Τα τελευταία πέντε χρόνια ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 27,7%, ενώ το ίδιο διάστημα η σωρευτική αύξηση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή ήταν 19,5%.
Η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων σαφώς παραμένει στόχος προτεραιότητας για την Πολιτεία. Στην προσπάθεια αυτή, ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο βασικοί παράγοντες. Ο πρώτος αφορά στη δυνατότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να υποστηρίξουν αυτές τις αυξήσεις, παραμένοντας ταυτόχρονα ανταγωνιστικές και βιώσιμες σε ένα απαιτητικό περιβάλλον. Είναι, επομένως, απαραίτητο οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού να συνδυάζονται με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Ο δεύτερος αφορά στην ίδια τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη για μετασχηματισμό του παραγωγικού της μοντέλου, ώστε να μπορεί να υποστηρίζει όχι μόνο περισσότερες, αλλά και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας και βελτίωσης σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να πλησιάσει τις επιδόσεις των άλλων χωρών-μελών είναι ακόμη σημαντική.
Οσο η οικονομία μας στηρίζεται σε μια κατακερματισμένη παραγωγική βάση και σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης, το επίπεδο των μισθών αναγκαστικά θα συμπιέζεται. Μόνη διέξοδος είναι η μετάβαση σε ένα νέο εξωστρεφές υπόδειγμα, με υψηλότερο μερίδιο καθαρών εξαγωγών, με αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου -ιδιαίτερα σε τομείς έντασης τεχνολογίας και καινοτομίας- με επένδυση στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού. Είναι, επίσης, απαραίτητη η ενίσχυση του μεγέθους και της παραγωγικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω συμπράξεων και συνεργασιών, πρόσβασης σε κατάλληλα εργαλεία χρηματοδότησης για την υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων, ευκαιριών για διεθνή δικτύωση και συμμετοχή σε αλυσίδες αξίας.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ, της ΚΑΠ παρέχουν στη χώρα μας μια μοναδική ευκαιρία να προωθήσει ποιοτικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, ώστε να επιταχύνει τη στροφή σε ένα παραγωγικό μοντέλο στηριγμένο στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων, ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, με θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη, στα εισοδήματα και στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία αποτελεσματικά.