Οι ίδιες πηγές επιβεβαίωναν ότι το ΔΝΤ θα έχει αποφασιστικό ρόλο στην επόμενη μέρα του ελληνικού προγράμματος, αφού απαιτείται η συμφωνία του Ταμείου όχι μόνο στο θέμα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και για τη δεύτερη αξιολόγηση.
Στην κατεύθυνση αυτή, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου δεν θα φέρει την πολυπόθητη συμφωνία, αλλά θα αποτελέσει ενδιάμεσο σταθμό με προοπτική να έχουμε συμφωνία αργότερα μέσα στο μήνα.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το Eurogroup της Δευτέρας, εκτιμούσαν ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών θα υπάρξει συμφωνία 95% σε τεχνική βάση σε επίπεδο στελεχών (Stuff Level Agreement). Μάλιστα οι ίδιες πηγές τόνιζαν χαρακτηριστικά ότι «αν είχαμε να κάνουμε μόνο με τους Ευρωπαίους, θα είχαμε κλείσει εδώ και τρεις εβδομάδες».
Το πρόβλημα όμως υπάρχει με το ΔΝΤ, το οποίο αναμένεται να επιμείνει στο ότι δεν μπορούν να συμφωνηθούν μόνο οι μεταρρυθμίσεις χωρίς να υπάρχει παράλληλα συμφωνία και για το χρέος, όπου θα θελήσουν να δουν όλη τη λύση, αλλά και το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Οι ίδιες πηγές άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιστρέψουν οι θεσμοί τις επόμενες μέρες με στόχο κάποιες περαιτέρω επαφές στα κρίσιμα θέματα και ένα νέο, έκτακτο Eurogroup για το θέμα της Ελλάδας πριν από τα Χριστούγεννα, όπου θα υπάρξει η συνολική πολιτική συμφωνία. Σημείωναν ότι τη λύση αυτή προωθούν τόσο ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ όσο και ο επικεφαλής του Euro Working Group Τόμας Βίζερ, βλέποντας τα προβλήματα και τις πολιτικές ανακατατάξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
«Καταιγίδα»
Οι ίδιες πηγές παραδέχονταν ότι υπάρχει πρόβλημα για νέα μέτρα ύψους 2,4% του ΑΕΠ (περίπου 4,2 δισ. ευρώ) για το 2019 και το 2020 αν το ΔΝΤ συμμετέχει στο πρόγραμμα και οι Ευρωπαίοι θα επιμείνουν (όπως αναμένεται να κάνουν) στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και σίγουρα μέχρι και το 2020. Στο θέμα αυτό, δηλαδή την αναθεώρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, οι ίδιες πηγές τόνιζαν ότι «η Ελλάδα δεν έχει πολλούς συμμάχους». Ενα θέμα που θα πρέπει να διευκρινιστεί είναι το πόσο μεγάλο είναι το μεσοπρόθεσμο διάστημα για το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, αλλά και αυτό θα είναι θέμα της διαπραγμάτευσης που συνεχίζεται. «Το ΔΝΤ μπορεί να θεωρεί μεσοπρόθεσμο διάστημα 2-3 χρόνια και ο Βόλφγκανγκ να πιστεύει ότι είναι 70 χρόνια», τόνιζαν χαριτολογώντας κυβερνητικοί κύκλοι.
Οποια όμως και αν είναι η κατάληξη, η Ελλάδα θα κληθεί να καλύψει με νέα μέτρα τη διαφορά της πρόβλεψης των Ευρωπαίων για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ με την αντίστοιχη πρόβλεψη του ΔΝΤ που βλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Το χειρότερο είναι ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να πάρει μέτρα 2,4% του ΑΕΠ, αφού θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι απώλειες σε εισοδήματα και εισφορές ώστε η καθαρή δημοσιονομική απόδοση να είναι 2% του ΑΕΠ, δηλαδή 3,6 δισ. ευρώ.
Πάντως, οι ίδιες πηγές ξεκαθάριζαν ότι η υποχρέωση σε αυτή τη φάση θα είναι στην αποτύπωση, αλλά όχι στην ποσοτικοποίηση των μέτρων.
Οι ίδιες κυβερνητικές πηγές τόνιζαν πάντως ότι οι συνολικές αποφάσεις δεν μπορούν να καθυστερήσουν πολύ, αλλά οι τελικές αποφάσεις θα είναι δύσκολες όχι μόνο για την τωρινή, αλλά για κάθε ελληνική κυβέρνηση. «Δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση, ούτε καν μια οικουμενική κυβέρνηση, που να μπορεί να αντέξει νέα μέτρα 4 δισ. ευρώ», τόνιζαν χαρακτηριστικά, σημειώνοντας όμως ότι η ελληνική πλευρά αναμένεται να είναι σταθερή στη θέση της να μη συζητά νέα μέτρα μετά το 2018.
Τόνιζαν πάντως ότι το ΔΝΤ δεν θα μείνει μόνο στο προφίλ των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα μόνο μεσοπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι και το 2020 ή το 2022. Θα ζητήσει να έχει μια καθαρή εικόνα για τους μακροπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
Ξεκαθάριζαν πάντως ότι στην παρούσα φάση το ΔΝΤ δεν έχει κάνει λόγο για νέα μέτρα όπως αυτά που ζητά (δηλαδή μείωση συντάξεων και αφορολογήτου) για το έτος 2018, για το οποίο η Ελλάδα επίσης έχει στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Υπήρχε απλώς μια διαφορά που είχαν διαπιστώσει στο σύνολό τους οι θεσμοί, η οποία ξεκίνησε από 800 εκατ. ευρώ, στη συνέχεια μειώθηκε στα 600 εκατ. ευρώ, αφού έγινε αποδεκτό ότι η καλή απόδοση των εσόδων θα συνεχιστεί και το 2018. Με κάποια πρόσθετα μέτρα η διαφορά εκτιμούσαν πλέον ότι βρίσκεται στα 100-150 εκατ. ευρώ.
Στο θέμα του εργασιακού τόνιζαν ότι έχει πλέον γίνει αποδεκτό από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς πως οι αλλαγές που θα αποφασιστούν θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν το κοινοτικό κεκτημένο και τη χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου