Αφορά όσους είχαν ρυθμίσει παλαιά φορολογικά χρέη τους έως και σε 100 μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με διατάξεις που είχαν τεθεί σε ισχύ κατά τα έτη 2014 και 2015 ή έως και σε 12 ή 24 δόσεις, σύμφωνα με την ισχύουσα από το 2013 μέχρι και σήμερα πάγια ρύθμιση, αλλά στη συνέχεια απώλεσαν τις ρυθμίσεις αυτές επειδή δεν κατάφεραν να τηρήσουν τους όρους τους.
Η ευκαιρία αυτή παρέχεται μέσω της νέας πάγιας ρύθμισης των 24 ή 48 μηνιαίων δόσεων, η οποία θα τεθεί σε ισχύ από το 2020.
Συγκεκριμένα, με την παράγραφο 8 του άρθρου 32 του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, το οποίο οδεύει για ψήφιση στη Βουλή, προβλέπεται ότι: «Οφειλές που είχαν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία έχει απολεσθεί ή θα έχει απολεσθεί μέχρι την 1η-1-2020, δύνανται να ενταχθούν στην παρούσα ρύθμιση (σ.σ.: των 24 ή 48 μηνιαίων δόσεων) υπό τους όρους και προϋποθέσεις αυτής μόνο μία φορά, με προσαυξημένο επιτόκιο. Ομως, ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής».
› Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη
• Αν ένας φορολογούμενος είχε εντάξει παλαιά ληξιπρόθεσμη οφειλή του προς το Δημόσιο στη ρύθμιση των 100 δόσεων του ν. 4321/2015 αλλά έχασε τη ρύθμιση αυτή όταν βρισκόταν στην 54η μηνιαία δόση, ενώ δηλαδή υπολείπονταν άλλες 46 δόσεις, θα μπορεί από τον Ιανουάριο του 2020 να εντάξει το απλήρωτο υπόλοιπο των 46 δόσεων, μαζί με τους τόκους που θα έχουν συσσωρευτεί μέχρι τότε, στη νέα πάγια ρύθμιση των 24 ή 48 μηνιαίων δόσεων. Αν το απλήρωτο υπόλοιπο της οφειλής εκείνης ήταν φόρος εισοδήματος ή ΕΝΦΙΑ ή ΦΠΑ ή κάποιος άλλος τακτικά καταβαλλόμενος φόρος, θα μπορεί να το ρυθμίσει έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις. Αν το ανεξόφλητο υπόλοιπο της οφειλής εκείνης προερχόταν από κάποια έκτακτη αιτία (π.χ. από φόρο κληρονομιάς ή από καταλογισμό φόρων και προστίμων κατόπιν φορολογικού ελέγχου), τότε θα μπορεί να το εξοφλήσει σε περισσότερες από 24 μηνιαίες δόσεις, οι οποίες θα μπορούν να φθάσουν μέχρι και τις 46, όσες και αυτές που απέμεναν για εξόφληση όταν απολέσθηκε η προηγούμενη ρύθμιση.
• Αν ένας φορολογούμενος είχε ρυθμίσει οφειλή από φόρο κληρονομιάς σε 24 μηνιαίες δόσεις με την ισχύουσα σήμερα πάγια ρύθμιση του ν. 4174/2013, αλλά ενώ βρισκόταν στην 6η μηνιαία δόση απώλεσε τη ρύθμιση αυτή επειδή δεν μπόρεσε να είναι συνεπής με τους όρους της, μπορεί τον Ιανουάριο του 2020 να εντάξει το ανεξόφλητο υπόλοιπο των 18 μηνιαίων δόσεων μαζί με τα ποσά των τόκων που θα έχουν συσσωρευτεί μέχρι τότε στη νέα πάγια ρύθμιση. Δεδομένου του όρου που προβλέπει ότι «ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά τον χρόνο απώλειας της προηγούμενης ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής», ο εν λόγω οφειλέτης θα αποκτήσει απλώς και πάλι τη δυνατότητα αποπληρωμής του υπολοίπου της οφειλής του σε 18 μηνιαίες δόσεις (όσες δηλαδή ήταν αυτές που έμειναν απλήρωτες από την προηγούμενη ρύθμιση).
