Επίσης, προλογίζοντας την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για τη χρονιά που πέρασε, o Μάριο Ντράγκι σημειώνει ότι τα μέτρα νομισματικής πολιτικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν απέδωσαν καρπούς και αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως αποτελεσματικά, ωστόσο η νομισματική πολιτική, όπως συμβαίνει πάντα, έχει και κάποιες παρενέργειες.
Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση της ΕΚΤ, εξετάζει ορισμένα από τα ζητήματα και τις ανησυχίες που σχετίζονται με τις ακούσιες συνέπειες των ενεργειών της, αναφορικά με τις διανεμητικές επιδράσεις των μέτρων της, ιδίως από την άποψη της ανισοκατανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Επίσης εξετάζει τις ανησυχίες σχετικά με την κερδοφορία των τραπεζών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνταξιοδοτικών ταμείων.
Όπως σημειώνει αναλυτικά ο κ. Ντράγκι:
“Το 2016 ήταν από πολλές απόψεις μια δύσκολη χρονιά, ταυτόχρονα όμως χαρακτηρίστηκε και από ενδείξεις προόδου. Αν και ξεκίνησε μέσα σε κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας, έληξε με την οικονομία σε σταθερές βάσεις, τις σταθερότερες που είχε αφότου εκδηλώθηκε η κρίση.
Ωστόσο, καθώς η οικονομική αβεβαιότητα υποχωρούσε, η πολιτική αβεβαιότητα αυξανόταν. Ήρθαμε αντιμέτωποι με σειρά γεωπολιτικών εξελίξεων που θα διαμορφώσουν το τοπίο της πολιτικής μας για τα επόμενα χρόνια. Η φετινή Ετήσια Έκθεση περιγράφει πώς πορεύθηκε η ΕΚΤ σ’ αυτό το ταραγμένο περιβάλλον.
Το 2016 ξεκίνησε με φόβους για νέα επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, που αντικατοπτρίστηκαν στην έντονη μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Υπήρχε κίνδυνος να καθυστερήσει περαιτέρω η επάνοδος του πληθωρισμού σε επίπεδα συμβατά με τον στόχο μας και, καθώς ο πληθωρισμός βρισκόταν ήδη σε πολύ χαμηλά επίπεδα, οι κίνδυνοι αποπληθωρισμού ήταν σημαντικοί. Όπως και το 2015, το Διοικητικό Συμβούλιο παρέμεινε αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που διαθέτει στο πλαίσιο της αποστολής του για την εκπλήρωση του στόχου του.
Έτσι, τον Μάρτιο θεσπίσαμε μια σειρά νέων μέτρων προκειμένου να διευρύνουμε τη στήριξη της νομισματικής πολιτικής προς την πραγματική οικονομία. Σε αυτά συγκαταλέγονταν η περαιτέρω μείωση των βασικών μας επιτοκίων, η αύξηση των μηνιαίων αγορών στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (asset purchase programme) από 60 δισεκ. ευρώ σε 80 δισεκ. ευρώ, η διενέργεια, για πρώτη φορά, αγορών ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα και η έναρξη μιας νέας σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.
Όπως περιγράφεται στην Έκθεση, αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως αποτελεσματικά όσον αφορά τη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης, τη διατήρηση της ανάκαμψης και – τελικά – τη στήριξη της σταδιακής προσαρμογής των ρυθμών πληθωρισμού προς επίπεδα πλησιέστερα στον στόχο μας.
Ποιες φοροελαφρύνσεις για εργαζόμενους με οικογένεια ετοιμάζει η κυβέρνηση
Καθώς η πολιτική μας απέδιδε καρπούς, τον Δεκέμβριο το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων παρατάθηκε κατά εννέα μήνες ώστε να διασφαλιστεί πιο μακρόχρονη στήριξη των συνθηκών χρηματοδότησης και διατηρήσιμη επάνοδος του πληθωρισμού πλησίον αλλά κάτω του 2%. Το μηνιαίο ύψος των αγορών, ωστόσο, επανακαθορίστηκε στο αρχικό επίπεδο των 60 δισεκ. ευρώ. Αυτό αντανακλούσε την επιτυχία των μέτρων που είχαμε λάβει νωρίτερα στη διάρκεια του έτους: την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της ζώνης του ευρώ και την εξάλειψη των κινδύνων αποπληθωρισμού.
Ωστόσο, παράλληλα με αυτά τα οφέλη, η νομισματική πολιτική έχει, όπως συμβαίνει πάντα, και κάποιες παρενέργειες. Το 2016 αυτές οι παρενέργειες βρέθηκαν συχνά στο προσκήνιο. Στη φετινή Έκθεση εξετάζουμε ορισμένα από τα ζητήματα και τις ανησυχίες που σχετίζονται με τις ακούσιες συνέπειες των ενεργειών μας.
Μία από τις ανησυχίες που διατυπώθηκαν αφορούσε τις διανεμητικές επιδράσεις των μέτρων μας, ιδίως από την άποψη της ανισοκατανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Στην Έκθεση διαπιστώνεται ότι μεσοπρόθεσμα η νομισματική πολιτική έχει θετικές διανεμητικές επιδράσεις μέσω της μείωσης της ανεργίας, από την οποία μείωση ωφελούνται περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά. Άλλωστε, η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες που συμβάλλουν στη μείωση των ανισοτήτων.
Μια άλλη ανησυχία αφορούσε την κερδοφορία των τραπεζών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνταξιοδοτικών ταμείων. Εξετάζεται πώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επηρεάστηκαν από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και ποιες ήταν οι αντίστοιχες αντιδράσεις τους σε αυτό. Διαπιστώνεται ότι η ικανότητα προσαρμογής των τραπεζών εξαρτάται από τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά μοντέλα λειτουργίας τους.
Η Έκθεση καλύπτει και άλλες προκλήσεις που αντιμετώπισε ο χρηματοπιστωτικός τομέας το 2016. Εξετάζονται ειδικότερα το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι ενέργειες που απαιτούνται για την επίλυσή του και τα εμπόδια που εξακολουθούν να υφίστανται. Επίσης, σε ειδικό θέμα που δημοσιεύεται μαζί με την Έκθεση στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ παρουσιάζεται η νέα τεχνολογία και η καινοτομία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ο πιθανός αντίκτυπός τους στη δομή και τη λειτουργία του εν λόγω τομέα καθώς και το τι συνεπάγονται για τις αρχές επίβλεψης και ρύθμισης.
Και βέβαια η ανασκόπηση του 2016 δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης χωρίς να αναφερθούμε στις συγκλονιστικές πολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη διάρκεια της χρονιάς, κυρίως στην απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, στην Έκθεση αξιολογείται το Brexit από τη σκοπιά της ΕΚΤ. Πάνω από όλα, τονίζουμε πόσο σημαντικό είναι να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της Ενιαίας Αγοράς καθώς και η ομοιογένεια των κανόνων της και της επιβολής συμμόρφωσης με αυτούς.
Η πολιτική αβεβαιότητα είναι πιθανόν να συνεχιστεί και το 2017. Διατηρούμε όμως την πεποίθηση ότι η οικονομική ανάκαμψη, στηριζόμενη από τη νομισματική πολιτική μας, θα προχωρήσει. Η ΕΚΤ ενεργεί με γνώμονα τη ρητή εντολή που της έχει ανατεθεί: να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών. Αυτή η εντολή μάς καθοδήγησε επιτυχώς σε όλη τη διάρκεια του 2016 – και θα συνεχίσει να μας καθοδηγεί και το τρέχον έτος.
Φραγκφούρτη, Απρίλιος 2017
Μάριο Ντράγκι
Πρόεδρος”