Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων που διεξάγεται τώρα αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα για όλες τις συστημικές τράπεζες, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του σε εκδήλωση του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics.
Ο επικεφαλής της ΤτΕ ΕΛΛ -0,98% σημείωσε ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με τα πρώτα χρόνια της κρίσης, σημειώνοντας ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα , υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οι δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας έχουν βελτιωθεί, ενώ οι θεσμικές αλλαγές που έγιναν στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς κατά το 2017 παρατηρήθηκε συνεχής μείωση του αποθέματος σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους.
Αναλυτικά η ομιλία Στουρνάρα:
Είναι μεγάλη χαρά για μένα που βρίσκομαι εδώ απόψε και που θα μοιραστώ τις σκέψεις μου για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε περιβάλλον με βελτιωμένες προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία και την οικονομία της ζώνης του ευρώ, αλλά και σε συνθήκες υψηλότερης αβεβαιότητας, λόγω της αύξησης του προστατευτισμού διεθνώς, αλλά και των γεωπολιτικών κινδύνων.
- Το διεθνές περιβάλλον
Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να ενισχύεται, υποστηριζόμενη από την ανάκαμψη των επενδύσεων και του διεθνούς εμπορίου, λόγω των ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών, της στήριξης της νομισματικής πολιτικής και της ανάκτησης της εμπιστοσύνης. Αυτή η ευνοϊκή δυναμική αναμένεται να συνεχιστεί και το 2018.
Το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών σε όρους όγκου αυξήθηκε κατά 4,9% το 2017, σε σύγκριση με 2,3% τον προηγούμενο χρόνο. Η προς τα άνω αναθεώρηση του ρυθμού αύξησης του διεθνούς εμπορίου οφείλεται στην ταχύτερη ανάκαμψη του παγκόσμιου ΑΕΠ αλλά και στην αύξηση της εισοδηματικής ελαστικότητας του διεθνούς εμπορίου που είχε μειωθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω της υποτονικότητας των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.
Η οικονομική ανάπτυξη έχει ισχυροποιηθεί στη ζώνη του ευρώ. Η ανοδική πορεία της οικονομίας συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης, η οποία οφείλεται και στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας συνεχίζει να μειώνεται, παρά την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύεται από την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών. Οι επενδύσεις ενισχύονται, λόγω της αυξανόμενης κερδοφορίας των επιχειρήσεων, της βελτίωσης των χρηματοδοτικών συνθηκών και της ισχυρής ζήτησης, καθώς και της ανάγκης για αντικατάσταση κεφαλαιακού αποθέματος μετά από πολλά χρόνια υποτονικών επενδύσεων. Η βελτίωση της παγκόσμιας οικονομίας στηρίζει τις εξαγωγές της ζώνης του ευρώ.
Συνολικά, στη ζώνη του ευρώ, το ΑΕΠ το 2017 αυξήθηκε κατά 2,3% – ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης μετά την κρίση – και αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4% το 2018 και 1,9% το 2019. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις υποβοηθήθηκαν από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, τα οποία διευκόλυναν τους όρους χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έφθασε το 1,5% το 2017, ενώ εκτιμάται ότι θα μειωθεί ελαφρά σε 1,4% το 2018, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Ο πληθωρισμός αναμένεται σταδιακά να αυξηθεί στο 1,7% έως το 2020, ενισχυμένος από την ευνοϊκή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, την ισχυροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας και την προβλεπόμενη αύξηση του κόστους εργασίας.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι πλέον περισσότερο σίγουρο ότι ο πληθωρισμός θα φθάσει σε επίπεδο κάτω από, αλλά κοντά στο 2%, μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει περισσότερες ενδείξεις ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού κινείται ανοδικά, πριν λάβει αποφάσεις που επηρεάζουν τη νομισματική πολιτική.
Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις προβλέψεις για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται να είναι ισορροπημένοι βραχυπρόθεσμα, υπό τη θετική επίδραση της ευνοϊκής νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες και την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου. Μεσοπρόθεσμα, οι βασικοί κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία περιλαμβάνουν:
– Την αύξηση του προστατευτισμού, που συνδέεται με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμίνιου, που ανακοίνωσε η αμερικανική κυβέρνηση και τα αντίποινα που ανακοίνωσε η Κίνα. Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων, θα πλήξει την εμπιστοσύνη, θα επιβαρύνει το παγκόσμιο εμπόριο και την οικονομική δραστηριότητα και θα δημιουργήσει αναταράξεις στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
-Την πιθανότητα αύξησης του κόστους δανεισμού στις διεθνείς αγορές χρήματος και απότομης υποχώρησης των παγκόσμιων αγορών κεφαλαίων, εξαιτίας της ταχύτερης του αναμενόμενου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ ή της επανεξέτασης της διάθεσης ανάληψης κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές.
– Την ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων για το «Brexit».
– Τις γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, την κορεατική χερσόνησο και το Ιράν, καθώς και ενδεχόμενη αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης.
-Την πιθανότητα αντί-ευρωπαϊκής στάσης εκ μέρους «λαϊκιστικών» κυβερνήσεων σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, υπάρχουν πολλές μέσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία. Ειδικότερα:
- Η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε στις προηγμένες, στις αναδυόμενες αλλά και στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από σημαντικές καινοτομίες και τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη.
- Το γενικά χαμηλό επίπεδο παγκόσμιου πληθωρισμού και ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των μισθών, ιδίως στις προηγμένες οικονομίες, παρά το γεγονός ότι το παραγωγικό κενό κλείνει και η οικονομική δραστηριότητα ενισχύεται, αποτελούν γρίφο για τις κεντρικές τράπεζες.
Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να συνδεθεί με την παγκοσμιοποίηση και τον αυξανόμενο ρόλο της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την εξασθένηση της διαπραγματευτικής θέσης των εργατικών ενώσεων, λόγω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, την αύξηση της προσωρινής και μερικής απασχόλησης, το άνοιγμα στον ανταγωνισμό των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη βαρύτητα των υπηρεσιών στις αναπτυγμένες οικονομίες, καθώς και το ηλεκτρονικό εμπόριο, που επιβραδύνει την αύξηση των τιμών.
- Αυτές οι αλλαγές – μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα – επηρεάζουν τη θέση και την κλίση της καμπύλης Phillips (δηλαδή τη σχέση μεταξύ της υποαπασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού και του πληθωρισμού) και δημιουργούν διλήμματα για τις κεντρικές τράπεζες, όσον αφορά την αναγκαιότητα συνέχισης της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.
- Το μέλλον της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ)
Μια πρόκληση, που αφορά ειδικά την ευρωζώνη, σχετίζεται με το γεγονός ότι, παρά την ισχυρή ανάκαμψη και τις πολιτικές αλλαγές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ παραμένει ελλιπής, καθιστώντας την περιοχή ευάλωτη σε μελλοντικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην ΕΚΤ αναμένοντας ότι θα διατηρήσει επ΄ αόριστον τη διευκολυντική νομισματική πολιτική.
Η εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης απαιτεί: ευέλικτες αγορές αγαθών, υπηρεσιών, εργασίας και κεφαλαίων, για τη διευκόλυνση της προσαρμογής και τη μείωση τόσο της πιθανότητας όσο και των επιπτώσεων κάθε μελλοντικού σοκ. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη οφείλουν να διατηρούν σε ισορροπία τον προϋπολογισμό τους για να είναι σε θέση να εξομαλύνουν την επίδραση του οικονομικού κύκλου χωρίς να οδηγηθούν σε εκτεταμένη δημοσιονομική εκτροπή κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης. Συνεπώς, οι παραπάνω δράσεις αποτελούν μέρος της ευθύνης που πρέπει να αναλάβει κάθε κράτος-μέλος για να υποβοηθά τη λειτουργία της ΟΝΕ. Ωστόσο, πέρα από τα παραπάνω είναι αναγκαία η ανάληψη δράσεων και πολιτικών για τον επιμερισμό του κινδύνου και την ενίσχυση της αλληλεγγύης, ειδικά σε περιόδους μεγάλων οικονομικών κρίσεων, όπως η πρόσφατη κρίση χρέους.
Για το σκοπό αυτό είναι αναγκαίες ορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην αρχιτεκτονική της ΟΝΕ. Ειδικότερα:
- Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, μέσω της θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων και της δημοσιονομικής υποστήριξης του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης.
- Η δημιουργία μιας πραγματικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών για την αύξηση της εναρμόνισης με τις βέλτιστες πρακτικές στον τομέα της τιτλοποίησης, της λογιστικής, του πτωχευτικού δικαίου, του εταιρικού δικαίου, των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας καθώς και για την ενίσχυση του επιμερισμού των κινδύνων σε ιδιωτικό επίπεδο.
- Η δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης, προκειμένου να ενισχυθεί ο επιμερισμός των κινδύνων στο δημόσιο τομέα. Έχουν διατυπωθεί διάφορες προτάσεις, πχ ένα κοινό επενδυτικό ταμείο με πόρους της ΕΕ για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, που θα εξαρτώνται από την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, η έκδοση ευρωπαϊκών “ασφαλών” ομολόγων (ESBies) και τελικά Ευρωομολόγων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
- Ο μετασχηματισμός του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα ενεργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκης για τα κράτη-μέλη.
- Η αύξηση της λογοδοσίας όλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
- Η ενίσχυση και αναμόρφωση του Μηχανισμού Μακροοικονομικών Ανισορροπιών, ο οποίος θα πρέπει να λειτουργεί συμμετρικά. Μέχρι στιγμής, το βάρος της προσαρμογής πέφτει στα κράτη-μέλη με έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και της γενικής κυβέρνησης, ενώ τα κράτη-μέλη με πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθούν να διατηρούν και να αυξάνουν τα πλεονάσματα τους.
- Σε τελικό στάδιο ενδεχομένως πρέπει να εξεταστεί η θεσμοθέτηση θέσης Υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης με λογοδοσία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι προτεινόμενες αλλαγές θα ενδυναμώσουν την νομισματική ένωση και θα ενισχύσουν την πραγματική σύγκλιση στη ζώνη του ευρώ, η οποία έχει υποχωρήσει από το 2010 και μετά. Είναι λογικό να προχωρήσουν πρώτα οι μεταρρυθμίσεις που δεν απαιτούν τροποποιήσεις της Συνθήκης και στο τέλος, όταν οι συνθήκες είναι πιο ώριμες, αυτές που απαιτούν τροποποιήσεις της Συνθήκης.
- Ελληνική οικονομία: η πρόοδος τα τελευταία οκτώ χρόνια
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, η Ελλάδα έχει εφαρμόσει τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, που έχουν εξαλείψει πλήρως τα δίδυμα ελλείμματα, στη γενική κυβέρνηση και στο εξωτερικό ισοζύγιο και παράλληλα πέτυχαν σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 19% το 2009 σε 33% το 2017, δηλαδή κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες. Η βελτίωση αυτή προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, κυρίως από την πλευρά των αγαθών και δευτερευόντως από τις υπηρεσίες.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό συνέβαλε η αναδιάρθρωση, αναδιάταξη και η σημαντική ανακεφαλαιοποίησή του, μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) σε συνδυασμό με διεξοδικό έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων που διεξάγεται τώρα αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα για όλες τις συστημικές τράπεζες. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα[1], υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οι δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας έχουν βελτιωθεί, ενώ οι θεσμικές αλλαγές που έγιναν στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς κατά το 2017 παρατηρήθηκε συνεχής μείωση του αποθέματος σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους.
- Ειδικότερα, με στοιχεία Δεκεμβρίου 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 10,0% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2016, αγγίζοντας τα 95,7 δισεκ. ευρώ ή το 43,1% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 12% ή 13 δισεκ. ευρώ. Η μείωση των ΜΕΑ κατά το τελευταίο έτος οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στις διαγραφές που άγγιξαν τα 6,5 δισεκ. ευρώ και στις πωλήσεις ύψους 3,6 δισεκ. ευρώ.
- Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος αγγίζει το 47,4% το Δεκέμβριο του 2017. Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι σχεδόν πλήρης.
- Βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές
Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής έχει θετικό αντίκτυπο στην εμπιστοσύνη, τη ρευστότητα και την πραγματική οικονομία. Το πραγματικό ΑΕΠ το 2017 αυξήθηκε κατά 1,4% λόγω της θετικής συμβολής των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου. Αντίθετα, η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε σταθερή, ενώ η δημόσια κατανάλωση συνέβαλε αρνητικά στην ανάπτυξη.
Το οικονομικό περιβάλλον παραμένει όμως ευμετάβλητο. Πρόσφατα, ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης και ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση παρουσίασαν κάμψη αντανακλώντας ενδεχομένως την αυξανόμενη ένταση με την Τουρκία.
Θετικές καταγράφονται οι εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα: οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά περίπου 10 δισεκ. ευρώ από τα μέσα του 2016 και οι τραπεζικές πιστώσεις σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σταθεροποίηση. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι έχουν χαλαρώσει και η εξάρτηση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα έχει μειωθεί σημαντικά, σε 14,7 δισεκ. ευρώ από 90 δισεκ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015. Παρόλα αυτά, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες παραμένουν περιοριστικές και τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων είναι υψηλά, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, με τη διαφορά (spreads) να κυμαίνεται μεταξύ 350 και 400 μονάδων βάσης (3,5% και 4%) κατά μέσο όρο.
Οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν σε επίπεδα πριν την κρίση, παρά τις πρόσφατες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η καμπύλη αποδόσεων έχει εξομαλυνθεί σε μεγάλο βαθμό. Η ελληνική κυβέρνηση επέστρεψε στις διεθνείς αγορές ομολόγων, για πρώτη φορά από το 2014, ενώ και οι εταιρίες Fitch και Moody’s αναβάθμισαν πρόσφατα τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Ωστόσο, τα κρατικά ομόλογα εξακολουθούν να υπολείπονται κατά πέντε βαθμίδες από την επενδυτική διαβάθμιση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα, με το ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται σε 2,0% το 2018, ενώ αναμένεται περαιτέρω επιτάχυνση το 2019. Οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους:
- Οι εσωτερικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, καθώς και με μεγαλύτερη του αναμενομένου υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της υπερβολικής φορολόγησης.
- Υπάρχουν επίσης εξωτερικοί κίνδυνοι για την πρόβλεψη, οι οποίοι συνδέονται, μεταξύ άλλων, με ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών, λόγω των διαταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, των εντάσεων στις αγορές συναλλάγματος και της αύξησης του προστατευτισμού παγκοσμίως, την πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης καθώς και με ενδεχόμενη αποτυχία στις συνομιλίες για τους όρους αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ανακοίνωση περαιτέρω μέτρων ελάφρυνσης για το χρέος θα αποτελέσει θετική εξέλιξη που θα τονώσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερους του αναμενομένου ρυθμούς ανάπτυξης. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, πέραν των όποιων επεκτάσεων των λήξεων των χρεολυσίων και των τόκων που θα αποφασιστεί από το Eurogroup, τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα, μετά το τέλος του, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επαναγορά υφιστάμενου, και σχετικά υψηλού κόστους, χρέους, μειώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις.
- Η επιστροφή στις αγορές με βιώσιμους όρους
Το βασικό ζήτημα τους ερχόμενους μήνες είναι η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, η οποία θα επιτρέψει την επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές σε βιώσιμους όρους μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Αυτό απαιτεί την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με την υλοποίηση των ακόλουθων δράσεων:
- Πρώτον, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελικής αξιολόγησης του προγράμματος.
- Δεύτερον, οι ευρωπαίοι εταίροι μας θα πρέπει να εξειδικεύσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους.
- Τρίτον, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί θα πρέπει να αρθούν με την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Πέρα όμως από τα παραπάνω, όπως έχω ήδη τονίσει επανειλημμένα, προκειμένου να μειωθεί η αβεβαιότητα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, οι ελληνικές αρχές, σε συνεννόηση με τους ευρωπαίους εταίρους μας, θα πρέπει να διευκρινίσουν τη μορφή εποπτείας καθώς και το εάν θα υπάρχει, και με ποιους όρους, κάποιος μηχανισμός στήριξης μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Οι αποφάσεις αυτές φυσικά εναπόκεινται στην κυβέρνηση και τους εταίρους της Ελλάδας.
Κύριο μέλημα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας μετά το τέλος του προγράμματος, να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων επιδεινωθούν. Σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμη τόσο η δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά και η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos). Θα μειώσει όμως και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, διότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά στις πράξεις αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης», είτε στην κανονική χρονική περίοδο ή στην περίοδο επανεπένδυσης (reinvestment period).
Σε μία περίοδο που τα περιθώρια (spreads) μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων κινούνται κατά μέσο όρο πάνω από 350 μονάδες βάσης (3,5%), επηρεάζοντας αυξητικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου αλλά και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver), για όσο χρόνο η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας παραμένει σημαντικά χαμηλότερη της επενδυτικής βαθμίδας, είναι επιθυμητή σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί με πράξεις επαναγοράς ελληνικού χρέους σχετικά υψηλού κόστους με τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα μετά το τέλος του, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τότε το συνδυασμένο αποτέλεσμα θα είναι μια σημαντική μείωση του χρέους, αλλά και των επιτοκίων.
Όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο σήμερα, η «παρέκκλιση» (waiver) εξασφαλίζεται από μία προληπτική γραμμή στήριξης. Η προληπτική γραμμή στήριξης επ’ ουδενί ισοδυναμεί με νέο μνημόνιο. Είναι ένα θεσμοθετημένο ήδη εργαλείο εξομάλυνσης και διασφάλισης κατά τη μεταβατική περίοδο. Παρόλα αυτά, εάν για οποιοδήποτε λόγο η προληπτική γραμμή στήριξης δεν είναι επιθυμητή, θα πρέπει να διερευνηθούν άλλοι τρόποι προκειμένου να μην απολεσθεί η δυνατότητα της «παρέκκλισης» (waiver), τα πλεονεκτήματα της οποίας είναι σημαντικά για το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, του Ελληνικού Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και δεν θα πρέπει να αγνοηθούν.
- Η μετάβαση σε βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης
Όπως προκύπτει από την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία οκτώ χρόνια και την παρατηρούμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2017, η πορεία της οικονομίας προς ένα νέο εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης έχει ήδη ξεκινήσει.
Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της κρίσης έχουν προκύψει ορισμένες μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα, προκειμένου να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι προκλήσεις αυτές είναι: το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία και η κατάρρευση των επενδύσεων.
Για το σκοπό αυτό, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:
- Εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί και ειδικά αυτών που αφορούν το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων και των δικτύων μεταφοράς ενέργειας.
- Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών, καθώς αυτό αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
- Αντιμετώπιση του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους. Απαιτούνται αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, με βάση την απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου του 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη προτείνει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους, το οποίο συνεπάγεται αμελητέο κόστος για τους εταίρους μας και προβλέπει, μεταξύ άλλων, την παράταση της σταθμισμένης μέσης διάρκειας των πληρωμών τόκων στα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατά τουλάχιστον 8,5 έτη. Πράξεις επαναγοράς χρέους σχετικά υψηλού κόστους με τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα μετά το τέλος του, όπως ήδη προαναφέρθηκε, επίσης θα συμβάλουν σημαντικά στη βιωσιμότητα του χρέους.
- Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η υπερβολική εξάρτηση από τους φόρους αποτελούν αντικίνητρο για την εργασία και τις νέες επενδύσεις. Επιπλέον, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές ενθαρρύνουν τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχουν κίνητρα για φοροδιαφυγή.
- Ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και ενισχύουν την επιχειρηματικότητα.
- Υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων χρησιμοποιώντας προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης και στοχευμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs). Οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τη μείωση των NPEs. Θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στην εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (IFRS 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) από την ΕΚΤ. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η άσκηση αυτή εξελίσσεται ικανοποιητικά για όλες τις ελληνικές τράπεζες, μειώνοντας έτσι σημαντικά την αβεβαιότητα που επικρατούσε στις αγορές, ως προς το αποτέλεσμά της.
Δεδομένου ότι η τραπεζική χρηματοδότηση, παραδοσιακά αποτελεί βασική πηγή άντλησης κεφαλαίων για τις ελληνικές επιχειρήσεις (ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις), η αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και θα συμβάλει στη διατηρήσιμη ανάπτυξη, μέσω της ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες υποχώρησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Ωστόσο, παρά το σημαντικό ρόλο που θα συνεχίσουν να έχουν οι τράπεζες στην Ελλάδα είναι επιτακτική ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.
- Θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές ή η εναλλακτική χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες οµολογίες και το mezzanine finance, τα οποία κατά κανόνα αφορούν δανεισµό που υπό προϋποθέσεις µπορεί να µετατραπεί σε µετοχική συµµετοχή, καθώς και ο δανεισµός εκτός τραπεζικού συστήµατος, π.χ. μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων, τιτλοποιημένου χρέους και καλυμμένων ομολογιών.
- Επιπλέον, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων από το ΕΣΠΑ 2014-2020, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων.
- Επίσης, είναι αναγκαία μια πιο επιθετική πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, αν αναλογιστούμε ότι η εγχώρια αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης, από 15,3% του ΑΕΠ το 2007 σε 3,8% τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2017. Για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών καθώς και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
- Τελικές παρατηρήσεις
Οι προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων, κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ χρόνων, για την εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική προσαρμογή έχουν αποδώσει καρπούς. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν πλέον διορθωθεί, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε, ο τραπεζικός τομέας διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια και τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα υποχωρούν. Η οικονομία βρίσκεται πλέον σε ανοδική πορεία και οι ρυθμοί ανάπτυξης προβλέπεται να επιταχυνθούν.
Είμαι πεπεισμένος ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει στην ομαλότητα και τη χρηματοπιστωτική κανονικότητα μέσα στο 2018. Λίγα μόνο βήματα απομένουν, όπως η έγκαιρη περάτωση της τέταρτης αξιολόγησης και η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους. Οι ενέργειες που μόλις περιέγραψα και οι πολιτικές που προτείνει κατά καιρούς η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα από τις εκθέσεις της, εφόσον υιοθετηθούν, θα οδηγήσουν σε βιώσιμη επιστροφή του Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων. Αυτό θα σηματοδοτήσει την τελική έξοδο από την κρίση και τη μετάβαση σε ένα ανταγωνιστικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με έμφαση στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, μετά από πολλά χρόνια κοινωνικών εντάσεων, ύφεσης και οικονομικής στασιμότητας.
[1] Με βάση τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2017, ο δείκτης CET1 ανήλθε στο 17,1% (Δεκέμβριος 2016: 16,9%) και ο δείκτης CAR σε 17,2% (Δεκέμβριος 2016: 17%).