Υπενθυμίζεται ότι οι παράγραφοι 1 έως 7 του άρθρου 32 του φορολογικού νομοσχεδίου περιλαμβάνουν τις βασικές διατάξεις για τη νέα πάγια ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση.
› Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές
1) Οφειλές που βεβαιώνονται από την 1η-1-2020 και μετά στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, στα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών, πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως εξής:
α) Σε 2 έως 24 μηνιαίες δόσεις.
β) Εως 48 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στα επόμενα εδάφια.
2) Το ελάχιστο ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ορίζεται σε 30 ευρώ.
3) Ο ακριβής αριθμός των δόσεων για οφειλές που ρυθμίζονται έως και σε 48 δόσεις θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση, λαμβανομένων υπ’ όψιν εισοδηματικών κριτηρίων. Ειδικότερα:
Α) Για οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής και με βάση:
• Είτε τον μέσο όρο του συνολικού εισοδήματος (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν από την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση.
• Είτε το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
Το ποσό εισοδήματος που θα λαμβάνεται υπόψη (ο μέσος όρος της τελευταίας τριετίας ή το εισόδημα του αμέσως προηγούμενου έτους) θα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο.
› Για το τμήμα του εισοδήματος
α) Από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή 4%.
β) Από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή 6%.
γ) Από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή 8%.
δ) Από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή 10%.
ε) Από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή 12%.
στ) Από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή 15%.
ζ) Από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή 20%.
η) Πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή 25%.
Κάθε ένας από τους ανωτέρω συντελεστές θα μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, κατά μία (1) εκατοστιαία μονάδα για ένα (1) τέκνο, κατά δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες για δύο (2) τέκνα και κατά τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες για τρία (3) τέκνα και άνω.
Το ποσό που θα προκύπτει από τους υπολογισμούς βάσει της παραπάνω κλίμακας συντελεστών (το άθροισμα των γινομένων των τμημάτων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές) θα ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12.
Στη συνέχεια το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής θα διαιρείται με το ποσό που θα έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση. Ο αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, το οποίο ανέρχεται σε 30 ευρώ. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, θα χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
Β) Για οφειλέτες που είναι νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση:
• Τον μέσο όρο των συνολικών ακαθάριστων εσόδων των τριών τελευταίων πριν από την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση φορολογικών ετών για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή
• Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα.
Το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της τελευταίας τριετίας και των συνολικών ακαθάριστων εσόδων του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους θα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο.
› Για ποσό εσόδων
α) Από 0,01 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ με συντελεστή 5%.
β) Από 1.000.000,01 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ με συντελεστή 7%.
γ) Από 1.500.000,01 ευρώ και άνω με συντελεστή 10%.
Το ποσό που θα προκύπτει από τους υπολογισμούς βάσει της παραπάνω κλίμακας συντελεστών θα ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12. Στη συνέχεια το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής θα διαιρείται με το ποσό που θα έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση.
Ο αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, το οποίο ανέρχεται σε 30 ευρώ. Σε περίπτωση που για όλα τα φορολογικά έτη με βάση τα οποία καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη έχουν υποβληθεί μηδενικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, θα χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
4) Για την υπαγωγή στη ρύθμιση θα απαιτείται να υποβληθεί ηλεκτρονικά αίτηση-υπεύθυνη δήλωση σε ειδική εφαρμογή που θα λειτουργεί στο σύστημα TAXISnet.
5) Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων που θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τις έκτακτες οφειλές δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ. Ο οφειλέτης θα μπορεί, πάντως, να επιλέξει δόσεις λιγότερες των 24.
6) Για οφειλές που ρυθμίζονται έως και σε 12 δόσεις, ο τόκος θα υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 0,25%, ετησίως υπολογιζόμενο.
7) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%).
Επιβράβευση για τους συνεπείς
8) Οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της παρούσας ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, θα απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων που έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης.
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου