Ο κ. Χουλιαράκης υποστήριξε πως η παραμετροποίηση και μόνον των μέτρων για το χρέος θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ για πρώτη φορά είπε πως η απόφαση του Eurogroup της 25ης Μαΐου είναι συμβατή με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η απομείωση του χρέους είναι πολύτιμος ”κρίκος” για να βγει η χώρα από την κρίση αλλά δεν αποτελεί πανάκεια», είπε και προσέθεσε πως η βιωσιμότητα του χρέους κρίνεται από τους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, από το ύψος των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού από τις αγορές, από το ύψος του πληθωρισμού και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Αναλυτικότερα, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών τόνισε αρχικά πως «εξυπηρετεί τις ελληνικές θέσεις» ο ορισμός της βιωσιμότητας του χρέους που έδωσε το Eurogroup της 25ης Μαΐου σύμφωνα με το οποίο η βιωσιμότητα κρίνεται σε σχέση με τον δείκτη των ακαθάριστων αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους και ειδικότερα από το εάν οι δαπάνες για τοκοχρεολύσια θα ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ έως το 2030 και το 20% του ΑΕΠ μετά τα μέσα του 2030.
Ωστόσο, προσέθεσε πως «η απομείωση του δημοσίου χρέους και οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας του πρέπει να είναι συμβατές με θετικούς, αλλά ρεαλιστικούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων».
Στη βάση αυτή υπογράμμισε πως είναι πολύ λίγες οι χώρες που μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για 3 χρόνια και ελάχιστες εκείνες που μπόρεσαν να το κάνουν για πέντε χρόνια. «Δεν ισχυρίζομαι πως δεν είναι εφικτό να πάμε σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Αυτό που υποστηρίζω είναι πως έχει μεγάλα ρίσκα να διατηρηθεί αυτό το πλεόνασμα για περισσότερο από ένα χρόνο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ταμείο Ανάκαμψης: Ποια νέα έργα εντάσσονται στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου;
Ο υπουργός ανέφερε πως με το βασικό σενάριο του ESM το οποίο προβλέπει μέση ανάπτυξη 3,3% του ΑΕΠ και πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2028 το κατώφλι του 15% του ΑΕΠ για το ύψος των δαπανών των τοκοχρεολυσίων το ξεπερνούμε το 2030-2032, χωρίς να υπάρξει καμία παρέμβαση στο χρέος. Σύμφωνα με τον κ. Χουλιαράκη αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μειωθούν στο 2,5% του ΑΕΠ από το 2019 η βιωσιμότητα του χρέους, δηλαδή το κατώφλι δαπανών 15% του ΑΕΠ για τα τοκοχρεολύσια χάνεται ήδη από το 2025 και το κατώφλι του 20% ήδη από το 2030.
Και συνέχισε:
«Αν ενσωματώσουμε ένα σενάριο με χαμηλά σταθερά επιτόκια τότε το απόθεμα χρέους μειώνεται σε βάθος 40 ετών και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το 15% το 2030. Αν επεκτείνουμε και τη λήξη των δανείων του EFSF το απόθεμα του χρέους μειώνεται στο 80% του ΑΕΠ σε βάθος 40 ετών και οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους πέφτουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ το 2030 και μετά», σημείωσε ο κ. Χουλιαράκης.
Μάλιστα για πρώτη φορά ο κ. Χουλιαράκης υποστήριξε πως η παραμετροποίηση των μέτρων απομείωσης του χρέους που ήδη προβλέπει η απόφαση του Eurogroup είναι συμβατή με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. «Μπορούμε να μειώσουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα σε ρεαλιστικά επίπεδα χωρίς να αλλάξουμε αυτό που έχει δεσμευτεί να κάνει το Eurogroup», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στο παράδειγμα της πολύ στενής φορολογικής βάσης, είπε ότι το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει ιστορικά πολύ μικρή φορολογική βάση, υποχρεώνει κυβερνήσεις διαδοχικά – το κάναμε κι εμείς τον προηγούμενο χρόνο – σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών που επιβαρύνει ειλικρινείς και συνεπείς φορολογούμενους. «Η αύξηση αυτή είναι τροχοπέδη για την μακροχρόνια ανάπτυξη. Η αντιμετώπιση λοιπόν, της παθογένειας πολύ στενής φορολογικής βάσης, είναι προϋπόθεση για υγιείς μακροχρόνιους ρυθμούς μεγέθυνσης, αυτή είναι δική μας δουλειά».
Στη βάση αυτή ο υπουργός υπογράμμισε πως μετά το 2018 πρέπει να υπάρξει ο δημοσιονομικός χώρος για να μειωθούν τα φορολογικά βάρη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να μπει σε ενάρετο κύκλο η ελληνική οικονομία.