Ο Γιάννης Στουρνάρας, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, μιλώντας στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στην ημέρα μνήμης του Ιωάννη και της Ανθής Γενναδίου προειδοποίησε ότι παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις και κινδύνους από το εξωτερικό περιβάλλον.
Ειδικότερα, οι κίνδυνοι αυτοί συνδέονται με μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και του παγκόσμιου εμπορίου, εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού και της εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Διαβάστε επίσης: Ο Κορωνοϊός «χτύπησε» το Χρηματιστήριο – Χάθηκαν πάνω από 4 δισ. ευρώ – Πάνω από 1% το δεκαετές ομόλογο
Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι μετά από τη διεξαγωγή άσκησης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους με τη χρήση κατάλληλου υποδείγματος που διεξήγαγε η ΤτΕ, προέκυψε ότι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2021 και το 2022 σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο από το σημερινό, δηλαδή κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ αντί του 3,5% που ισχύει σήμερα, (υπενθυμίζεται ότι μετά το 2022 ο μέσος όρος των πρωτογενών πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι 2,2%), δεν θα επηρέαζε τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό μάλιστα με την έγκαιρη υλοποίηση των απαραίτητων και συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.
Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο.
Για το θέμα των «κόκκινων» δανείων που συνεχίζει να ταλανίζει τις τράπεζες και ολόκληρη την οικονομία, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι το πρόβλημα το επέτειναν περαιτέρω νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως η αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η κατάχρηση του πλαισίου προστασίας από κατασχέσεις, καθώς και διάφορα άλλα νομικά και δικαστικά εμπόδια.
Εκτίμησε δε, ότι αν είχε υπάρξει δυναμικότερη αντίδραση τα πρώτα χρόνια της κρίσης, αν δηλαδή οι αναγκαίες νομοθετικές αλλαγές είχαν εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα και είχε θεσπιστεί μια συστημική λύση με τη μορφή μιας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (bad bank), που θα αναλάμβανε την κεντρική διαχείριση των ΜΕΔ, όπως είχε γίνει σε άλλα κράτη-μέλη, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα θα ήταν πιο περιορισμένο.