Η αρχική σκέψη ήταν να ακολουθηθεί η πεπατημένη άλλων χωρών ή αντίστοιχων ελληνικών προσπαθειών του πρόσφατου παρελθόντος ήτοι να προβλεφθεί ένας ελκυστικός συντελεστής φορολόγησης, έτσι ώστε να λειτουργήσει ως «κράχτης». Ο αντίλογος- και εκ μέρους των δανειστών- ήταν ότι δεν γίνεται να παρέχεται ασυλία σε όσους φυγαδεύουν «μαύρο» χρήμα, ειδικά στη σημερινή συγκυρία και ως εκ τούτου το πλαίσιο θα πρέπει να δίνει απλώς μια τελευταία ευκαιρία, πριν ενεργοποιηθούν τα νέα ηλεκτρονικά «εργαλεία» εντοπισμού ύποπτων εισοδημάτων.
Και κάπως έτσι φτάσαμε- μετά από πολύμηνη καθυστέρηση- στην κατάθεση των επίμαχων διατάξεων, που αν τα βάλει κανείς κάτω, επί της ουσίας προβλέπουν πρόσθετο φόρο που φτάνει περίπου το 80% για αδήλωτα εισοδήματα παλαιών ετών.
Ειδικότερα όπως αναφέρει το iefimerida.gr:
Φορολογούμενοι, οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ή έχουν υποβάλει ελλιπή ή ανακριβή δήλωση, μπορούν μέχρι και τις 31.5.2017 να υποβάλουν αρχικές ή τροποποιητικές, χρεωστικές ή μηδενικές, δηλώσεις, ανεξαρτήτως αν προκύπτει φόρος για καταβολή. Η ρύθμιση καταλαμβάνει κάθε υποχρέωση από φόρο, τέλος ή εισφορά καθώς και οποιαδήποτε δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι η προθεσμία για την υποβολή της αρχικής δήλωσης είχε λήξει μέχρι την 30.9.2016.
Οι δηλώσεις υποβάλλονται, κατά περίπτωση, ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα. Με την υποβολή της δήλωσης διενεργείται, κατά περίπτωση, άμεσος, διοικητικός ή διορθωτικός προσδιορισμός του οφειλόμενου κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς, καθώς και του πρόσθετου φόρου εκπρόθεσμης υποβολής ή του προστίμου εκπρόθεσμης υποβολής και υπολογισμός του τόκου του άρθρου 53 του ν. 4174/2013.Εάν από τις ανωτέρω δηλώσεις δεν προκύπτει φόρος, δεν επιβάλλεται το πρόστιμο εκπρόθεσμης υποβολής.
ΑΣΕΠ: 2.213 μόνιμες θέσεις σε φορείς του Δημοσίου – Οι αιτήσεις, οι θέσεις και τα προσόντα
Για αρχικές και τροποποιητικές δηλώσεις που υποβάλλονται μέχρι και 31.3.2017, ο τυχόν οφειλόμενος πρόσθετος φόρος ορίζεται στο 8% του κυρίου φόρου. Για αρχικές ή τροποποιητικές δηλώσεις που υποβάλλονται μετά την 31.3.2017 και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της (31.5.2017) , ο τυχόν οφειλόμενος πρόσθετος φόρος ορίζεται στο 10% του κυρίου φόρου. Αν υποθέσουμε επομένως ότι ο αρχικός φόρος προσδιορίζεται με ανώτατο συντελεστή έως και 45%, με την πρώτη προσαύξηση φτάνουμε έως και το 55%.
Ανάλογα με το χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να έχει υποβληθεί η αρχική δήλωση, ο πρόσθετος φόρος αναπροσαρμόζεται με συντελεστές από 5% έως και 25% ( για δηλώσεις οι οποίες θα έπρεπε να έχουν υποβληθεί αντίστοιχα από το 2009 έως και το 2001). Συγκεκριμένα , το νομοσχέδιο ορίζει ότι ο πρόσθετος φόρος αναπροσαρμόζεται περαιτέρω βάσει συντελεστών αναπροσαρμογής αναλόγως του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης, ως ακολούθως:
Έως 2001: 25%
2002: 23,00%
2003: 20,00%
2004:16,00%
2005:15,00%
2006:12,00%
2007:10,00%
2008:6,00%
2009:5,00%
2010 και μετά: 0,00%.
Στη ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν και φορολογούμενοι για τους οποίους έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου, μέχρι τη λήξη του προγράμματος καθώς και φορολογούμενοι για τους οποίους κατά την κατάθεση του νομοσχεδίου έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρων ή προστίμων, εφόσον δεν έχει κοινοποιηθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού. Ανάλογα με το στάδιο το οποίο βρίσκεται η εντολή ή ο έλεγχος προβλέπεται και συγκεκριμένη προσαύξηση φόρου. Για παράδειγμα, αν έχει ήδη κοινοποιηθεί εντολή ελέγχου ή πρόσκληση παροχής πληροφοριών, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλλουν δηλώσεις οικειοθελούς αποκάλυψης για φορολογικά αντικείμενα που περιλαμβάνονται στη σχετική εντολή. Το ποσοστό του πρόσθετου φόρου όμως είναι 13%. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 15% ή και 30% ανάλογα με το εάν στο μεταξύ έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο και προσωρινός προσδιορισμός φόρου.
Οι συντελεστές των πρόσθετων φόρων αναπροσαρμόζονται περαιτέρω αναλόγως της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από το έτος εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης…
Εν αναμονή των… ξεχασιάρηδων, το υπουργείο Οικονομικών επέλεξε, τελικά, να παρατείνει για έναν ακόμα χρόνο την παραγραφή χιλιάδων υποθέσεων, μεταξύ των οποίων και αυτές που σχετίζονται με τις λίστες της μεγάλης φοροδιαφυγής. Αν και η αρχική λογική ήταν ότι πρέπει κάποια στιγμή να τραβηχτεί μια διαχωριστική γραμμή, ο φόβος της παραγραφής υποθέσεων που δεν έχουν ξεκινήσει καν να ελέγχονται, οδήγησε στην πεπατημένη των τελευταίων χρόνων. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι έστω την τελευταία στιγμή έγινε αντιληπτό ότι κατά τη μεταφορά χιλιάδων φακέλων από το ΣΔΟΕ στη ΓΓΔΕ, υπήρχε ο κίνδυνος να «θαφτούν» υποθέσεις που δεν έπρεπε κι έτσι αποφασίστηκε παράταση παραγραφής όχι μόνο για τις διαβαθμισμένες αλλά για το σύνολο των μεταφερόμενων υποθέσεων.