηση, που θα αξιοποιήσει όλα τα εργαλεία μας. Δεν θα δούμε μόνο ένα, αλλά το σύνολο, το πώς δρουν συνδυαστικά και ποιο μίγμα θα αντιμετωπίσει καλύτερα την κατάσταση».
Στο μεταξύ όμως, όπως είπε, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 20 δισ. ευρώ το μήνα, συνδυάζοντας παράλληλα και αμιγώς τραπεζικά εργαλεία (όπως τα TLTROs), για να παρέχει την απαιτούμενη ρευστότητα αλλά και να συγκρατεί τις επιπτώσεις του κορονοϊού στην πραγματική οικονομία των κρατών-μελών.
Από την έντυπη έκδοση