Αν οι στόχοι αυτοί επιτευχθούν μετά από μια πολυετή οικονομική κρίση, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης μέσω της υπερφορολόγησης θα έχει αφαιρέσει για μια επταετία (2016-2022) 16,6 δισ. ευρώ από αχρείαστα πρωτογενή πλεονάσματα (11,4 δισ. για την περίοδο 2016-2018 και 5,2 δισ. για την περίοδο 2019-2022), με τις τράπεζες να βρίσκονται σε πιστωτική ένδεια και με αντάλλαγμα παροχές προς συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών 3 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 2,1 δισ. ευρώ σε -έκτακτα- κοινωνικά μερίσματα και μόνο 900 εκατ. ευρώ σε μόνιμα μέτρα ελάφρυνσης που εφαρμόζονται από την αρχή του χρόνου.
Ειδικότερα, στις προβλέψεις του προγράμματος, που εστάλη και αυτό στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, προβλέπονται δημοσιονομικά πλεονάσματα που ξεπερνούν το 1% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 (έτος που αναμένεται να έχουμε δημοσιονομικό πλεονάσματα 1,7% του ΑΕΠ).
Με βάση τις προβλέψεις του κειμένου, η Ελλάδα αναμένεται να έχει πρωτογενές πλεόνασμα σε όρους ενισχυμένης εποπτείας 4,1% του ΑΕΠ για φέτος, 3,9% το 2020, 4,2 % το 2021 και 4,6% το 2022 . Με δεδομένο το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, η επίτευξη των προβλέψεων θα δημιουργήσει υπερπλεονάσματα 0,6% του ΑΕΠ για φέτος, 0,4% του ΑΕΠ για το 2020, 0,6% για το 2021 και 1,1% του ΑΕΠ το 2022. Οπως τονίζεται στο πρόγραμμα, το υπερπλεόνασμα θα διατεθεί για ελαφρύνσεις στα στρώματα του πληθυσμού που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση.
Ωστόσο, όλα αυτά θα γίνουν με την ανάπτυξη σε χαμηλή πτήση. Παρά την τεράστια απώλεια του ΑΕΠ, ο ρυθμός ανάπτυξης δεν αναμένεται να υπερβεί το 2%-2,1% του ΑΕΠ σε μέσα επίπεδα για την τετραετή περίοδο που καλύπτει το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Στο κείμενο αναφέρεται ότι για το 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης αναθεωρείται από τους πρώτους μήνες του χρόνου από το 2,5% του ΑΕΠ στο 2,3%, λόγω κυρίως της επίδρασης που θα έχει στην Ελλάδα η επιβράδυνση της ευρωζώνης. Ωστόσο, η πρόβλεψη για το 2020 παραμένει ίδια, στο 2,3% του ΑΕΠ, και στη συνέχεια θα αρχίσει να υποχωρεί στο 2,1% το 2021 και στο 2% του ΑΕΠ το 2022.
Οδηγοί θα είναι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που θα παραμείνει σε μέση ετήσια βάση αύξηση 1,2% την τετραετία, αλλά και η αύξηση των επενδύσεων, η οποία για φέτος δεν θα ξεπεράσει το 3,9%, μετά τη μείωση κατά 12,2% το 2018. Η έκρηξη επενδύσεων αναβάλλεται για το 2020, όταν προβλέπεται αύξηση 12,9%, και στη συνέχεια προβλέπεται αύξηση 8% το 2021 και 7,9% το 2022, αλλά οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά 5,8% για φέτος, 5,4% για το 2020, 3,8% το 2021, 3,3% το 2021 και 3,3% το 2022.
Σε πίνακα
Την ίδια ώρα, παρότι προαναγγέλλονται οι ελαφρύνσεις που αναμένεται να ανακοινωθούν προεκλογικά, αυτές παραμένουν αόρατες σε έναν πίνακα όπου περιλαμβάνονται οι προβλέψεις για έσοδα και δαπάνες μέχρι και το 2022. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση με βάση το συγκεκριμένο πίνακα αναμένεται με αλλαγές πολιτικής (ελαφρύνσεις) να μειωθεί από το 40,3% το 2018 στο 38,4% του ΑΕΠ το 2022, όταν με βάση τις προβλέψεις του προγράμματος θα έχουμε συνολική αύξηση του ΑΕΠ ως το 2022 κατά 8,7% του ΑΕΠ, που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό τη μείωση αν δεν γίνουν νέες αυξήσεις φόρων.
Ούτε όμως από χρόνο σε χρόνο εμφανίζονται οι ελαφρύνσεις. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά φέτος το φόρο εισοδήματος, αναφέρεται ότι χωρίς αλλαγή πολιτικής τα έσοδα θα φτάσουν το 9,7% του ΑΕΠ και με νέα μέτρα το 9,6% του ΑΕΠ, ενώ για το 2020 η διαφορά θα είναι μόνο 0,4% του ΑΕΠ, που μπορεί να εξηγηθεί ως ένα σημείο και από την αύξηση του ΑΕΠ.
Δημοσιονομική σταθερότητα
Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική σταθερότητα, τονίζεται πως οι μεγαλύτερες πιέσεις
θα προέλθουν από εξωτερικούς παράγοντες παρά από ενδογενείς αιτίες (π.χ. επιβράδυνση της ανάπτυξης ή εκλογικό κύκλο).
Οπως όμως αποδεικνύουν οι προβλέψεις, η οικονομία είναι θωρακισμένη, αφού και το κακό σενάριο μεταβάλλει τόσο την πορεία των δημοσίων οικονομικών όσο την πορεία μείωσης του χρέους κατά λιγότερο από μισή μονάδα του ΑΕΠ.
Με το πρόγραμμα σταθερότητας αποτυπώνεται και η σταθερή πορεία μείωσης της δαπάνης για τις συντάξεις, που από 44,35% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα, προβλέπεται να μειωθεί στο 40,67% το 2070.
Μαξιλάρι και χρέος
Ειδικά για το χρέος τονίζεται ότι τα σημερινά επίπεδα του μαξιλαριού ασφαλείας καλύπτουν το σύνολο των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας απολύτως για τα επόμενα τέσσερα χρόνια .
Ωστόσο, παρότι σε δυσθεώρητα ύψη, το ελληνικό χρέος ως απόλυτο ποσό θα σημειώσει μεγάλη μείωση το 2019, καθώς θα απαλειφθεί το βάρος από το μαξιλάρι των 9,6 δισ. ευρώ από τον ESM που πήρε η Ελλάδα το 2018. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, από τα 334,5 δισ. ευρώ, να μειωθεί φέτος στα 325,4 δισ. ευρώ, για να αυξηθεί ξανά σταδιακά στα 327,3 δισ. ευρώ το 2022.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου